Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι


Ήταν Ιούλης του 1997. Μπροστά στη βιτρίνα με τα παγωτά ο Νικηφόρος δυσκολευόταν να διαλέξει ποιο θέλει. Σφιχτά μέσα στη χούφτα του κρατούσε τα χρήματα που του είχε δώσει η μαμά του με τη γλυκιά προειδοποίηση να μην τα χάσει. 

«Τι θα ήθελες, γλυκέ μου;» τον ρωτά η κυρία Ροδούλα, η ιδιοκτήτρια του συνοικιακού παγωτοπωλείου. Ο Νικηφόρος ακόμα αναποφάσιστος, σηκώνει το κεφάλι να την κοιτάξει. 

«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά, νομίζω, θα ήθελα φράουλα και σοκολάτα, δύο μπάλες!» 

«Αν θέλεις να το σκεφτείς λίγο ακόμα, υπάρχει χρόνος, πουλάκι μου! Προτιμάς χωνάκι ή κυπελάκι;»

«Χωνάκι!» είπε αποφασιστικά ο μικρούλης.

Βγαίνοντας από το μαγαζί όμως, ο Νικηφόρος γλιστρά και πέφτει  απ’ το τελευταίο σκαλοπάτι χωρίς ευτυχώς να πάθει το παραμικρό. Αλλά τι κρίμα! Η μπάλα παγωτό φράουλα κείτεται στο πλακάκι του πεζοδρομίου. Τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα...

«Αν θες μοιραζόμαστε το δικό μου παγωτό φράουλα!» ακούει ξαφνικά μια φωνή δίπλα του. Είναι ο Κυριάκος, το γειτονάκι του. Ο Νικηφόρος σκουπίζει τάχα ανέμελα τα μάτια του και γνέφει θετικά στον φίλο του. Τώρα οι δυο τους καθισμένοι στο πιο σκιερό παγκάκι του πάρκου τρώνε και συζητάνε.

«Ποια είναι η πιο αγαπημένη σου εποχή;» ρωτά ο Κυριάκος. «Εμένα το καλοκαίρι! Θάλασσα, παγωτά, κλειστά σχολεία... τι άλλο να θέλει κανείς;» συνέχισε με έκδηλο ενθουσιασμό στη φωνή του. 

Ο Νικηφόρος σταματά ξαφνικά να τρώει. Τα μάτια του πάλι γεμίζουν δάκρυα. Ο Κυριάκος διστάζει λίγο, σαν να καταλαβαίνει ότι έκανε λάθος σε κάτι -σε τι όμως;

«Η μαμά μου λέει ότι, καμιά φορά, αυτό που σε γεμίζει χαρά, μπορεί ταυτόχρονα να σε γεμίζει και θλίψη» λέει αινιγματικά ο Νικηφόρος. Στο μυαλό του ήδη παίζει ξανά και ξανά η ίδια σκηνή. Ο μπαμπάς του να σκύβει να του δώσει ένα φιλί καθώς αυτός πέφτει για ύπνο και να του ψιθυρίζει γλυκά «Είσαι το καλοκαίρι μου!» ...Αλλά το χειλάκι του που τρέμει, δεν τον αφήνει να τα εξηγήσει όλα αυτά στον φίλο του. 

«Εμένα η μαμά μου λέει ότι μπορεί να μην μπορώ να λύσω όλα τα προβλήματα κάποιου, αλλά μπορώ να κάτσω δίπλα του για όσο με χρειάζεται.» 

Σιγά σιγά άρχισε να σουρουπώνει. 

Σοφία Ευθαλίδου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αλάτι

 

 

 

 



Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

Αν το Καλοκαίρι μάς μιλούσε…

 


«L’ été indien. Αυτό το καλοκαίρι, λοιπόν, δεν το καταλαβαίνω.»

«Συνάδελφε Γάλλε, γιατί; Μπαίνεις στον Οκτώβρη και χαλάς τα πάντα. Οι άνθρωποι ξαναφορούν τα κοντομάνικα και ζαλισμένοι ρίχνονται στα παγκάκια του άλσους. Εσείς οι Γάλλοι όμως, πέρα απ’ αυτό, αράζετε στις ξαπλώστρες, στις όχθες του Σηκουάνα και ρουφάτε τον ήλιο. Πασαλείβεστε με αντηλιακό και οραματίζεστε το μεσογειακό καλοκαίρι, το ξαδελφάκι μου. Έχουμε ίδια χούγια. Στις παραλίες μου πολλοί θάβουν τις γόπες τους κρυφά, λοξοκοιτάζοντας τον διπλανό τους. Τα παιδάκια, τα αγαπημένα λουλούδια μου, ανακατεύουν την άμμο μου και φτιάχνουν πύργους με βότσαλα στα καλντερίμια. Οι πόλεις -και δη η Αθήνα- μένουν μόνες τους, ιδίως τον Αύγουστο. Τότε ανασαίνουν τα κράσπεδα, τα πεζοδρόμια και οι πλάνητες άστεγοι. Κοιμούνται πιο ήσυχοι και ασφαλείς από τα αρπακτικά βλέμματα. Τα λυπημένα σκυλιά του δρόμου κρύβουν το βλέμμα τους ανάμεσα στα πόδια τους. Το φεγγάρι φωτίζει τα μπαλκόνια και τους μοναχικούς στο λιτό δείπνο τους. Ο Θεός τούς προσέχει από ψηλά. Αγωνιά για να είμαι ήρεμος, χωρίς εντάσεις και φλογοβόλες θερμοκρασίες. Δακρύζω με μαύρα δάκρυα από τους καπνούς των πυρκαγιών. Ποτέ μου δεν το επιδίωξα. Λαχταρώ τις εποχές που η δροσιά των ανέμων μου ήταν θεραπευτική και όχι θανάσιμα απειλητική. Ντρέπομαι για τα θύματα, μπορώ μόνο εγώ να ζητήσω συγγνώμη; Είμαι πράσινα αισιόδοξο, αλλιώς θα σβήσω τα φώτα μου και θα ζήσω στη μαύρη νύχτα. Όμως ένα παιδί με κουβαδάκια και φτυάρι στην ακροθαλασσιά αναζωογονεί  την ύπαρξή μου. Έστω και για ένα παιδί αξίζει να συνεχίσω να υπάρχω.»

Μυρσίνη Καλογεροπούλου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αλάτι

 

Τότε στη Σύμη

 


Τον είχε βαφτίσει Καλοκαίρι, γιατί Ιούλιος ήταν τότε που γνωρίστηκαν. Μέσα καλοκαιριού ήταν τότε που έγινε ο ήλιος της.

«Μα γιατί με λες ήλιο;» της είπε χαμογελώντας, μα αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια. Αυτό το σμαραγδένιο χρώμα των ματιών της τον ζάλιζε κάθε φορά που την κοιτούσε.

«Γιατί φωτίζεις την ψυχή μου, γι’ αυτό!» απάντησε και του έσκασε ένα φιλί.

Αυτός ο άνδρας ήταν το καλοκαίρι της.

«Όλο το νησί ένα βότσαλο στα πόδια σου…» της τραγουδούσε και χόρευαν αγκαλιασμένοι. Ζαλισμένοι παραδίνονταν σ’ έναν ασταμάτητο χορό μόνο για δυο… Γι’ αυτούς τους δυο.

Όλα τα καλοκαίρια τα περνούσαν στο νησί που ερωτεύθηκαν, τη Σύμη. Κάθε καλοκαίρι αφιέρωναν ένα μέρος των διακοπών τους και εκεί, σ’ αυτό το μαγευτικό μέρος.

«Ο ήλιος μου σ’ ένα νησί λουσμένο απ’ το φως» έλεγε κι έπαιρνε αγκαλιά τον ήλιο της, το καλοκαίρι της. Το δικό της καλοκαίρι ήταν ο άνδρας που αγαπούσε. Είχε κάτι από το άρωμά του, κάτι από τη ματιά του, κάτι από το χαμόγελό του. Το καλοκαίρι ήταν ολόκληρο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Καλοκαίρι έγινε κι ο γάμος τους και στήθηκε ένα γλέντι που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί το νησί.

«Καλοκαίρι σε γνώρισα, καλοκαίρι σε ερωτεύθηκα, το καλοκαίρι μου έγινες και επίσημα πια!» είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά, αφήνοντας δυο δάκρυα χαράς να τρέξουν απ’ τα μάτια της.

Σοφία Μπαλάσκα

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αλάτι

 

Μεγάλη Πέμπτη (τρίστιχα)

  Γιαμουρίδου Κική Μυστικός Δείπνος Αγκάθινο στεφάνι Κόκκινα αυγά   Γκιντίδου Δήμητρα Σκύβεις στα πόδια ευλαβικά τα πλένεις ...