Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Χρυσάνθεμα

 


Ανθίμου Μαρία

χάδι στην αυγή

χρυσάνθεμα ζωηρά

φως στην ελπίδα

 

Βουδούρη Γεωργία

Ήλιοι στη δύση

αστράφτουν στο παρτέρι

μοβ χρυσάνθεμα.

 

Γκουτή Χριστίνα

Χρυσάνθεμα μοβ

Γλυκό τσάι κάνουνε

Τον κρύο καιρό

 

Κασσελούρη Αναστασία

Μέσα χειμώνα

Χρυσάνθεμο άνθισε

Το απρόσμενο

 

Κοτσαύτη Γιώτα

Χρυσάνθεμα, να∙

με χρώματα γέμισαν

το φθινόπωρο.

 

Ελπίδα υπόσχονται.

Τη θλίψη διώχνουν μακριά.

 

Μακαριάν Μαριάννα

Όμορφο άνθος

Γλυκά μοσχομυρίζει

Το χρυσάνθεμο

 

Μπαφούτσου Χρύσα

Ροζ χρυσάνθεμα

Χορεύουν στον άνεμο-

Μοσχοβολούνε

 

Χρυσοπούλου Βέτα

Χρυσό λουλούδι

Φωτίζει τους χειμώνες

Μοιάζει με ήλιο

 

Όμορφα άνθη

Πολύχρωμα πέταλα

Σπάζουν το γκρίζο

 

Γλυκαίνουν τους χειμώνες

Αρώματα χαρίζουν

 

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

Το Κορίτσι

 

Αγόρατζη Βάσω

Κορίτσι μου,

τα χέρια σου φιλώ

σαν να ’τανε της μάνας μου τα χέρια,

που δεν τα φίλησα ποτές,

με την ευχή

κι εσύ της κόρης σου μια μέρα να φιλήσεις.

Τούτο το φιλί

ταξίδι κάνει στους αιώνες,

ασπάζεται της νιότης σου το κάλος,

την τρυφερή ψυχή σου,

την αρετή στο φως που θέλει να ’ρθει.

 

Ευθαλίδου Σοφία

Ένα κορίτσι τον Οκτώβρη

Αν υπάρχει κάτι που θυμάμαι πιο έντονα απ’ τα παιδικά μου χρόνια, είναι η γεύση του ροδιού. Κάθε χρόνο, το φθινόπωρο, η γιαγιά μου μας έκανε κάλεσμα επίσημο να πάμε στο χωριό να μαζέψουμε τα ρόδια, που έτοιμα καθώς ήταν και κατακόκκινα, κρέμονταν στα κλαδιά. Πόσο λάτρευα αυτή την εμπειρία! Δεκατριών χρονών παιδάκι εγώ, μετρούσα στην κυριολεξία τις ώρες για να βρεθώ εκεί, να φορέσω τη φόρμα εργασίας και τις μπότες μου και να σκαρφαλώσω στα δέντρα για να γεμίσω το καλάθι μου. «Αχ, βρε Ανέστη, τι χαρά είναι αυτή;» έλεγε περιπαικτικά η μάνα μου. «Ούτε να πληρωνόσουν, παιδάκι μου!». Εγώ όμως απλώς χαμογελούσε και σώπαινα. Στο χωριό βλέπετε υπήρχε κι ένα κορίτσι. «Σβούρα» το φώναζαν, γιατί η ενέργεια του έμοιαζε με σίφουνα. Κάνεις δεν μπορούσε να την περιορίσει. Ήταν σαν αερικό! Ήξερα λοιπόν ότι θα τη δω κι αυτήν στα χωράφια, να βοηθά τον πατέρα της στο μάζεμα. Η καρδιά μου ακόμα και στη σκέψη της χτυπούσε δυνατά, ξέφρενα! Τα μάγουλα μου, ίδια με ρόδια, κοκκίνιζαν και τα μάτια μου έλαμπαν λες κι είχα πυρετό.

Εκείνο το πρωί η Σβούρα είχε ήδη γεμίσει αρκετά καλάθια κι ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπο της, καθώς η ζέστη μας είχε γονατίσει. Οκτώβρης μήνας αλλά σαν καλοκαίρι! Εγώ, λίγα μέτρα πιο εκεί, έψαχνα αφορμή να της μιλήσω. «Διάλειμμα δέκα λεπτά!» φώναξε ο πατέρας της κι εγώ σβέλτα πήγα και κάθισα δίπλα της στη σκιά μιας ροδιάς. Το στόμα μου όμως δεν υπάκουε στη θέληση μου. Δεν μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη. Μόνο την κοίταζα. Εκείνη δάγκωσε ένα ρόδι κι ένα κόκκινο ρυάκι κύλησε στην άκρη των χειλιών της. Μαγεύτηκα. Χαμήλωσε τα μάτια της κι εγώ με τ’ ακροδάχτυλά μου έκανα να σταματήσω το ρυάκι. Εκείνη απότομα τραβήχτηκε και, πριν το καταλάβω, εξαφανίστηκε σαν αερικό του δάσους. Έφερα τα δάχτυλα στο στόμα μου.

Κάθε που φέρνω στο μυαλό εκείνη την ανάμνηση, θυμάμαι ένα ποίημα που διάβασα πολλά χρόνια αργότερα.

«Το ξέρω, δεν πιστεύεις πια στους δρόμους των ποιητών. Ούτε κι άλλος κανείς πιστεύει. Όμως, αυτός ο δρόμος υπάρχει στ’ αλήθεια

και θέλω, τουλάχιστο, να το θυμάσαι

πως των διαβήκαμε μαζί

(δυο τρεις φορές όλο κι όλο, βέβαια,

πάνε χρόνια τώρα)

όταν το χέρι μου πάσχιζε ν’ απαγάγει το χέρι σου,

όταν τα όνειρά μου είχαν την αφελή φιλοδοξία να γίνουν, λέει,

μαργαρίτες στο άσπρο σου πουκάμισο.»

Οδός Λάμπρου Πορφύρα

Νίκος Παπάνας

 

Κασσελούρη Αναστασία

Ήταν μόνο δώδεκα χρονών κορίτσι

Άργησε σήμερα. Ό ήχος του τηλεφώνου την έβγαλε από τις σκέψεις της. Πάτησε το κουμπί απόρριψης, άρπαξε βιαστικά την τσάντα της και βγήκε από το γραφείο. Στο μυαλό της στριφογυρίζει συνεχώς η εικόνα αυτού του κοριτσιού. Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι κακοποιημένο και πεταμένο στην άκρη του δάσους.

Αυτή η υπόθεση έχει μεγάλη σημασία για εκείνη. Από τη στιγμή που οι γονείς τής ζήτησαν να αναλάβει την υπόθεση, είναι αποφασισμένη ο αίτιος να τιμωρηθεί παραδειγματικά.

Τόσες ώρες σκυμμένη πάνω από όλες αυτές τις σελίδες… κάθε παράγραφος και μια κόλαση. Ένα κορίτσι που μόλις άρχισε να γνωρίζει τη ζωή. Πώς είναι δυνατόν να το κάνεις αυτό σε ένα παιδί… Αυτός που το έκανε πρέπει να πληρώσει.

Το κοριτσάκι που ανέμελα έπαιζε στην αυλή του σπιτιού, βιάστηκε από τον αγαπημένο θείο, ξάδελφο, πατέρα, συγγενή, φίλο της οικογένειας, από τον σύντροφό της.

Το κοριτσάκι που ονειρεύτηκε να ζήσει ευτυχισμένο βρήκε τραγικό θάνατο, από τα χέρια ενός άθλιου.

Έβαλε το κλειδί στη μίζα και γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου…

«Πενηντατριάχρονος βίασε δωδεκάχρονη στο κέντρο της Αθήνας…»

Έκλεισε το ραδιόφωνο και ξέσπασε σε λυγμούς.

Ένα ακόμα κορίτσι…

Πόσα κορίτσια ακόμα;

Κοινωνία… Έλεος.

 

Μακαριάν Μαριάννα

Είσαι απλώς ένα κορίτσι

Είσαι απλώς ένα κορίτσι, μη μιλάς. Να γεννήσεις πριν τα τριάντα, μετά χάνεται η ζωή, χάθηκε ο κόσμος.

Μη ρωτάς πολλά. Ήδη ξέρεις αρκετά κι είσαι επικίνδυνη. Είναι δύσκολο να βρεις γαμπρό, ο μόνος στόχος, αν είσαι έξυπνη. Αν είσαι έξυπνη λοιπόν, να κάνεις τη χαζή. Και αν σε χτυπήσει, δεν πειράζει, άντρας είναι και εσύ τι του πηγές κόντρα; Πετάει ο γάιδαρος; Όχι; Ναι!

Μην ονειρεύεσαι και, αν είναι εύκολο, μη μάθεις ποτέ να διαβάζεις. Κι αν ζεις σε "ανεπτυγμένη" χώρα κι έχεις μάθει, μπορείς να ξεμάθεις; Θα ήταν πολύ βολικό. Βλέπεις η μόρφωση είναι ελευθερία και μπορεί να σε σκοτώσουν οι πιο μορφωμένοι από εσένα αν δείξεις ότι μπορείς και χωρίς εκείνους.

Φόρα τη μαντήλα, κρύψε τα μαλλιά σου, προκαλεί η ελευθερία σου, η γνώμη σου, γενικά ενοχλεί η φωνή σου.

Από φόβο σε φιμώνουν, σε ακρωτηριάζουν, σε σκοτώνουν.

Είσαι απλώς ένα κορίτσι και όμως σε φοβούνται, όλοι εκείνοι που πιάνουν την πέτρα και τη στύβουν. Πολλοί σε θαυμάζουν, περισσότεροι σε πολεμούν. Πάντα ο άνθρωπος σκοτώνει αυτό που κρυφά θαυμάζει, μην τυχόν και εσύ φοβηθείς, σε αυτό ποντάρουν. Μην πάψεις να παλεύεις για εσένα διότι δεν είσαι απλώς ένα κορίτσι, είσαι ένας όμορφος, ελεύθερος και δημιουργικός άνθρωπος και πότε να μην πιστέψεις κάτι διαφορετικό.

Κωνσταντίνα 30 ετών 5/4/21

Καρολάιν 20 ετών 11/5/21

Γαρυφαλλιά 26 ετών 16/7/21

Ανίσα 31 ετών 30/7/21

Σταυρούλα 47 ετών 8/8/21…

 

Μανωλά Κατερίνα

Γεννήθηκα κορίτσι, ένα βιολογικό αποτύπωμα ΧΧ στον χρόνο. Δεν μου είπαν ποτέ γιατί υπολείπομαι, παρά με πέταξαν σε μια συνεχή μάχη. Άλλοτε με τους άλλους, άλλοτε με τον εαυτό μου. Τους ακούω στα αυτιά μου. Πασχίζουν να με φτιάξουν λες και γεννήθηκα χαλασμένη. Να ’σαι σέξι, όχι πολύ γιατί μοιάζεις μ’ εύκολη. Να ’σαι δυναμική αλλά να μην ευνουχίζεις τους άντρες. Μα ούτε λίγο γιατί μοιάζεις με κακομοίρα. Να χαμογελάς, τόσο όσο. Μη δείχνεις χαζοχαρούμενη κι ελαφρόμυαλη αλλά ούτε ξινή και σνομπ. Να ενδίδεις. Όχι αμέσως όμως, θα σε περάσει για ξετσίπωτη. Να τον αφήσεις να σε κυνηγήσει. Ο άντρας είναι κυνηγός και η γυναίκα θήραμα. Να παντρευτείς μικρή, μετά τα τριάντα κανείς δεν θα σε πάρει . Να κάνεις τη χαζή. Ας πει και μια κουβέντα παραπάνω. Έτσι είναι οι άντρες, οξύθυμοι. Κάνε την κουφή, οι άλλες είναι πιο καπάτσες από σένα.

Γεννήθηκα κορίτσι. Μ’ αρέσει να γελάω δυνατά, σιχαίνομαι το ροζ. Δεν είμαι χαζή κι ούτε δέχομαι καμία κουβέντα παραπάνω.

Είμαι δώδεκα χρονών, απ’ τα Σεπόλια. Είμαι η Ελένη, η Καρολάιν, η Μαρία, η Γαρυφαλλιά, η Μόνικα. Είμαι η Άννα. Γεννήθηκα κορίτσι και θα γίνω όλα όσα χρειάζεται για να αντηχεί η φωνή μου. Η φωνή τους, μέχρι να μη λείπει καμιά.

 

Μπαλάσκα Σοφία

Το κορίτσι των φαναριών

Να το πάλι μπροστά μου. Αυτό το παράξενο κορίτσι. Κάθε πρωί το βλέπω εκεί στο ίδιο φανάρι, να περιμένει στωικά μήπως κάποιο χέρι απλωθεί και δώσει ένα ξεροκόμματο, μήπως έτσι καταφέρει να ξεγελάσει την πείνα του. Κάποια κέρματα έπεφταν μπροστά στα πόδια του και εκείνο τα μάζευε σαν θησαυρό!

Της έδωσα και όνομα, το κορίτσι των φαναριών! Και είναι τόσο όμορφη, μ’ ένα σμαραγδένιο χρώμα στα μαλλιά. Σήμερα δεν ήταν μόνη, είχε ακόμα ένα μικρό αγόρι για παρέα. Της βαρούσε το ντέφι και  χόρευε χωρίς σταματημό.

Το επόμενο πρωί, περνώντας πάλι απ’το φανάρι με τη μαμά, δεν ήταν εκεί. Ξάφνου ακούσαμε ένα κλάμα!

«Μαμά κατέβα, εκεί είναι!» φώναξα και τρέξαμε και οι δυο κοντά της. Το κορίτσι των φαναριών καθόταν σ’ ένα παγκάκι κι έκλαιγε με λυγμούς. Κι όμως, κανένας δεν σταμάτησε να το βοηθήσει.

«Μην κλαις, έλα, έχω κάτι για σένα» είπα δείχνοντας το κολατσιό που βρισκόταν στην τσάντα μου. Το κορίτσι των φαναριών με αγκάλιασε και ένιωσα ένα αίσθημα χαράς που όμοιό του δεν είχα ξανανιώσει ποτέ!

 

Μπόικου Θεοδώρα

Το καμπαναριό σήμανε οχτώ βολές και το γραπτό μήνυμα στο κινητό ήταν η έναρξη για τον καθιερωμένο τόπο συνάντησης. Εκείνος πάντα την περίμενε με τα αναμμένα τα κεράκια, με την ασημένια βάση και τα ποτήρια με κόκκινο ημίγλυκο κρασί. Εκείνη, τυλιγμένη στο μαύρο μακρύ παλτό, άνοιγε την ήδη ανοιχτή πόρτα, σαν αερικό, χωνόταν με γρηγοράδα στο λιμάνι της. Κρέμαγε το παλτό της, εκείνος την αγκάλιαζε και της ψιθύριζε «καλώς το μου». Ένα κορίτσι στα είκοσι και το ταίρι στα μέσα των τριάντα με τα βέλη του έρωτα κεντροβολημένα, γεύονταν τις χαρές και τα δώρα της μυσταγωγίας. Ως ιέρεια εκείνη ξεδίπλωνε τις χάριτες του πάθους και τον κερνούσε νέκταρ. Εκείνος με θάμβος, λαίμαργα, κατάπινε τα μάργη της. Το κονδύλι της μοίρας όμως άλλα πρόσταζε. Να γίνει κονδύλι στο σώμα της. Ο φόβος ζωγραφισμένος στο πρόσωπο της, η καρδιά της χτυπούσε ακατάπαυστα. Το μυαλό δυσχώρητα δέχθηκε την είδηση. Ήθελε μόνο να τον δει. Αυτός ατάραχος στο άκουσμα των νέων αποκρίθηκε ότι δεν γνωρίζει τίποτα και είναι άσχετος του θέματος. Σαν δόρυ καρφώθηκε η αντίδραση στην ψυχή της. Η ευθύνη ήταν μονόπλευρη. Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε. Έσφιξε τη ζώνη του μαύρου παλτό και χάθηκε στα σκοτεινά δρομάκια της πόλης. Η φράση του «Ήσουν το λάφυρό μου» πετάγεται τις νύχτες και παλεύει ισορροπήσει στα άδυτα του μυαλού. Τώρα πια απόμειναν τα λάφυρα και τα θραύσματα από τα σπασμένα ποτήρια με το κόκκινο κρασί…

 

Το δώρο

  Οι συγγραφείς της Αλατοπαρέας γράφουν για τα Χριστούγεννα Το δώρο Χριστούγεννα! Φώτα, λαμπιόνια, μια ατμόσφαιρα γεμάτη γέλια και χαρ...