Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μία παπαρούνα…

 


Νίκου Μαρία

Οι ρίζες

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια παπαρούνα που μεγάλωνε στην άκρη του δρόμου. Πίσω της εκτεινόταν ένα λιβάδι γεμάτο παπαρούνες. Τ' όνομά της ήταν Πορφύρα και ζήλευε σαν τρελή που έβλεπε τις άλλες ν' ανθίζουν όλες μαζί κάθε καλοκαίρι. «Μαμά, πότε θα μπορέσω να πάω στο λιβάδι;» ρωτούσε συνέχεια. «Εδώ ρίζωσαν οι σπόροι μας, εδώ είναι γραφτό να ζήσουμε» απαντούσε εκείνη.

Μια νύχτα, καθώς κοιμόταν από νωρίς -δεν είχε διάθεση να παίζει πάλι μόνη- εμφανίστηκε μπροστά της η γιαγιά Πορφύρα, που 'χε μαραθεί πριν χρόνια.

«Ήρθα να σε βοηθήσω να κάνεις πραγματικότητα τ' όνειρό σου.»

«Δηλαδή, γιαγιά, ξέρεις πως θα πάω στο λιβάδι;»

«Κι η μαμά σου ξέρει, μα φοβάται πως θα ξεχάσεις που 'ναι οι ρίζες σου. Λοιπόν, μια μέρα που θα φυσήξει, τέντωσε το κλωνάρι σου και να δεις για πότε θα βρεθείς εκεί. Μονάχα μην ξεχάσεις τις ρίζες!»

Το επόμενο μεσημέρι φύσηξε αγέρας δυνατός και ξεκίνησε το ταξίδι της για το λιβάδι, χαρούμενη που θα γνώριζε νέα μέρη, θα έπιανε φιλίες.

Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς. Άρχισε, λοιπόν, να σκορπάει πίσω της έναένα τα πέταλά της, μη χάσει τον δρόμο του γυρισμού. Στο λιβάδι, απογυμνωμένη πια, γνώρισε πολλές παπαρούνες κι άρχισαν τα παιχνίδια. Τη νύχτα, όμως, κρύωσε. Κίνησε, έτσι, να μαζέψει τα πέταλά της. Όταν πια έφτασε στις ρίζες της, είχε ζεσταθεί για τα καλά.

Παραδίπλα αντίκρυσε ανήσυχη τη μαμά της. Η Πορφύρα, που κατάλαβε το γιατί, ψιθύρισε γλυκά: «Πάντα θα γυρίζω, μαμά, γιατί στις ρίζες μου βρίσκω ζεστασιά».

Πρασίνου Νεκταρία

Φτερά και πέταλα

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια παπαρούνα. Τ' όνομά της ήταν Πόπη και είχε φυτρώσει σε μια πλαγιά με ανεμόμυλους. Της άρεσε να ξυπνάει το χάραμα, για να χαιρετήσει τον συνάδελφό της, τον πορτοκαλοκόκκινο ήλιο, να πιάνει κουβέντα με τους περαστικούς και να χορεύει με τις φίλες της, τις παπαρούνες, όταν τις γαργαλούσε ο Βοριάς. Ένα πρωί, ενώ λιαζόταν και λικνιζόταν ανέμελη, ένα πουλί ξενομερίτικο, με μπόλικο θράσος, γέλασε και της είπε: «Γιατί είσαι τόσο χαρούμενη; Αντί για φτερά, εσύ έχεις ρίζες και εκτός απ' αυτήν εδώ την πλαγιά, δεν θα δεις τίποτ' άλλο στη ζωή σου!» Η Πόπη φώναξε πιο κόκκινη: «Να μη σε νοιάζει, φαφλατά!» Το πουλί έφυγε γελώντας, εκείνη όμως κατέβασε τα πέταλα και δεν μίλησε ξανά. Είχε περάσει καιρός, ούτε ένα χάραμα δεν χαιρέτησε τον ήλιο, μόνο κοίταζε τις ρίζες της, με κατεβασμένα πέταλα, ώσπου αυτά άρχισαν σιγά σιγά να πέφτουν. Ένα πρωί λοιπόν, ο Ήλιος τής είπε: «Ξέρεις, συνάντησα εκείνο το ξενομερίτικο πουλί».

«Δώσε μου μια ακτίνα σου, να λάμπω σαν εσένα» μου είπε.

«Θα πρέπει όμως να ταξιδεύεις γύρω από τη γη χωρίς σταματημό κανένα. Το θες;»

«Καλύτερος από μένα είσαι και μπορείς;»

«Εγώ το θέλω. Εσύ;»

«Θέλω να λάμπω, δώσε μου μια ακτίνα».

«Και του την έδωσα. Δεν πέρασε πολύς καιρός, μα σήμερα, κατακουρασμένο και με τσουρουφλισμένα φτερά, με παρακάλεσε να την πάρω πίσω. Καλή σου μέρα, τσαχπίνα».

Μονομιάς ανασήκωσε τα δύο βελούδινα πέταλα που της είχαν απομείνει και γέλασε…

Ράικου Καλλιόπη

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια παπαρούνα. Τ' όνομά της ήταν Δήμητρα. Δεν ήταν μέσα σε σιτηρά αυτήν τη φορά. Ευτυχώς! Συνήθως, όταν τύχαινε να γεννηθεί κάποια άνοιξη σε καλλιεργημένους αγρούς, άκουγε να τη φωνάζουν ζιζάνιο. Αυτή τη φορά ήταν σε διαφορετική θέση. Ήταν σ’ έναν πεζόδρομο μιας μεγάλης πόλης. Στο ατελείωτο τσιμέντωμα είχε μείνει λίγος χώρος. Εκεί λοιπόν, ανάμεσα σε δύο παγκάκια, ήταν η Δήμητρα και δίπλα της ήταν κι η Σωτηρία, το Χρυσαλιφούρφουρο. Καλή παρέα έκαναν. Κοιτούσαν τον κόσμο να περνάει βιαστικός. Φώναζαν, πετούσαν σκουπιδάκια και βάδιζαν χωρίς να κοιτούν τίποτα γύρω τους. Ούτε κάτω. Ούτε πάνω. Μόνο φώναζαν. «Καλύτερα στους αγρούς, να μας κόβουν και να μας λένε ζιζάνια παρά τέτοια αδιαφορία» σκέφτηκαν. Σηκώνοντας όμως το κεφάλι τους είδαν δύο διαφορετικά παπούτσια. Ένα μαύρο κι ένα μπλε. Μέσα στα παπούτσια ήταν μια γυναίκα που καθόταν στο παγκάκι ήσυχη. Τι βλέμμα της ήταν χαμένο. Τα μάτια της πρησμένα. Σήκωνε τα χέρια της και κάλυπτε τ' αυτιά της κάθε φορά που άκουγε ανθρώπους να περνάν. Κάπου κάπου αναστέναζε και κατάπινε μια ξερή πίκρα κουνώντας τον λαιμό της για να κατέβει.

Τότε η Δήμητρα κούνησε τη Σωτηρία και μια άσπρη φουντίτσα πέταξε προς το μέρος της γυναίκας. Μπροστά της. Με δύναμη. Με αυτοπεποίθηση. Με χάρη. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ασημένιο χορό της κόρης της Σωτηρίας. Έκανε κύκλους γύρω της κι ανέβαινε με καμάρι. Η γυναίκα έπιασε την κοιλιά της. Ξανακοίταξε τη φουντίτσα που χόρευε γύρω της. Η γυναίκα αγκάλιασε την κοιλιά της. Αγκάλιασε τους ώμους της. Έσκυψε και είδε τη μαμά Σωτηρία. Μετά κοίταξε τη Δήμητρα. Τα μάτια της έλαμψαν. Έβαλε το πρόσωπό της κοντά στο πορφυρό. Ηρεμία και χρώμα γέμισαν το γκρίζο. Αγκάλιασε την κοιλιά της, τους ώμους της, αυτήν. Πόππυ θα την έλεγε γιατί το αποφάσισε!

Σιδηρά Μιχαέλα

Χιμά: Μια αλλιώτικη παπαρούνα

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια παπαρούνα. Τ' όνομά της ήταν Χιμά. Είχε φυτρώσει ψηλά, πολύ ψηλά, σχεδόν στην κορυφή ενός Ασιατικού βουνού και ήταν παντελώς μόνη. Καμιά άλλη παπαρούνα δεν ζούσε εκεί κοντά. Από εκεί που ήταν μπορούσε να δει πολύ μακριά, πολύ πέρα από τους πρόποδες του βουνού. Όλη μέρα, λοιπόν, έβλεπε μια κόκκινη θάλασσα από όμορφες παπαρούνες να χορεύουν στον άνεμο και να γελούν όλες μαζί, χαμηλά, πλάι στο ποτάμι. Η Χιμά ένιωθε τόσο μόνη.

Μια μέρα που ο κρύος άνεμος φύσηξε πολύ δυνατά, ένα της πέταλο παρασύρθηκε και σηκώθηκε ψηλά στον αέρα. Η Χιμά σήκωσε το βλέμμα της και τι να δει! Το πέταλό της ήταν μπλε! Έκπληκτη κοίταξε τις άλλες παπαρούνες. «Μα, γιατί εγώ είμαι μπλε κι αυτές είναι κόκκινες;», αναρωτήθηκε σαστισμένη. «Έχει το χρώμα μου κάποια σχέση με το ότι ζω μόνη εδώ ψηλά;». Πριν καλά καλά προλάβει να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της ακούστηκαν βήματα. Δυο ορειβάτες είχαν ανέβει στο βουνό. «Δες!» ακούστηκε μια αντρική φωνή. Η Χιμά μπερδεμένη και φοβισμένη, μια και δεν είχε περάσει άλλη φορά κανείς από εκεί, κοίταξε διστακτικά. Οι δύο άντρες την πλησίασαν κι έσκυψαν μπροστά της.

«Απίστευτο... Μια μπλε παπαρούνα! Είναι σπάνιο να βρει κανείς μια μπλε παπαρούνα, ακόμη κι εδώ που το υψόμετρο είναι μεγάλο και κατάλληλο για την άνθισή τους. Ξέρεις, οι μπλε παπαρούνες είναι τόσο δυνατές που μπορούν να επιβιώσουν ακόμη και σε συνθήκες παγετού!» είπε ο ένας από τους δύο. «Φοβερό! Οι μπλε παπαρούνες είναι σπάνιες, όμορφες και δυνατές! Είμαστε πολύ τυχεροί! Θα τη βγάλω μια φωτογραφία» είπε ο άλλος. Η Χιμά ένιωσε τόσο μοναδική! Φόρεσε το πιο όμορφο χαμόγελό της για τη φωτογραφία. Μέσα από τα λόγια των δυο ανθρώπων κατάλαβε ποια είναι, γνώρισε και αγάπησε τον εαυτό της. Τώρα πια, κάθε μέρα που περνά, απολαμβάνει την ωραία θέα που έχει από εκεί ψηλά και αισθάνεται τυχερή για το ποσό ξεχωριστή και ιδιαίτερη είναι!

Φλογερά Ελένη

Μια φορά και ένα καιρό ζούσε μία παπαρούνα. Τ' όνομά της ήταν Αλίκη, σαν το άλικο χρώμα της.

Γεννήθηκε σε μια πλαγιά. Μπροστά της απλωνόταν ένας τεράστιος κάμπος. Από μπουμπούκι ακόμα βιαζόταν ν' ανοίξει τα πέταλά της και ν' αντικρύσει την πλάση.

Οι άλλες παπαρούνες που ήταν εκεί γύρω, της έλεγαν πως δεν έπρεπε να βιαστεί, γιατί μετά οι μέρες της θα ήταν μετρημένες. «Δεν ζούμε πολύ» της έλεγαν.

Αυτή όμως δεν άκουγε κι ένα πρωινό τεντώθηκε κι άπλωσε τα κατακόκκινα πέταλά της. Η ομορφιά της επισκίασε όλες τις υπόλοιπες.

Αμέσως έκανε φίλες τις πεταλούδες και τις μέλισσες και γελούσε καθώς την γαργαλούσαν για να πάρουν τη γύρη της.

Κάποια μέρα  ήρθε και κάθισε δίπλα της ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Άκουσε τα λόγια αγάπης που αντάλλασσαν και τους όρκους αιώνιας πίστης που έδιναν.

Πόσο θα ήθελε κι αυτή να ζούσε αιώνια.

Εκείνη τη στιγμή το αγόρι έσκυψε, την έκοψε, την πρόσφερε στην κοπέλα και της είπε πως η αγάπη του για κείνη μοιάζει σαν την κατακόκκινη παπαρούνα. Η κοπέλα την πήρε και την άγγιξε με τα χείλη της.

«Τι όμορφη που είναι! Η παπαρούνα συμβολίζει την πίστη και την αφοσίωση μεταξύ των εραστών, αυτό τουλάχιστον πιστεύουν στην Κίνα και ξέρω πού είναι η θέση της. Θα τη βάλω ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου που διαβάζω. Το έχω δανειστεί από τη δημόσια βιβλιοθήκη και εξυμνεί ένα μεγάλο έρωτα».

Από εκείνη τη μέρα η παπαρούνα μας ζει ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου και, κάθε φορά που το βιβλίο αλλάζει χέρια, νιώθει τα χάδια των εκάστοτε αναγνωστών.

Χρυσοπούλου Βέτα

Μια φορά και ένα καιρό ζούσε μια παπαρούνα στην κορυφή μιας μεγάλης πέτρας επάνω σ’ έναν μικρό χωματόδρομο. Μάγια ήταν τ' όνομα της.

Παραπέρα το καταπράσινο λιβάδι ήταν γεμάτο με πολλές όμορφες παπαρούνες που μεγάλωναν ευτυχισμένες παρέα με αλλά αγριολούλουδα.

Πόσο ήθελε να ήταν κι αυτή μαζί τους, να μιλούσαν, να είχε έστω μια φίλη.

Η πέτρα την έβλεπε να στενοχωριέται και ήθελε να τη βοηθήσει, αλλά τι μπορούσε να κάνει; Ευχόταν μόνο να φυτρώσει επάνω της ακόμα μια.

Εκείνη τη νύχτα ο αέρας κι η βροχή ήταν δυνατά. Η πέτρα έπιασε επάνω της αρκετή λάσπη και σε λίγες εβδομάδες να σου ξεπρόβαλαν δύο μικρούλες πανέμορφες παπαρούνες!

Η Μάγια ήταν όλο χαρά.

Μαζί έβλεπαν τον ήλιο, τους περαστικούς, το πράσινο λιβάδι με τ' αγριόχορτα και τα υπόλοιπα λουλούδια.

Εκείνη τη μέρα είδαν μέσα στο λιβάδι κι ένα κοπάδι πρόβατα να τρώνε λαίμαργα το χορτάρι. Οι παπαρούνες έντρομες προσπαθούσαν να προστατευθούν. Ευτυχώς κατάφεραν να επιζήσουν. Πολλές ποδοπατήθηκαν από τα πρόβατα, κατάφεραν όμως να σταθούν και πάλι όρθιες.

Είχαν αυτόν τον κίνδυνο όταν ερχόταν το κοπάδι, αν και τις υπόλοιπες ημέρες ζούσαν μέσα σε μεγάλη άνεση.

«Άλλα πλεονεκτήματα έχουν αυτές και αλλά εμείς» συζητούσαν μεταξύ τους οι τρεις φίλες. «Εμείς τουλάχιστον δεν κινδυνεύουμε να μας ποδοπατήσουν» έλεγαν και κοιτούσαν μ' ευγνωμοσύνη τη μεγάλη πέτρα που τις προστάτευε και τις αγαπούσε τόσο.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Τα τρίστιχα της μέλισσας

 


Αγόρατζη Βάσω

Ναι, εργάτρια,

Αυτό ξέρω να κάνω

Μη μ’ ενοχλείτε!

 

Ανθίμου Μαρία

Εργατιάς ιστός

Μελίσσι ανατρέφει

Τέρψη Μελίτης

 

Γεωργοπούλου Χρύσα

Ρίγες και φτερά

Με αδιάκοπη δουλειά

Μέλι χαρίζουν

 

Ζερβού Χρυσούλα

Μικρή μέλισσα

της γης ισορροπία.

Μέλι χρυσάφι.

 

Καραγιάννη Ελένη

Ζουζουνιές πάλι

παντού, μελένιες σκορπάς

εργατιάς κόρη

 

Κωνσταντίνου Κυριακή

Μικρό χρυσάφι

Δουλεύουν ακούραστα

Της ζωής πηγή!

 

Μάνος Σπύρος

Νέκταρ συλλέγει

φτερωτή εργάτρια

μάνα του μελιού

 

Μανουσάκη Κατερίνα

Τόσα λουλούδια

Ο κήπος σου γεμάτος

Μέλισσα πετά

 

Μανωλά Κατερίνα

Μία μέλισσα

όλη τη γη ανθίζει,

Οξυγόνο μας

 

Μπασούρης Κωνσταντίνος

Ζωή προσφέρουν

σπουδαίο φύσης πλάσμα,

ανθέων νέκταρ.

 

Μπαφούτσου Χρύσα

Χρυσάφι κρατώ

Θυμαριού απόσταγμα

Μέλισσες γεννούν.

 

Νάνη Παρασκευή

Χορός της γύρης

Κλεφτό φιλί ρουφάει

Για μια μέλισσα.

 

Νίκου Μαρία

Γύρη γυρεύει,

στα πέταλα κρύβεται.

Μελένια ζωή.

 

Παναγοπούλου Χρύσα

Μέλισσας μόχθος,

λουλούδι που ανθίζει

επικονίαση

 

Ρόκα Σοφία

Γυρνάς στα άνθη

Μέλισσα βασίλισσα

Βουητό χρυσό

 

Φλογερά Έλενη

Λουλούδια ανθούν

Μελίσσι φτερουγίζει

Γύρη μαζεύει

 

Χατζηχάννα Έλενα

Μέλισσα μάνα

Της φύσης βασίλισσα

Κρατά τα σμήνη

 

Χρυσοπούλου Βέτα

Μέσα στον κόσμο

Βουίζουν οι μέλισσες

Φτιάχνουν το μέλι

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Μια μητέρα μπορεί…

 


Αγόρατζη Βάσω

Μια μητέρα μπορεί

Με πνοή θεϊκή

Σαν τη γη να φουσκώσει

Τους καρπούς της να δώσει.

Να τους θρέψει με γάλα

Κι αν πονάει μια στάλα

Στων ματιών της την άκρη

Δεν θα στάξει ένα δάκρυ.

Κι αν αυτό ξεγλιστρήσει

Θα ‘ναι που χει ραγίσει

Της καρδιάς το κανάτι

Να χυθεί η αγάπη.

 

Αργυροπούλου Βασιλεία

Μια μητέρα μπορεί

τ’ αστέρια να κατεβάσει για το σπλάχνο της

το σκοτάδι της κάμαρας να φωτίσει με το φεγγάρι

τους φόβους με νανουρίσματα να πάρει μακριά

με τους εφιάλτες να παλέψει μέσα στον ύπνο του

Μια μητέρα μπορεί

Λουλούδια να σπείρει για να μη χάσουν τον δρόμο τους τα όνειρά του

άρωμα από ματωμένα τριαντάφυλλα να στάξει το βλέμμα της

Βουβή Θυσία στον βωμό της ευτυχίας του

πυξίδα στο μονοπάτι της ζωής του οι συμβουλές της

Μια μάνα μπορεί

με τα δάκρυα της να ξεπλύνει τις πληγές του

ακοίμητος φρουρός να στέκεται να προλάβει το παραστράτημά του

λόγια παρηγοριάς να ψιθυρίζει στ’ αυτί του

με κομμάτια από ήλιο να πλάσει τα όνειρά του

και μέχρι τη στερνή ανάσα ευχές να δίνει

στο σπλάχνο της για αγάπη και καλή βιωτή

φυλακτό στον κόρφο του να μείνει για πάντα

Μια μητέρα μπορεί…

 

Γεωργοπούλου Χρύσα

Μια μητέρα μπορεί,

μα δεν το ξέρει πριν να έρθει η στιγμή.

Ζει τη ζωή της σαν παιδί, που ακόμα μαθαίνει.

Μια μητέρα είναι ικανή για τα πάντα, πριν γίνει ακόμα μητέρα.

Όταν όμως το κράτημα των μικρών δαχτύλων βιωθεί σαν στιγμή μοναδική,

Όταν η αγωνία για την επιθυμία της δικής της επιθυμίας κοπάσει με τον θηλασμό, την αγκαλιά και το παραμύθι,

Όταν τα μικρά καθαρά μάτια συναντήσουν την ψυχή της,

Τότε σίγουρα ξέρει ότι μπορεί.

Για όλες τις μητέρες που μπόρεσαν, που μπορούν και που θέλουν να μπορέσουν

 

Κοντόγιαννου Ζωή

Μια μητέρα μπορεί να γίνει άγγελος

Να βγάλει φτερά

Να γίνει θεός

Να κινήσει γη κι ουρανό

Για να σκεπάσει τα παιδιά της

 

Μια μητέρα μπορεί να νιώσει

Ν’ αφουγκραστεί

Να γιατρέψει

Ακόμα και μ’ ένα φιλί

Τον πόνο του παιδιού της

 

Μια μητέρα μπορεί να γίνει

Ουρανός και θάλασσα

Ήλιος κι αέρας

Να δώσει ζωή

Μια μητέρα... όλα τα μπορεί!

 

Μακαριάν Μαριάννα

Μάνα ο μύθος

Μια μητέρα μπορεί μ’ ένα βλέμμα να σε παγώσει

Να σε ζεστάνει με μιαν ευχή κάθε κακό να διώξει.

Να έχει δίκιο πάντοτε και άδικο κανένα.

Και την καρδιά της προέκταση να κάνει για εσένα.

Πνοή να δώσει και ζωή χωρίς δάκρυ να χύσει.

Τι κι αν τη διώξεις άκαρδα σε σένα θα γυρίσει.

Και αν ποτέ σου το σκεφτείς εκείνη ήδη το ξέρει.

Κι όσο και αν το προσπαθείς εκείνη ήδη το φέρει.

Και αν της πεις δεν γίνεται εκείνη θα το κάνει.

Αχ, μάνα πλάσμα μυθικό, με μαγικές δυνάμεις

σαν και κείνη άλλος κανείς δεν βρίσκει αυτό που χάνεις.

(«πού έβαλες το στυλό;»

«εκεί είναι.»

«δεν είναι»

«εκεί ήταν»)

 

Μουτάφη Καλλιόπη

Μια μητέρα μπορεί

Να δαμάσει τη ζωή

Να τη βάλει σε σακί

Και να πει

«Να το δώρο μου, παιδί»

Κι αν για σε είναι βαρύ

Κι η ζωή φορτική

H μητέρα θα ‘ναι εκεί

Να σου δώσει την ευχή

Κι αν της μητέρας έχεις την ευχή

Τίποτα μη φοβάσαι στη ζωή

 

Νάνη Παρασκευή

Μια μητέρα μπορεί

Αγριεμένες θάλασσες να γαληνέψει

Ατίθασους ανέμους να δαμάσει

Ματωμένους ουρανούς να παρηγορήσει

Σκληρούς χειμώνες να ζεστάνει.

 

Μια μητέρα μπορεί

Πληγές ν’ αγκαλιάσει

Δάκρυα να στεγνώσει

Φόβους να τυλίξει

Λάθη να συγχωρήσει.

 

Μια μητέρα μπορεί

Τους σταυρούς σου να σηκώσει

Μόνο γι’ αυτή τη λάμψη στη ματιά σου.

 

Νίκου Μαρία

Χάδι μητρικό, κράτημα γερό

Μια μητέρα μπορεί σε μονοπάτι αδιέξοδο

τον δρόμο να σου δείξει.

Στον πόνο σου μπορεί σαν γιατροσόφι

την πληγή να επουλώσει

και στη χαρά σου σαν πολύχρωμο μπαλόνι

στον αέρα ν’ αφεθεί.

Μια μητέρα μπορεί απ’ το σώμα της να σε ταΐσει,

απ’ το χέρι της άγγιγμα να σου χαρίσει απαλό,

απ’ την ψυχή της να στερήσει την ψυχή

για να την έχεις εσύ,

σαν φύλακα άγγελό σου στον κόσμο τούτο.

Μια μητέρα σού δίνει τη ζωή της

και πίσω δεν ζητά τίποτα, ποτές,

παρά μόνο τα μάτια σου στεγνά ν’ αντικρύζει.

Κι αφού τώρα πια ξέρεις κι εσύ ,

πως μια μητέρα όλα τα μπορεί,

προσπάθησε μονάχα

το χέρι της ποτές να μην αφήσεις,

γιατί θα χάσεις τον δρόμο για το σπίτι.

 

Παρισίδη Γιώτα

«Μια μητέρα μπορεί;»

«Και βέβαια μπορεί.»

«Κι αν ποτέ κουραστεί;»

«Παίρνει ένα φιλί και πάλι απ’ την αρχή.»

«Κι αν κάποιες φορές αδυνατεί;»

«Είναι γιατί προσπαθεί να τα κάνει όλα μαζί.»

«Όσο κι αν δυσκολευτεί πάντα θα μπορεί;»

«Όσο κι αν δυσκολευτεί πάντα θα είναι εκεί,

για να δώσει το καλύτερο που μπορεί.»

 

Σταυροπούλου Βασιλική

Μια μητέρα μπορεί

σε βράχο πηγάδι να σκάψει, νερό να βρει,

το παιδί μη διψάσει.

Τα αγκάθια με χέρια γυμνά να κρατήσει,

μόνο το άνθος, το βελούδινο εκείνο να χαρεί.

Ήττες να δεχτεί και να μην ηττηθεί.

Φιλί να δώσει κι ας πονά.

Μια προσευχή, μια νύχτα άγρυπνη να φορεθεί.

Καθρέφτης χαράς κι αποδοχής.

Μάτια ορθάνοιχτα παράθυρα, τα δάκρυα να σπρώχνουν σε διαδρόμους της ψυχής.

Όσα κανείς να αντέξει δεν μπορεί, πάλι τα μπορεί.

Μια μητέρα.

 

Τσιπούρα Μάντυ

Η δύναμη της μάνας

Μια μητέρα μπορεί

του παιδιού της τον κόσμο ν’ αλλάξει

τα χέρια ν’ απλώσει και με τ’ όνειρά του μαζί να πετάξει

να υφάνει τις ώρες με μυρωμένες εικόνες

να μελώσει τα χρόνια

μέσα από μπόρες και χιόνια

να γλυκάνει τις πικρές αναμνήσεις

σαν θα φέρει με χάδι

της αγάπης δονήσεις

ν’ απαλύνει τον πόνο

σαν το δάκρυ θα στάξει

σε κακοτράχαλο δρόμο

να κρατήσει σαν βράχος

τις βαριές ανασαιμιές

να φωτίζει σαν φάρος

στου σκοταδιού τις πνοές

να βαστάξει φορτία σε απελπισίας πεδία

Μάνα είναι μόνο μία ιερή

μαγική, ηλιοφώτιστη ιστορία!

Η μάνα τα πάντα μπορεί!

 

Χρυσοπούλου Βέτα

Μια μητέρα μπορεί

Ν’ αγαπά όσο κανείς

Να παρηγορεί όσο κανείς

Φτερούγες ν’ απλώνει

Να σε προστατέψει

Από βροχή, παγωνιά,

Να σου δώσει ευτυχία

Μέσα στην αγκαλιά της

Γεννιέται η θαλπωρή

Βασιλιάς αισθάνεσαι

Στο κοίταγμα της

Ακόμη κι όταν φύγει

Σ’ ακολουθεί η καρδιά της

Για πάντα ένα φυλακτό

Μες στην καρδιά σου!

Μεγάλη Πέμπτη (τρίστιχα)

  Γιαμουρίδου Κική Μυστικός Δείπνος Αγκάθινο στεφάνι Κόκκινα αυγά   Γκιντίδου Δήμητρα Σκύβεις στα πόδια ευλαβικά τα πλένεις ...