Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

ΚορονοΠάσχα Νο2

 


Δρακουλάκη Μαρίλλιαν

Το Πάσχα, κορονοΠάσχα ή μη, καθόρισε την στάση μου απέναντι στη Ζωή. Ξεκινούσε με την απροσδιόριστη συγκίνηση που μου προκαλούσε ο Ύμνος προς την Υπέρμαχο στους τελευταίους χαιρετισμούς. Δεν καταλάβαινα, σαν παιδάκι, τι έλεγε, μα μου έφερνε δάκρυα.

Αργότερα, που άρχισα να καταλαβαίνω πάλι και μέχρι σήμερα, κλαίω σαν το ακούω… Όταν με πήγαν στον κινηματογράφο να δω για πρώτη φορά τα Πάθη ενός Ανθρώπου, φούντωσε ο «επαναστάτης» μέσα μου. Το παιδικό μου μυαλό δεν καταλάβαινε πως είναι δυνατόν να σταυρώσουν έναν τόσο καλό άνθρωπο όλοι αυτοί οι «κακοί'». Τότε μίσησα τους κακούς, ασχέτως καταγωγής, διαπαντός. Όταν πολύ αργότερα διάβασα πόσοι άνθρωποι στην Υφήλιο δολοφονήθηκαν προκειμένου να ενστερνιστούν τον Χριστιανισμό ξαναθύμωσα διότι δεν είναι αυτό που μας ζήτησε ο Θεάνθρωπος. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν...» είπε. Το κορονοΠάσχα δεν μου στέρησε τίποτε άλλο παρά την απουσία αγκαλιάς με τους αγαπημένους μου. Αυτήν τη ζεστασιά πάνω από ένα πιάτο σούπα και την Ανάσταση, γύρω από ένα χαρούμενο, ήρεμο τραπέζι που πλημμυρίζει από Χαρά, Αισιοδοξία, Πίστη, Αγάπη κι Ελπίδα!

Καραμάνος Άγγελος

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Περίμενα να ’ρθει ο νονός και ήρθε πάλι ο κορονοϊός. Είχαν ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες στο σπίτι και τα τραπέζια στολίζονταν από αυγοθήκες και πολύχρωμα παπάκια, λαγούς και άλλα ζώα εν όψει της πασχαλινής περιόδου. Έκοβα σε κομμάτια μια μάσκα και τη φορούσα περίτεχνα στα διακοσμητικά -ένα απόγευμα, που οι γονείς μου έλειπαν από το σπίτι. Δεν είχα συναντήσει τον νονό πολλά χρόνια, μια κι είχε μετακομίσει μακριά από την επαρχιακή πόλη. Ανταλλάξαμε, λοιπόν, μηνύματα κι ανακοίνωσε πως θα συναντηθούμε φέτος.

Βέβαια, οι ειδήσεις με τα πρόστιμα, τα οποία επιβάλλονταν σε όσους θέλησαν να περάσουν μάταια τα διόδια, πρόλαβαν την άφιξή του. Χωρίς καμία προσδοκία για τον ερχομό του, τώρα ξάπλωσα και τα μάτια άρχισαν να κλείνουν.

Όταν ήμουν μικρότερος, είχα μεγάλη φαντασία για τις δυνάμεις του νονού.

Θα μπορούσε να κάνει πεζοπορία για μέρες, ακολουθώντας τα λιγότερο συνηθισμένα μονοπάτια με αρκετές αποσκευές στους ώμους και στήνοντας σκηνές στην άγρια φύση μέχρι να φτάσει στο σημείο που θα βρεθούμε.

Ιδανικά θα περνούσε μ’ ένα ιδιωτικό τζετ γύρω από τη γέφυρα κι έχοντας επιλέξει τη λειτουργία του αυτόματου πιλότου, θα αποσυρόταν από το κάθισμα και θα προσγειωνόταν με αλεξίπτωτο στο σημείο συνάντησής μας.

Ίσως να μην τα καταφέρει, όμως σύντομα θα ιδωθούμε πάλι, το υπογράφω.

Λύχνου Πέπη

Η θεία Αρτεμισία είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον ασβέστη, ειδικά τη Μεγαλοβδομάδα. Έφτιαχνε το μείγμα στη λάτα* με τέχνη. Πέντε έξι χούφτες ασβέστη, κρύο νεράκι, καλό ανακάτεμα κι ασβέστωνε με σειρά, κουζίνα, τοίχους μέσα–έξω, σκαλοπάτια, πεζούλια. Με μια βούρτσα για τις μεγάλες επιφάνειες και μια μικρότερη για τους αρμούς στα πλατύσκαλα. Μετά έπιανε τις λάτες με τους βασιλικούς, τα γεράνια και τα μυρωδικά και τέλειωνε με τον κορμό της λεμονιάς. «Σκοτώνει τα ζιζάνια, τις αρρώστιες…»

Μεγάλωσε η θεία και τα πόδια της δεν τη βαστούν. Βάφτηκαν οι τοίχοι με πλαστικό, ντύθηκαν τα πλατύσκαλα με επένδυση πέτρα κι ο τενεκές με τον ασβέστη ξέμεινε στην παλιά αποθήκη.

Κι ήρθε ο κορονοϊός έναν χρόνο τώρα, δεύτερο Πάσχα. Κλειστήκαμε και τακτοποιήσαμε το σπίτι, αδειάσαμε ντουλάπες, πλύναμε, φρεσκάραμε. Περάσαμε στις αυλές, τους κήπους, την αποθήκη με τη λάτα του ασβέστη.

«Τι λες, θεία, να βάψω με ασβέστη τα πεζούλια στον κήπο, όπως παλιά;»

«Και τα πεζούλια και τα σκαλιά και τη ροδακινιά που την ταλαιπωρεί η μελίγκρα και πετάτε κάθε χρόνο τα μισά… Και μην ξεχάσεις το κατώφλι του σπιτιού… για υγεία, να μην μπορεί να μπει κι αυτή η παλιοαρρώστια που λένε οι τηλεοράσεις πως αφανίζει τους ανθρώπους από γης…»

*τενεκές<ιταλ. latta

Νίκου Μαρία

Ένα Πάσχα, όπως παλιά

Μεγάλη Τετάρτη βράδυ καθόμαστε γύρω από το τραπέζι και τυλίγαμε τ’ αβγά σε κάλτσες με κρεμμυδότσουφλα, άνηθο και μαϊντανό. Τι κι αν η γιαγιά Μαρία μάς επανέφερε στην τάξη: «Είναι μέρες κατάνυξης κορίτσια, να είστε συνετές και φρόνιμες», εμείς εκεί, να παίζουμε και να γελάμε. Θαρρείς αυτή κρατιόταν. Ακόμα τη θυμάμαι να κρυφογελά. Το επόμενο ξημέρωμα έβραζε η μαμά τ’ αβγά στη βαφή κι έβγαιναν ένα σωρό σχέδια. Εμείς τα χαζεύαμε, λέγαμε με τι μοιάζει το καθένα. Φυσικά, μαλώναμε ποια θα πρωτοδιαλέξει το πιο γερό για την Ανάσταση, όπως συμβαίνει σε κάθε αδερφική σχέση που σέβεται τον εαυτό της. Τώρα αν το Μεγάλο Σάββατο έχανε η μια από την άλλη, εκεί θέση έπαιρναν πιο ισχυρά μέσα, ο ειρηνοποιός μπαμπάς: «Μη στεναχωριέστε, μικρές μου, θα πείσουμε τη μαμά να τσουγκρίσουμε όλα τ’ αβγά μέχρι να κερδίσετε κι οι δυο!»

Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια, αλλά οι μικρές -που μεγάλωσαν- κράτησαν έθιμα και συνήθειες. Τι κι αν το πρώτο Πάσχα χωρίς τη γιαγιά ο κορονοϊός πάλεψε να μας χαλάσει τη συμφωνία, εμείς επιστρέψαμε πιο δυνατές. Φέτος θα μαλώνουμε πάλι για το πιο γερό αβγό, μπλεγμένες σε μαμαδίστικες μυρωδιές και μπαμπαδίστικα πειράγματα, με μόνη διαφορά αυτό το νέο συναίσθημα… Απεριόριστη ευγνωμοσύνη!

Ρουσουνέλου Δήμητρα

Μεγάλη Παρασκευή κι ετοιμαζόμαστε να πάμε στην εκκλησία για να γίνει η περιφορά του επιταφίου.

Κάποιες γυναίκες το έχουν έθιμο και στρώνουν χαλιά στον δρόμο μπροστά από το σπίτι τους για να περάσει από πάνω ο επιτάφιος. Εμείς, και σχεδόν όλο το χωριό, ακολουθούμε από πίσω με αναμμένα τα κεράκια μας.

Σάββατο βράδυ.

Ετοιμαζόμαστε και φοράμε τα καλά μας για να πάμε στην Ανάσταση.

Όσο πιο πολύς κόσμος, τόσο πιο πολύ χαίρομαι.

Όταν ο Παπάς λέει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, μια χαρά πλημμυρίζει τις καρδιές μας, φιλιόμαστε κι αγκαλιαζόσαστε και γελάμε με την ψυχή μας.

Γυρνάμε για να φάμε την μαγειρίτσα που έφτιαξε η θεία Κικίτσα το μεσημέρι. Η σπεσιαλιτέ της.

Οι νεότεροι της οικογένειας, μετά το φαγητό, βγαίνουν για ποτό στα μπαράκια της περιοχής και συνήθως γυρνάνε το χάραμα.

Κυριακή του Πάσχα.

Ο πατέρας ψήνει το αρνί και προσπαθεί να μας ξυπνήσει νωρίς για να «μάθουμε κι εμείς».

Στρώνουμε το καλό τραπεζομάντηλο στο μεγάλο τραπέζι και πολλές φορές, εάν δεν χωράει, προσθέτουμε και δεύτερο.

Στρώνουμε τα πιάτα και δίπλα τους τα ποτήρια για κρασί.

Πηγαίνω στον πατέρα και μου δίνει «κλεφτά» λίγη ξεροψημένη πέτσα από το αρνάκι ενώ το χοντρό αλάτι κάνει κρατσα κρουτσα στο στόμα μου.

Στο ηχοσύστημα έχουμε βάλει δημοτικά τραγούδια και στο κέντρο του τραπεζιού τοποθετώ το μπολ με τα κόκκινα αυγά.

Όταν πια δεν θα αντέχουμε για άλλο φαγητό, θα παίξουμε με τ’ αυγά.

Κάποιοι λαίμαργοι θα το καθαρίσουν και θα το φάνε κι αυτό.

Και μετά γλυκό... Παρόλο που έχουμε σκάσει.

Κι ήρθε η ώρα του χορού. Όλοι γινόμαστε ένας κύκλος και χορεύουμε. Και διασκεδάζουμε. Και γελάμε. Κάνουμε στην άκρη τα τραπέζια για να έχουμε περισσότερο χώρο…

Κάποιος μου πατάει το πόδι και ξυπνάω.

Όνειρο ήταν; Όχι.

Ανάμνηση ήταν στον ύπνο μου.

Δεύτερο Πάσχα που δεν πάω στο χωριό.

Κορονοπάσχα Νο2.

Ο καθένας στο σπίτι του. Μάσκα. Αντισηπτικό κι αποστάσεις.

Κι όπως άκουσα από μια γειτόνισσα «Εβδομάδα είναι, θα περάσει...»

Χρυσοπούλου Βέτα

Είναι η δεύτερη χρονιά που ζούμε με τις απαγορεύσεις εξαιτίας της πανδημίας. Αλήθεια πότε πέρασε τόσος καιρός; Είναι η δεύτερη χρονιά που δεν κατέβηκα στην Καλαμάτα. Τέτοια εποχή γιορτάζαμε όλοι μαζί το Πάσχα στη φύση, ανάμεσα σε ανθισμένες αμυγδαλιές, τριανταφυλλιές και κάθε είδους φυτά. Η φύση στο μεγαλείο της, ανθισμένη και χαρούμενη, ντυμένη στα γιορτινά της! Η σκέψη μου έμεινε στις αναμνήσεις των χρόνων που ήμουν εκεί. Σαν να μη μεσολάβησαν αυτά της απαγόρευσης. Στο στρωμένο τραπέζι με το κατσίκι και τις κάθε λογής λιχουδιές, ανάμεσα στους καλεσμένους που γιόρταζαν τσουγκρίζοντας ποτήρια την Ανάσταση.

Εύχομαι σύντομα να ξαναζήσουμε αυτές τις υπέροχες στιγμές αγκαλιά με τους αγαπημένους μας γιατί η ανθρώπινη επαφή είναι ο πλούτος της ζωής.

Καλό Πάσχα με υγεία κι αισιοδοξία!

Ψυχομάνη Βάσω

Αγάπη εναντίον κορονοϊού

«Δεν φοράς μάσκα, πας και πέφτεις και πάνω μου!»

Η αγανακτισμένη κυρία φώναξε στον περαστικό κι έκανε ελιγμό να τον αποφύγει. Φορούσε διπλή μάσκα μιας χρήσης, ενώ ο κύριος μία κατεβασμένη στο σαγόνι. Την κοίταξε με απορία και προχώρησε παρακάτω. Δύο άνθρωποι άγνωστοι απέκτησαν διαφορές και αρνητικά συναισθήματα ο ένας για τον άλλον πριν γνωριστούν.

Η κόρη της κυρίας Κατερίνας ήταν καλεσμένη την Κυριακή του Πάσχα στα πεθερικά της, όπου θα γνωρίζονταν για πρώτη φορά οι δύο οικογένειες κι η μητέρα της θα έβλεπε τον μελλοντικό της γαμπρό.

Προέβαλε ισχυρή αντίσταση γιατί φοβόταν τον συνωστισμό μετά την εμπειρία της με τον τρελό του δρόμου. Όμως υποσχέθηκε στην κόρη της ότι θα προσπαθήσει.

Ξεκίνησαν νωρίς με το αυτοκίνητο για ν’ απολαύσουν την ημέρα. Μοναδική προϋπόθεση ήταν η χρήση μάσκας όταν θα έμπαιναν στο σπίτι.

Πριν χτυπήσουν το κουδούνι, οι γυναίκες ανέβασαν τις μάσκες. Ο άντρας περίμενε εδώ κι ένα τέταρτο πίσω από την πόρτα. Άνοιξε αμέσως μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά. Είχε ξεχάσει τη μάσκα του από την αγωνία και την προσμονή.

Η κυρία Κατερίνα σάστισε... Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν και συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο αναιδής, απρόσεκτος νεαρός.

Η αγάπη για την κόρη της επρόκειτο να τους ενώσει και να νικήσει ακόμα και τον κορονοϊό.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο…

 


Ανθίμου Μαρία

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο

Ο χρόνος κάθεται ν’ αναπαυθεί

Ζωντανεύουν ήρωες και κομπάρσοι

Στήνεται θεατρική σκηνή, εναλλάσσονται εικόνες, άηχες λέξεις θορυβούν

Σαν ανοίξει ένα βιβλίο

Κολυμπούν οι σελίδες στο ποτάμι της γνώσης

Φτερουγίζει χαρά, δακρύζει το μάτι

Ανοίγει η ψυχή στο παράθυρο του Νέου Κόσμου

Όταν ανοίγεις ένα βιβλίο

Η ζωή καταγράφεται, η ζωή συνεχίζει

 

Γιώτη Σταυρούλα

Φτερά

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

απλώνεται η ησυχία,

απλώνεται η ειρήνη γύρω.

Και το φως δυναμώνει.

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

οι φυλακές μας μικραίνουν

Και τα κλειδιά παίζουν στα δάχτυλά μας

σαν πολύτιμο στολίδι.

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

τα μάτια των παιδιών,

σαν πυγολαμπίδες,

χορεύουν στον αέρα του δωματίου,

Και τα όνειρα συνεχίζουν

και στο ξύπνιο.

Κι αν φτάσει το βήμα

σε τοίχο ή σε γκρεμό,

σαν ανοίξει ένα βιβλίο,

ο νους βγάζει φτερά...

 

Λύχνου Πέπη

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

γλυκιά ευωδιά σού φέρνει αναμνήσεις από το μέλλον

σμιλεύοντας το παρελθόν.

Χαϊδεύεις το σκληρό εξώφυλλο

αγγίζεις τα όνειρα

προσέχοντας μην τα πληγώσεις

σαν πέταλα από τριαντάφυλλα.

Τα χρώματα τραβούν γραμμές και δίνουν σχήμα

στις σκέψεις, τους συλλογισμούς.

Κάποιες φορές οι σελίδες, καθώς γυρίζουν,

τροχίζουν εμμονές κι αγκυλώσεις.

Οι σειρές των γραμμάτων βάζουν σε τάξη

το συνονθύλευμα των αισθημάτων σου.

Το ακουμπάς στο πλάι,

νιώθεις τη ζεστασιά κορμιού

που υπάρχει για σένα.

Κάθε σελίδα και μια αφετηρία,

ρουφάς καθαρό αέρα,

κουράγιο για την ανηφόρα.

Αφήνει τη γεύση του στα χείλη σου

στον κόσμο, τον δικό σου!

 

Μουτάφη Καλλιόπη

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο, ένα ταξίδι ξεκινά.

Ταξίδι της ψυχής μαγευτικό...

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο

ένας Παράδεισος γεννιέται...

Και το μυαλό βρίσκει γαλήνη.

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

φως ιλαρό διαλύει τα σκοτάδια.

Αγκάλιασέ το, κρύψου μέσα του, μύρισέ το, απόλαυσέ το...

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

τότε ξέρεις πως ένας ακόμη λεύτερος γεννιιέται.

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο, να είσαι σίγουρος πως υπάρχει ακόμη ελπίδα...

 

Μπασούρης Κωνσταντίνος

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

ένας καινούργιος κόσμος ξεπροβάλλει,

περιμένει ν’ ανακαλυφθεί.

Μια νέα περιπλάνηση

ανάμεσα σε μύριες λέξεις,

δημιουργούνται εικόνες που ζωντανεύουν,

παίρνουν πνοή οι χαρακτήρες,

γινόμαστε κομμάτι της ιστορίας

μ’ έναν τρόπο μοναδικό,

πρωτόγνωρο, θαρρείς μαγικό.

Το ταξίδι στον χρόνο γίνεται πραγματικότητα.

Ταξίδι στο παρελθόν, σ' ένα άλλο παρόν,

ταξίδι στο μέλλον με πυξίδα το βιβλίο.

Η Επιστήμη συμπλέει με την Τέχνη,

η Ιστορία φανερώνεται διά της μυθοπλασίας.

Ένα βιβλίο γλυκαίνει την πικρή μοναξιά,

μαλακώνει τη βαριά σιωπή,

είναι συντροφιά στην απουσία.

Κι όταν κλείνει ένα βιβλίο,

δεν είμαστε ίδιοι

όπως στην αρχή του.

Ρώτησε κάποτε ένα παιδί:

«Μπορούν οι λέξεις να κάνουν μαγικά;»

Κι όμως... μπορούν...

 

Μπιτσάκου Τζωρτζίνα

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

προβάλει το σύμπαν σε μια σελίδα,

παρελθόν, παρόν και μέλλον χορεύουν μαζί,

ζωντανεύει η φαντασία,

θεριεύουν οι θύμησες,

οξύνονται οι αισθήσεις,

καλπάζει το μυαλό,

γλυκαίνει η καρδιά,

υγραίνονται τα μάτια,

γελούν τα χείλη,

ξεπηδούν οι ήρωες από τις σελίδες

και μπαίνουν στη ζωή μας,

γίνονται φίλοι κι εχθροί,

σύντροφοι κι εραστές,

στη μνήμη μας για πάντα χαραγμένοι.

 

Μπόικου Θεοδώρα

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

Ήρωες συναντιούνται στον χρυσό κύκλο της Ζωής,

συναισθήματα βράζουν, αναμοχλεύονται,

πρόσωπα όμορφα, ηλιόφεγγα, καθρέπτες είδωλα κατοπτρίζουν,

δύο σε ένα συνυπάρχουν στην κατοικία του Εγώ,

πρόσωπα σκιερά, σκοτεινά αναστατώνουν,

μυστικά βαθιά ανακατεύουν τους μύλους,

εικόνες φωτεινές με ήχους της μάνας Φύσης

ανταγωνίζονται τα μυστηριώδη δρομάκια

με τις ανήλιαγες γωνίες.

Ήρωες, χαρακτήρες, φόβοι ανεβοκατεβάζουν τα στήθη,

τυλίγονται και ταυτόχρονα ξετυλίγονται

για να σταθεί ολόρθη η Αγάπη, η Καλοσύνη, η Δικαίωση!

 

Νάνη Παρασκευή

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο

Χύνεται λίγο μπλε μέσα μου

Βρίσκουν θάλασσες να ταξιδέψουν

Πάνω σε λέξεις-σχεδίες

Όσα εντός μου κρυφά λιμνάζουν.

 

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο

Φυσάει λίγο αεράκι μέσα μου

Βρίσκουν ουρανό να πετάξουν

Πάνω σε λέξεις-σύννεφα

Όσα εντός μου υπήνεμα φωλιάζουν.

 

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο

Γεννιέται λίγη ελπίδα μέσα μου

Βρίσκουν δρόμους να πορευτούν

Πάνω σε λέξεις-γέφυρες

Όσα εντός μου ορίζοντα ζητάνε.

 

Οι λέξεις γίνονται αετοί

Ταξιδεύουν θύελλες και παραμύθια

Μπόρες και ξαστεριές

Σφιχταγκαλιάζονται οι λέξεις σε μια κατάσταση ελευθερίας

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο.

 

Νίκου Μαρία

Βιβλιοφάγοι ταξιδιώτες

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

κλείνουν τα μάτια

και διαβάζει η ψυχή.

Το μυαλό χάνεται.

Σ’ αλλοτινές εποχές

η μυρωδιά σε πάει.

Είναι οι σελίδες του διαβατήριο

σε μέρη απάτητα.

Είναι οι λέξεις του ναυτικά μίλια.

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

ανοίγουν οι ορίζοντες,

λάμπουν οι σκέψεις

φωτεινές,

ηλιόλουστες,

σαν μαγεμένες

στον αέρα πετούν.

Κι είναι η επόμενη σελίδα

ο λόγος να προχωρήσεις.

Να λαχταράς τη γεύση,

όσων ακόμα για σένα δεν γράφτηκαν.

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο,

ξεφυλλίζεις μια ζωή.

 

Ψυχομάνη Βάσω

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο κλείνουν τα μάτια

Ανοίγει η πόρτα της φαντασίας

Πρωτόγνωρο ταξίδι γεμάτο προσδοκία

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο ενεργοποιούνται οι αισθήσεις

Χαϊδεύεις τη ράχη

Ασύλληπτη ομορφιά με μυρωδιά απόκοσμη

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο πρέπει να παραδοθείς

Οδηγός στο ταξίδι ένας άγνωστος τύπος

Οι συστάσεις αργούν να γίνουν

Η συμπάθεια κερδίζεται

Όταν ανοίγει ένα βιβλίο μπορεί εύκολα να κλείσει

Σελίδες, εικόνες, συναισθήματα

Ενθουσιασμός στο ξεκίνημα

Στο τέλος χαρμολύπη

Και μετά;

Η συνέχεια στο επόμενο

 

 

 

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Η Αφροδίτη κι ο Απρίλης

 


Γεωργίου Σόφη

Ήταν Μάρτιος κι η Θεά Αφροδίτη περπατούσε στο δάσος, ανάμεσα σε ψηλά δένδρα και πανέμορφα λουλούδια. O ήλιος ήταν ευχάριστα ζεστός κι οι Νεράιδες πετούσαν γύρω της και γέμιζαν τον αέρα με ωραία χρώματα και τραγούδια. Η εικόνα ήταν θεσπέσια.

Κάτι όμως της προκαλούσε θλίψη κι αυτό ήταν ο θάνατος του Άδωνη που τόσο αγαπούσε. Της υποσχέθηκε ο Δίας ότι θα τον έστελνε τον Απρίλιο να περάσει λίγους μήνες μαζί της, μα η αναμονή ήταν δύσκολη.

Ξαφνικά μπροστά της εμφανίστηκε ένας σοφός. Η Θεά Αφροδίτη τον χαιρέτησε χωρίς ν’ αποκαλύψει την ταυτότητά της. Εκθείασε την ομορφιά της λέγοντας: «Είσαι τόσο όμορφη που κι εγώ ο γέροντας εντυπωσιάστηκα, αλλά φαίνεσαι θλιμμένη». Τότε εκείνη άνοιξε την καρδιά της. «Καλέ γέροντα, περιμένω τον αγαπητικό μου. Θα έλθει τον επόμενο μήνα, τον Απρίλη».

Ο σοφός άντρας χαμογέλασε και είπε «Παιδί μου, μάθε ότι η αναμονή είναι ο πιο γλυκός χρόνος, απόλαυσέ τον κι η αγάπη σου θα γίνει ακόμα πιο δυνατή». Στη συνέχεια απομακρύνθηκε. Η Αφροδίτη αναρωτήθηκε ποιος ήταν και πέρασε απ’ το μυαλό της μήπως ήταν ο Δίας ή κάποιος άλλος Θεός.

Όποιος και να ήταν, ζέστανε της καρδιά της. Ξεκίνησε να τραγουδά χαρούμενη και να σκορπά χρώματα στον αέρα όπως οι Νεράιδες της.

 

Καραμάνος Άγγελος

Γύριζα φορτωμένη απ’ το μανάβικο της γειτονιάς και σταμάτησα στην παραλία δίπλα από το σπίτι, πετώντας τα ψώνια στην άμμο. Διάλεξα αποφασιστικά ένα επίπεδο βότσαλο, ιδανικό να χωράει στη χούφτα για να έχω τον πλήρη έλεγχο και λύγισα τα γόνατα.

«Μάζα, επιτάχυνση, πίεση νερού» σκεφτόμουν συνέχεια την τέλεια εξίσωση. «Αν πετύχει, αυτήν τη φορά δεν θα φύγει» στοιχημάτισα. Κοίταξα πρώτα την πέτρα κι ύστερα την ήσυχη θάλασσα. Εκτοξεύτηκε κι άρχισε ν’ αναπηδά στην επιφάνεια του νερού. Μόνο δύο γκελ.

«Πρέπει να το πάρω απόφαση» η φωνή της συνείδησης.

Δεν είναι εύκολο ν’ αποδείξεις το όνομα που σου έχει δοθεί. Μεγάλωσα σ’ ένα μικρό νησί, όπως η Αφροδίτη αναδύθηκε από το κύμα, αλλά δεν μπορώ να τιθασεύσω μια πέτρα στον αφρό. Αντιθέτως, με τη στεριά, καμαρώνω πάντα τέτοια εποχή τον ολάνθιστο κήπο μου. Ο Απρίλιος είναι ο μήνας των λουλουδιών.

Η πρώτη μέρα του Απρίλη, βέβαια, εύχομαι να ήταν ένα ψέμα, όπως συνήθως τη γιορτάζουν. Όταν ο παιδικός μου έρωτας ανακοίνωσε πως θα πάει να πολεμήσει. Πέρασε νωρίτερα απ’ το σπίτι να με χαιρετήσει. Οπότε δεν μπορώ να συγκριθώ ούτε στον έρωτα με τη θεά.

Η ώρα που θ’ αναχωρούσε είχε σχεδόν φτάσει. Έτρεξα περνώντας τα μονοπάτια και στραβοπάτησα πολλές φορές. Διέσχισα μια πράσινη πλαγιά για να προλάβω να βρεθώ στο κεντρικό λιμάνι. Το καΐκι αναχωρούσε αλλά τον είχα ήδη εντοπίσει να παρατηρεί τη θάλασσα.

«Αν κοιτάξει τώρα προς στο μέρος μου, θα επιστρέψει σώος» ευχήθηκα κι όντως γύρισε.

Ο Απρίλιος είναι ο μήνας των λουλουδιών, αλλά ο Μάιος των ρόδων.

 

Λύχνου Πέπη

Αργά εκείνο το απριλιάτικο απόγευμα, αφού τέλειωσε με την κουζίνα κι άφησε τα δίδυμα στο φροντιστήριο, η Αφροδίτη κατέβηκε στην παραλία και ξεκούραζε το βλέμμα της στο ατέλειωτο του υγρού στοιχείου. Ήπιε μια γουλιά καφέ και το μυαλό της ταξίδεψε στα εφηβικά της καλοκαίρια και στον πρώτο της μεγάλο έρωτα, τον Απρίλη. Όνομα κι αυτό! Οι γονείς του ήταν Γάλλοι, λάτρεις της ελληνικής μυθολογίας. Στην αρχαιότητα ο Απρίλης ήταν αφιερωμένος στη Θεά Αφροδίτη, της είχαν πει ενθουσιασμένοι, όταν άκουσαν τ’ όνομά της.

Κι όντως της αφοσιώθηκε ο Απρίλης από το πρώτο εκείνο καλοκαίρι στα δεκατρία τους αλλά κι όλα τα καλοκαίρια που ακολούθησαν μέχρι που στα δεκαεπτά τους ήταν αχώριστοι. Σ’ αυτήν την παραλία θυμόταν το πρώτο τους χάδι, το πρώτο τους φιλί. Την κοίταζε στα μάτια κι έκαναν όνειρα. Τι αστεία παιδιαρίσματα, σκέφτηκε. Σάστισε κι η ίδια με τις αναμνήσεις της, ύστερα από τόσα χρόνια. Σχεδίαζαν, την επόμενη χρονιά που θα τέλειωνε το σχολείο, να τον ακολουθήσει στη Γαλλία για σπουδές. Μετά ήρθε η οικονομική κρίση, χάθηκε κι ο πατέρας κι η οικογένεια του Απρίλη δεν ξαναφάνηκε.

Βάδιζε δίπλα στο κύμα βρέχοντας τα πόδια στο κρύο νερό. Οι σκέψεις κι οι αναμνήσεις την οδήγησαν μέχρι τον φράχτη του ενοικιαζόμενου σπιτιού στην άλλη άκρη της παραλίας. Τα παραθυρόφυλλα ήταν ανοιχτά και δυο παιδάκια τσίριζαν τρέχοντας προς την αυλόπορτα.

«Attention» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

Σήκωσε το κεφάλι πάνω από τον φράχτη και τον είδε να βγαίνει από το σπίτι φορώντας ψάθινο καπέλο, χαμογελαστός, όπως τότε. Ο δικός της Απρίλης!

 

Μπιτσάκου Τζωρτζίνα

Η Αφροδίτη ήταν ανέκαθεν πανέμορφη. Γοήτευε άντρες και γυναίκες. Είχε όμως κι η ομορφιά τις δυσκολίες της, την είχε κάνει απρόσιτη. Όχι από δική της επιλογή, αλλά επειδή όλοι οι θνητοί ένιωθαν αμήχανα να πλησιάσουν μια τόσο όμορφη κοπέλα. Έτσι, κάθε φορά που κατέβαινε από τον Όλυμπο, έκανε μόνη της περίπατο στη φύση. Το αγαπημένο της μέρος ήταν ένα δάσος με μια μικρή λίμνη στη μέση. Συνήθως καθόταν στην όχθη της λίμνης και ρέμβαζε. Καμιά φορά τολμούσε να βγάλει τα ρούχα της και να βουτήξει γυμνή στα ήρεμα βαθιά πράσινα νερά.

Μια απ’ αυτές τις φορές, πρώτη μέρα του Απρίλη, τον είδε να την κοιτάζει, κρυμμένος πίσω από τον κορμό μιας βελανιδιάς. Ήταν ένα ψηλό, καλοφτιαγμένο αγόρι, με ευγενική και γελαστή όψη. Τα μαλλιά του είχαν το ίδιο καστανοκόκκινο χρώμα με τα δικά της. Βγήκε από το νερό και φόρεσε τα ρούχα της. Το αγόρι την πλησίασε δειλά. Δεν το φοβήθηκε καθόλου, είχε κι αυτή περιέργεια να το γνωρίσει. Κάθισε δίπλα της κι άρχισαν να μιλάνε για το δάσος, τα δέντρα, τα πουλιά, τη βροχή, τα χρώματα τ’ ουρανού, το ουράνιο τόξο, τα ποτάμια και τις λίμνες. Ήταν τόσο ωραία, που κανόνισαν να συναντηθούν και την επόμενη, και ξανά και ξανά. Της είπε πως υπάρχει κι ένα μέρος με όμορφα γαλάζια νερά που λέγεται θάλασσα. Η Αφροδίτη δεν μπορούσε να πάει να το δει, της το είχε απαγορεύσει ο Δίας και στεναχωριόταν. Το αγόρι υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε αυτός το επόμενο πρωί και θα της έφερνε λίγο από το αλμυρό νερό και λίγη από τη χρυσή άμμο που εκείνη δεν είχε ξαναδεί. Κι έτσι θα μπορούσε να δει το μέρος με τα μάτια της ψυχής της. Πολύ χάρηκε η Αφροδίτη και φίλησε το αγόρι, ήταν ο μονάκριβος φίλος της. Εκείνο κατακοκκίνισε κι ανταπέδωσε το φιλί∙ ήταν η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει ποτέ, η καρδιά του χτυπούσε γοργά κάθε φορά που την κοιτούσε.

Την επόμενη μέρα τον περίμενε πολλή ώρα αλλά δεν εμφανίστηκε. Το ίδιο και κάθε μέρα για μια βδομάδα. Είχε εξαφανιστεί. Δεν μπορούσε να τον αναζητήσει, δεν ήξερε που έμενε, δεν γνώριζε καν τ’ όνομά του. Ώσπου κρυφάκουσε στον Όλυμπο ότι ο φίλος της πνίγηκε στη θάλασσα, όταν πήγε να της φέρει νερό. Ο Δίας είχε προκαλέσει κύματα τεράστια, οργισμένος που το αγόρι είχε τολμήσει να φιλήσει την κόρη του. Στεναχωρήθηκε αφάνταστα η Αφροδίτη, έκλαιγε ασταμάτητα για τον χαμό του. Όταν σταμάτησε να κλαίει, αποφάσισε να κάνει τον Απρίλιο τον αγαπημένο της μήνα. Ο Δίας, που της είχε αδυναμία κι ένιωθε λίγες τύψεις χωρίς να το παραδέχεται, της τον αφιέρωσε.

 

Νίκου Μαρία

Μια αγκαλιά φέρνει την Άνοιξη

Εκείνη τη χρονιά ο Ήλιος δεν είχε ξεπροβάλλει καθόλου. Οι άνθρωποι στη Γη, μπαϊλντισμένοι απ’ την κακοκαιρία, δεν χαμογελούσαν πια, μονάχα τρώγονταν μεταξύ τους με το παραμικρό. Στον Όλυμπο οι θεοί έψαχναν λύση.

«Δεν ξέρω πια. Του 'στειλα την Αθηνά, να χαρίσει την ελιά της. Μετά πήγε ο Ερμής, να Του μηνύσει τα τάματα των ανθρώπων, μήπως τους λυπηθεί. Του 'στειλα ως και τον Άρη, για πόλεμο» έλεγε ο Δίας.

Η Ήρα, τότε, πρότεινε κάτι.

«Να στείλουμε την Αφροδίτη να Τον σαγηνέψει».

Νύχτωνε η τελευταία μέρα του Μάρτη, όταν η πεντάμορφη θεά έφτασε στον Ήλιο.

«Ήλιε μου, γύρνα να σε δω» φώναξε η γλυκομίλητη κοπέλα.

Γυρίζει ο Ήλιος και σαστίζει στην όψη της! Τέτοια ομορφιά δεν είχε ξαναδεί. Άρχισε να κλαίει.

«Γιατί κλαις;» τον ρώτησε.

«Δεν είμαι θυμωμένος, όπως νομίζετε. Μονάχα λυπημένος. Θέλω να φέξω για τους ανθρώπους, μα δίχως να χαμογελώ δεν λάμπω».

«Γιατί είσαι λυπημένος;»

«Επειδή είμαι μόνος. Ποτέ δεν έχω νιώσει μια αγκαλιά!»

Η Αφροδίτη άπλωσε τα χέρια να τον αγκαλιάσει.

«Μη!» της φώναξε. «Θα κάψεις τ’ απαλό σου δέρμα».

Εκείνη δεν Τον άκουσε και Τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Ο Ήλιος την ερωτεύτηκε και, για να μην την κάψει, την έβαλε αμέσως στη δροσερή ψυχή του.

Εκείνο το Πρωταπριλιάτικο ξημέρωμα, καθώς η ψυχή του έσφυζε από Έρωτα, ο Ήλιος χαμογέλασε τόσο πλατιά που άνθισε όλη η πλάση.

Έκτοτε, κάθε Απρίλη, λάμπει όσο ποτέ άλλοτε για να τιμήσει τον έρωτα του στη θεά που κρύβει μέσα του.

 

Χρυσοπούλου Βέτα

Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς

Οι θεοί του Ολύμπου ήθελαν να κάνουν ένα όμορφο δώρο στην πανέμορφη Αφροδίτη. Μα τι δώρο θα μπορούσε να είναι αντάξιο της τόσης ομορφιάς της;

«Να της αφιερώσουμε μια τριανταφυλλιά» έλεγε η θεά Αθηνά.

«Ένα δελφίνι» πρότεινε ο Ποσειδώνας.

«Ένα δάσος γεμάτο με άνθη λεμονιάς» είπε ο Ερμής.

«Με τουλίπες» πετάχτηκε κάποιος άλλος.

«Με παπαρούνες» ακούστηκε μια φωνή απ’ το βάθος των συγκεντρωμένων.

Ο Δίας πρότεινε να ρωτήσουν και τη γνώμη των ανθρώπων.

Οι άνθρωποι άρχισαν να κάνουν θυσίες μικρά αρνάκια και να στέλνουν έτσι τα μηνύματά τους.

Κάθε μικρό προβατάκι κι ένα μήνυμα στους θεούς.

Τουλίπες, τριανταφυλλιές, άνθη λεμονιάς, ροδακινιάς ,αμυγδαλιάς, πράσινα λιβάδια, γάργαρα νερά στις πηγές, ήταν τα προτεινόμενα δώρα της πλειοψηφίας των ανθρώπων.

Ο Δίας συγκινήθηκε απ’ τις τόσες θυσίες των μικρών άσπρων αρνιών, έλαβε σοβαρά υπόψιν του τις γνώμες των ανθρώπων που, κατά σύμπτωση θαρρείς, συμφωνούσαν με τις προτάσεις των θεών.

Ανακοίνωσε στους θεούς τι ψήφισαν οι άνθρωποι και ρώτησε τι να της χαρίσουν τελικά.

Να είναι τριανταφυλλιά ή καλύτερα άνθη λεμονιάς ή παπαρούνες ή καταπράσινα λιβάδια;

Πάλι άρχισαν να το σκέπτονται, δεν ήξεραν σε τι να καταλήξουν. Όλα έμοιαζαν το ίδιο υπέροχα.

Όχι, ήταν αδύνατο ν’ αποφασίσουν.

Η συνεδρίαση επαναλήφθηκε μετά από μια βδομάδα κι ο προβληματισμός πλανιόταν στην όλη ατμόσφαιρα.

Τότε η θεά της σοφίας Αθηνά πήρε στην αρχή δειλά τον λόγο και κατόπιν φώναξε με σιγουριά:

«Την Ανοιξη θα της δωρίσουμε. Όλ’ αυτά τα υπέροχα δώρα βρίσκονται μέσα της!»

Όλοι άρχισαν να χειροκροτούν με ανακούφιση, χαρούμενοι που βρήκαν επιτέλους το κατάλληλο δώρο.

Γύρισαν και κοίταξαν με μεγάλο θαυμασμό τη θεά για τη σκέψη της.

Κι έτσι ο όμορφος Απρίλης έγινε το δώρο των θεών και των ανθρώπων στην πανέμορφη Αφροδίτη!

 

Ψυχομάνη Βάσω

Η μικρή Αφροδίτη παρατηρούσε τα κύματα που έσκαγαν στην ακροθαλασσιά. Καθόταν στην άμμο με τα χέρια βυθισμένα μέχρι τους καρπούς. Ένιωθε σαν θεά ενός βιβλίου που αποκτούσε δυνάμεις αντλώντας από τη γη.

Όταν έφτασε νωρίτερα στην παραλία, ο ήλιος έκαιγε το δέρμα της από το κέντρο του ουρανού. Όμως τώρα τη χαιρετούσε με ωραία χρώματα. Πορτοκαλοκόκκινα στην αρχή και μετά μοβ-ροζ.

Μάζεψε αργά την ψάθα της μαμάς της και τα κοκκάλινα γυαλιά που την προστάτευσαν από τον ήλιο. Αυτά χρειάστηκε όλα κι όλα στην εξόρμησή της.

Στον γυρισμό μετρούσε τραγουδώντας, όπως πάντα, τις πατούσες που σχηματίστηκαν στην άμμο πριν τις πάρει το κύμα.

Μία, δύο, τρεις... επτά.

«Αυτή δεν μου φαίνεται ανθρώπινη» σκέφτηκε.

Δύο μικρές πατούσες παράλληλα σε δύο άλλες, που κατέληγαν μέσα στη θάλασσα. Παράξενο. Όταν εστίασε καλύτερα στο μισοσκόταδο, είδε το σκυλάκι που λαχάνιαζε παλεύοντας με τους αφρούς. Χωρίς να το σκεφτεί, πέταξε τα πράγματά της και ρίχτηκε στο νερό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μ’ ένα μακροβούτι τον έπιασε στην αγκαλιά της.

«Πώς βρέθηκες εδώ, μικρούλη;»

Λίγα λεπτά αργότερα η μητέρα της, που άνοιξε την πόρτα, σάστισε. Στην ψάθα της ήταν τυλιγμένο ένα τετράποδο κι η κόρη της ήταν βρεγμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

«Μαμά, είναι πολύ τυχερός που τον βρήκα. Θα τον φωνάζω Απρίλιο. Δες τα μάτια του που γυαλίζουν σαν διαμάντια!»

Παρά τις αντιδράσεις των γονιών της, ο Απρίλιος έμεινε με τη γυναίκα που τον έσωσε, ώσπου μεγάλωσαν κι οι δύο. Φίλος πραγματικός σε όμορφες και δύσκολες στιγμές, ακολουθούσε την Αφροδίτη με αγάπη.

Μεγάλη Πέμπτη (τρίστιχα)

  Γιαμουρίδου Κική Μυστικός Δείπνος Αγκάθινο στεφάνι Κόκκινα αυγά   Γκιντίδου Δήμητρα Σκύβεις στα πόδια ευλαβικά τα πλένεις ...