Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ελεφαντάκι…»

 


Αργυροπούλου Βασιλεία

Ρούφους το ελεφαντάκι

Μια φορά και έναν καιρό, κοντά σε ένα ποτάμι που κυλούσε στην άκρη μιας ζούγκλας, ζούσε ο Ρούφους το ελεφαντάκι με την οικογένειά του, τη μητέρα του και τα αδέρφια του. Πού τον έβρισκες, πού τον έχανες ο Ρούφους μαζί με τα αδέρφια του κυλούσε μέσα στις λάσπες στην όχθη του ποταμού και γέμιζε την προβοσκίδα του με νερό για να τα βρέχει και να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ήταν ο πιο σκανταλιάρης και ο πιο περίεργος από όλους. Πολλές φορές ξέφευγε από την ομάδα και έμπαινε μέσα στη ζούγκλα για εξερεύνηση. Πάντα όμως γύριζε πριν βραδιάσει. Ένα δειλινό όμως δεν γύρισε. Όλοι ανησύχησαν και άρχισαν να τον ψάχνουν.

«Ρούφους Ρούφους» φώναζε η μητέρα του. Πουθενά το ζωηρό μικρό.

Κανένας δεν έκλεισε μάτι εκείνο το βράδυ. Το ελεφαντάκι κινδύνευε μακριά από την οικογένειά του.

Ο Ρούφους όμως, όταν κατάλαβε πως νύκτωνε, ήταν ήδη χωμένος βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Προσπαθούσε από το πρωί να ανακαλύψει από που άρχιζε το ποτάμι και έτσι ξέχασε να γυρίσει στην ώρα του. Εκεί που προσπαθούσε να βρει τον δρόμο να γυρίσει πίσω, άκουσε τους ήχους της ζούγκλας, φοβήθηκε και στάθηκε κρυμμένος πίσω από μία τεράστια φτέρη. Ευτυχώς οι «ήχοι» της ζούγκλας ήταν μία κουκουβάγια που μόλις είχε βγει από τη φωλιά της για να βρει φαγητό. Βλέποντας το ελεφαντάκι που έτρεμε από τον φόβο του σκέφτηκε να το βοηθήσει. Πέταξε δίπλα του και το οδήγησε πίσω στην οικογένειά του. Ο Ρούφους από εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να σταματήσει τις βόλτες μέσα στη ζούγκλα. Και έζησε εκείνος καλά και οι άλλοι καλύτερα.

 

Καραχλέ Μαρίνα

Ο γιγαντοελέφαντας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ ένα μέρος μαγικό ένας ελέφαντας. Ήταν τεράστιος, με μια πελώρια προβοσκίδα και δόντια τόσο μεγάλα που όλοι οι υπόλοιποι ελέφαντες έτρεμαν από τον φόβο τους. Κάθε φορά που τον συναντούσαν, έτρεχαν να κρυφτούν. Κι έμενε μόνος του. Στεναχωριόταν πολύ που δεν είχε έναν φίλο, να παίξει μαζί του και να μοιραστεί τα όνειρά του. «Μα δεν θέλω να κάνω κακό, εγώ τους αγαπώ! Γιατί με φοβούνται;» σκεφτόταν ένα βράδυ, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κοιτούσε τ’ αμέτρητα αστέρια στον ουρανό και τα δάκρυά του έτρεχαν ασταμάτητα.

Ξαφνικά άκουσε έναν περίεργο θόρυβο. Σαν πατημασιές ανθρώπων… Κι εκείνος ο γνώριμος ήχος του οπλίσματος, που είχε πληγώσει τον πατέρα του πριν χρόνια. Χωρίς δεύτερη σκέψη και με μια μεγάλη δρασκελιά, εμφανίστηκε αγριεμένος μπροστά στους κυνηγούς. Με μια γρήγορη κίνηση της προβοσκίδας του τους τύλιξε όλους μαζί μέσα σ’ αυτή. Τους ταρακουνούσε για ώρα. Εκείνοι, ζαλισμένοι και τρομοκρατημένοι καθώς ήταν, πέταξαν τα όπλα τους και τον παρακαλούσαν να τους ελευθερώσει. Τότε ο γιγαντοελέφαντας πήγε προς το ποτάμι και τους έριξε όλους μέσα.

Οι υπόλοιποι ελέφαντες, που παρακολουθούσαν τόση ώρα με κομμένη την ανάσα, άρχισαν να τον χειροκροτούν και να τον ευχαριστούν. Χόρευαν τριγύρω του κι όπως έστρεψε το κεφάλι του στον ουρανό, του φάνηκε πως ένα αστέρι του έκλεισε το μάτι και του γλυκοχαμογέλασε. Δεν θα ήταν ξανά μόνος του κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

 

Κοτσαύτη Γιώτα

Ένα ελεφαντάκι στο κεφάλι μου

«Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα ελεφαντάκι που ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο…»

«Ε, κυρία, κυρία, μ’ ακούς;»

«Μα… ποιος μιλάει;»

«Εγώ, το ελεφαντάκι.»

«Ποιο ελεφαντάκι;»

«Αυτό που θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο, ντε!»

Η συγγραφέας τσίμπησε το χέρι της. Όχι, δεν έβλεπε όνειρο.

«Σε παρακαλώ, θα πεις την ιστορία μου;»

«Πού είσαι; Γιατί δεν σε βλέπω;»

«Είμαι μέσα στο μυαλό σου. Τρύπωσα εκεί για να μπορέσω να σου μιλήσω.»

«Μα… πώς; Και γιατί;»

«Μεταμορφώθηκα σε σκέψη. Γιατί δεν θέλω να γίνω ένα ακόμα παραμύθι, θέλω να γράψεις την αλήθεια.»

Η συγγραφέας έμεινε για λίγο σκεπτική. Ήξερε πολύ καλά ότι με τη φαντασία και τη δύναμη της θέλησης πας παντού.

«Ωραία, λοιπόν. Πες μου. Τι θέλεις να γράψω;»

«Το είδος μας όλο και λιγοστεύει. Μας κυνηγάνε. Μας αρπάζουν Μας σκοτώνουν. Θα γίνεις η φωνή μας;»

Η συγγραφέας πήγε κάτι να πει, ότι γίνεται πόλεμος, ότι άνθρωποι υποφέρουν καθημερινά. Παιδιά πεθαίνουν από πείνα κι από αρρώστιες. Κακοποιούνται και βασανίζονται. Μα το μετάνιωσε. Άλλωστε ο πόνος δεν είναι ίδιος για όλα τα πλάσματα τούτου του κόσμου;

Κι έτσι έγραψε.

Και μπορεί το ελεφαντάκι να μην κατάφερε ν’ αλλάξει ακόμα τον κόσμο, όμως ίσως μπόρεσε να τρυπώσει στο μυαλό κι άλλων συγγραφέων…

 

Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Γιατί γράφω

 


Μήπως ξέχασα να σου πω καλημέρα ζωή

Μήπως ξέχασα να σου πω αντίο

Και οι γκρίζες γραμμές πότε θα γίνουν ουράνιο τόξο

Μου λες

Μήπως δεν μπόρεσα να χαρώ τον έρωτά σου

Μήπως ξέχασα να ζήσω τη ζωή σου

Και οι γκρίζες γραμμές πότε θα γίνουν στάχτη και μπούρμπερη

Πότε θα αναζωπυρωθούν άραγε

Μήπως μπορώ να αποστηθίσω τη στιγμή των άλλων με λίγα λόγια

Μήπως με τις αισθήσεις

Και οι γκρίζες γραμμές πότε θα ματώσουν

Πότε θα μπουν στον ρου της ιστορίας

Της δικής μου ιστορίας

Πότε θα πάρουν σάρκα και οστά                     

Πότε θα πάρουν το σχήμα του δικού μου κορμιού

Του δικού μου πάθους

Σε παρακαλώ λύτρωσέ με από τις εμμονές

Ίσως να γιατί γράφω

Σε παρακαλώ, μη μου στερέψεις ποτέ το μελάνι

 

Βασιλεία Αργυροπούλου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ».

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Τι είναι η Ποίηση


Μέρες χαλεπές.

Όνειρα μπερδεμένα σε πολύχρωμες κλωστές.

Σφαίρες τύψεων στο στήθος.

Σταγόνες πίκρας στις φλέβες.

Ο φόβος.

Πού κρύβεται;

Όχι στις λέξεις.

Στα πληγωμένα σώματα.

Στις σφιγμένες παλάμες.

Στο καψαλισμένο ψωμί στο τραπέζι.

Η ατμόσφαιρα με τις ροζ κουρτίνες.

Στο σιδερόφρακτο παραθυράκι του μπάνιου.

Το τρεχαλητό του πιτσιρικά, κρυμμένου στη κουκούλα του.

Το διαπεραστικό βλέμμα των αλλοδαπών.

Η ανάστροφη πορεία του περιπολικού.

Το βιαστικό όχι στο νεύμα του ταξιτζή.

Τα σπασμένα βραχιόλια.

Οι χάντρες που φιδογυρίζουν στο πεζοδρόμιο.

Το σιγανό κλάμα του μωρού, που είναι μόνο του.

Η ερημιά των δρόμων.

Οι φωτισμένες βιτρίνες της εποχής με νάιλον ρούχα.

Το κίτρινο φως της λάμπας, πάνω στο κεφάλι σου.

Τα βιαστικά βήματα, μέχρι το φαρμακείο.

Τα άγνωστα πρόσωπα των περαστικών πλάι σου.

Η οθόνη του λεωφορείου.

Το αγκομαχητό του.

Οι αλυσίδες που έσβησαν το κλείσιμο των βλεφάρων της Ντάλιας.

Η σπασμένη κούκλα δίπλα στον κάδο των απορριμμάτων.

Πράσινο φόντο στην αμηχανία

το λαμπερό βλέμμα της.

Τα σπασμένα χέρια της.

 

Μυρσίνη Καλογεροπούλου

 

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ».

 

Τα βράδια οι Ποιητές

 


Τα βράδια οι Ποιητές

αφουγκράζονται τον ήχο απ’ τα σύννεφα

και με το βλέμμα τους τ’ ακολουθούν στα πιο μακρινά ταξίδια.

 

Έχουν αγάπη, υπομονή, ταπείνωση

κι αυτή τη βαθιά συναίσθηση

που μεταπλάθει τη δοκιμασία σε γνώση και τον πόνο σε δημιουργία.

 

Τα βράδια οι Ποιητές

αγκαλιάζουν τους ανθρώπους με τις λέξεις τους,

οι οποίες έχουν τόση αγιότητα σαν μητρική αποδοχή.

 

Σοφία Ευθαλίδου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ».

 

Μεγάλη Πέμπτη (τρίστιχα)

  Γιαμουρίδου Κική Μυστικός Δείπνος Αγκάθινο στεφάνι Κόκκινα αυγά   Γκιντίδου Δήμητρα Σκύβεις στα πόδια ευλαβικά τα πλένεις ...