Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Οι Ποιητές τα βράδια

 


Οι Ποιητές τα βράδια

ξεσκονίζουν τα παπούτσια τους

στα σκαλοπάτια των δρόμων.

Ψηλαφούν κύκλους παράλληλους

και ομόκεντρους

συλλέγοντας εικόνες.

Εισπνέουν αργά

τις κινήσεις και τις συμπεριφορές

των ανθρώπων.

Αφομοιώνουν άπληστα

τα ηχοχρώματα της φωνής ενός εκάστου.

Θωπεύουν με μακριά δάχτυλα

τις μακρόσυρτες σκέψεις

και ύστερα τις κλείνουν στα κουτάκια

της γραφής τους,

στις κυψέλες των κυττάρων τους,

στα αισθητήρια όργανά τους.

Το σκοτάδι φωτίζει τις αμυχές

και τις ανοιχτές πληγές τους.

Οι Ποιητές, μοναχικοί και αιώνιοι εραστές

του Λούκι Λουκ και της άνοιξης.

Η αυγή τούς βρίσκει μπροστά

σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο

να αδημονούν για τις

έναστρες νύχτες τους.

Μυρσίνη Καλογεροπούλου

 

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ».

Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Τι είναι Ποίηση

 


Τι είναι Ποίηση;

Όταν στιλβώνω την αυγή με χρώμα μοβ ενός αγουροξυπνημένου ορίζοντα

Όταν στιλβώνω το ηλιοβασίλεμα με χρώμα πορτοκαλί ενός απαρχαιωμένου ήλιου

Χωρίς να φοβάμαι τη φθορά του χρόνου πάνω στα όνειρά μου

Πάντα αγκαλιά με τη μνήμη της γέννησης

Πάντα αγκαλιά με τη μνήμη του θανάτου

Νιώθοντας κάθε τώρα σαν μοναδικό

Νιώθοντας κάθε λέξη σαν πυρκαγιά

Νιώθοντας κάθε έννοια σαν βάρκα με πανιά

Νιώθοντας κάθε αλήθεια σαν μια βουτιά σε γαλάζιο πελαγίσιο

Νιώθοντας κάθε ποίημα σαν φεγγάρι ολόγιομο μέσα σ’ έναν υγρό καθρέφτη

Ποίηση είναι βουτιά στη στιγμή

 

Βασιλεία Αργυροπούλου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου 

«Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ».

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Τα βράδια οι Ποιητές

 


Τα βράδια οι Ποιητές κοιτούν το φεγγάρι

Ακούνε τη βροχή και τους ήχους της θάλασσας

Μυρίζουν το βρεγμένο χώμα και το ανθισμένο νυχτολούλουδο

Χαζεύουν χαμογελαστά κορίτσια στο άνθος της νιότης τους και δυνατά αγόρια

Θυμούνται τα χρόνια που πέρασαν

τα μέρη που βρέθηκαν

τα λόγια που είπαν

τους ανθρώπους που γνώρισαν

τα λάθη που έκαναν

Τα βράδια οι Ποιητές παίρνουν χαρτί και μολύβι

Ανακατεύουν τις αισθήσεις,

τα συναισθήματα

τις αλήθειες και τα ψέματα

τους έρωτες και τις ματαιώσεις

τις εικόνες, τους ήχους και τις μυρωδιές, με τα βάθη της ψυχής τους

Και βρίσκουν λέξεις ταιριαστές, προσπαθώντας να δώσουν νόημα στη ζωή και τον θάνατο

 

Αθανασία Σαρσαλιώτη

 

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ».

 

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Εξαφάνιση Νο.2022


Αν είδα το Καλοκαίρι; Ποιό από όλα γιατί έχω δει πολλά Καλοκαίρια εμένα που με βλέπετε. Φυσικά και δεν θα τα απαριθμήσω! Η ερώτησή σας θα μπορούσα -με πειστικότητα αν ήθελα- να πω ότι με προσβάλλει. Δεν είμαι βέβαια καμιά από εκείνες που αρέσκονται να κρύβουν τα Καλοκαίρια τους. Όμως για πείτε μου, τι φορούσε; Ε, πώς δεν ξέρετε τι φορούσε εφόσον δεν είδατε; Όταν ψάχνετε κάτι, θα βοηθούσε να γνωρίζετε τί. Δεν νομίζετε; Α, μάλιστα, είχε το 2 και το 0 στα μαλλιά του. Μην ψάχνετε τότε άλλο, αγαπητέ. Όταν το δυο καταλήξει στο μηδέν, έχουν ήδη όλα τελειώσει. Τι μου λέτε; Είχε κι άλλα; 2 διπλό; Ένα σε κάθε χέρι; Ε, ίσως τα χέρια του συνάντησαν το μηδέν χαιδεύοντας τα μαλλιά του. Και πουφ! Τέλος. Στη θέση σας θα σταματούσα να ψάχνω. Αχ, μην λυπάστε, αγαπητέ, τα καλοκαίρια περνούν τόσο γρήγορα. Μα μην ανησυχείτε. Όπως σας είπαν και για την Άνοιξη, το Καλοκαίρι αν δεν το βρεις, το φτιάχνεις. 

                                                                                            

Νατάσα Στραβοράβδη

 

 Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του 9ου κύκλου του  εργαστηρίου συγγραφής με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αλάτι


Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Το περιοδικό

 


«Πώς μυρίζει δηλαδή το καλοκαίρι;» ακούστηκε ο άντρας με το μαγιό, πίσω από το θόρυβο μιας εξάτμισης. Της χαμογελούσε και την κοίταζε ώρα τώρα μέσα από το ιλουστρασιόν εξώφυλλο. Η αποπνικτική ζέστη έκανε τα ρουθούνια της να μετριάζουν την ανάσα. Είχε σταματήσει  να πάρει ένα παγωμένο νερό κι εκμεταλλευόταν τη σκιά του περίπτερου. Είχε πολύ καιρό να αγοράσει περιοδικό, δεν της χρειαζόταν τώρα πια με το κινητό. Όσο έσβηνε κάπως την κάψα του μεσημεριού, έκλεισε τα μάτια και ρούφηξε όσο μπορούσε από εκείνη τη μυρωδιά.

«Η μυρωδιά των περιοδικών με έκανε να σταθώ, όχι το βλέμμα σου» του αποκρίθηκε. «Πώς βρέθηκες εδώ, ανάμεσα σε σταυρόλεξα και άρλεκιν; Είσαι περασμένης χρονολογίας.» «Κι εσύ» της απάντησε κάπως πειραγμένος. Κοίταζε τώρα με θάρρος στο παλιό εξώφυλλο, παρατηρώντας τα ξεθωριασμένα χαρακτηριστικά και το πορτοκαλένιο δέρμα του. Πήρε στα χέρια της το περιοδικό και άρχισε να γυρίζει βιαστικά τις σελίδες. Μα έπαιρνε όσο μπορούσε περισσότερο απ’ τη μυρωδιά του.

«Πώς μυρίζει δηλαδή το καλοκαίρι;» αντηχούσε στο μυαλό η ερώτησή του. Θαλασσινή αύρα φύσηξε καθώς ξεφύλλιζε. Κι ανέβαινε μέσα από τις σελίδες η μυρωδιά του αντηλιακού. Κόπερτον κι αλάτι, τι της θύμισε τώρα! Ξυπόλητη στη βρεγμένη άμμο. Μέρες θερινής ραστώνης κάτω από τον ήλιο. Το μελτέμι γύρισε τις σελίδες πιο γρήγορα και τις κόλλησε μεταξύ τους. Άνοιξαν σε μια διαφήμιση για χρυσαφένιες μπούκλες. Ο ήλιος τώρα έδυε, και μύριζε καρπούζι. Στην επόμενη σελίδα γιασεμί και γλυκό τσίπουρο. Το βράδυ θα ήταν έναστρο. Ίσως και ξέφρενο, ποιος ξέρει; Η αυγή θα την έβρισκε να πίνει τον ελληνικό κάτω απ’ τις μουριές, στις ψάθινες καρέκλες, διαβάζοντας αυτό το άρθρο που είχε αφήσει στη μέση: «Βρείτε το καλοκαίρι σας».

Δίπλωσε το περιοδικό κλείνοντας το μάτι στον άντρα με το μαγιό. Αυτός ήταν το Καλοκαίρι της. Όταν πλησίασε για να πληρώσει, στο περίπτερο ακουγόταν το αγαπημένο της τραγούδι: «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια, για ακρογιαλιές και αστέρια…».

Γεωργία Βενετσανάκη

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του 9ου κύκλου του  εργαστηρίου συγγραφής με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αλάτι

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

Καλοκαίρι

 


Ήταν δεκαπέντε, δεκάξι χρονών; Ούτε παιδί ούτε γυναίκα, έφηβη. Σ’ εκείνη την ηλικία που τα κορίτσια ερωτεύονται τρελά, χωρίς λόγο, κι είναι διατιθέμενα να πεθάνουν γι’ αυτον τον έρωτα… ή και να τον ξεχάσουν την επόμενη… Βρίσκουν το ουίσκι υπέροχο, έστω κι αν το καταπίνουν δύσκολα, αρκεί που είναι το ποτό των μεγάλων. Είναι ο κύριος λόγος για να το λατρεύουν. Μ’ ένα τσιγάρο βήχουν για ώρα, αλλά το κρατούν με καμάρι, κάτι σαν βασιλική ράβδο. Ένα καυτό σορτσάκι, (ανεξάρτητα απ’ τα κιλά, γιατί και τα κιλά σ’ αυτήν την ηλικία, είναι όμορφα, σαν ώριμοι γιαρμάδες, ζουμεροί κι υπέροχοι) ένα καυτό σορτσάκι, λοιπόν, προσελκύει τόσα βλέμματα που αν ήταν πενηντάλεπτα, θα πλούτιζαν. Υπέροχη ηλικία ειδικά μετά… όταν τη θυμάσαι, Αυτά συμβαίνουν σ’ όλα τα κορίτσια έκτος απ’ αυτό εδώ. Το έβλεπα τα πρωινά που έβγαινα στο μπαλκονάκι να πιω τον καφέ μου κοιτάζοντας τη θάλασσα. Το ξανάβλεπα το απόγευμα που πάλι έβγαινα στο μπαλκονάκι μου να πιω τον καφέ μου.

Το μπαλκόνι μου ήταν στον πρώτο όροφο του πατρικού της μητέρας μου στο νησί. Από κάτω κήπος, με καταπράσινα αναρριχώμενα στα κάγκελα. Από τη μια μεριά της πόρτας ήταν μια λεμονιά κι απ’ την άλλη πλευρά μια πορτοκαλιά. Δεν ήταν πολύ δυνατά δέντρα, μάλλον τα ενοχλούσε τ’ αλάτι της θάλασσας, έδιναν όμως κι αυτά τον αγώνα τους για επιβίωση. Μπροστά στην πόρτα ένας μικρός επαρχιακός δρόμος με αγριόχορτα στις άκρες του, μετά ένα πεζούλι περίπου ογδόντα πόντους, από πέτρες και τσιμέντο Μέσα απ’ το πεζούλι ξεκινούσε η άμμος. Το τέλος της η είσοδος της θάλασσας.

Το κορίτσι καθόταν εκεί στο πεζούλι, έχοντας συνέχεια στ’ αυτί ένα κοχύλι. Φορούσε ένα ριχτό εμπριμέ φορεματάκι κι ένα μεγάλο καπέλο. Ήταν μόνο πάντα. Μετά από μια, μιάμιση ώρα, ερχόταν μια κυρία, η μητέρα; Το πιο πιθανό. Έκαναν μπάνιο μαζί. Έβαζε σκουφάκι και δεν έκανε ποτέ βουτιές. Ήταν ένα μπάνιο ήρεμο και προσεκτικό, σαν το μπάνιο μιας μεγάλης γυναίκας. Μετά δεν ξέρω, έμπαινα κι εγώ μέσα να μαγειρέψω. Τα απόγευμα πάλι το ίδιο. Περνούσε ο καιρός κι εγώ δεν είδα κανένα άλλον να πλησιάζει το κορίτσι με το κοχύλι. Ούτε αγόρι ούτε κορίτσι. Σαν να μην ήξερε κανέναν άλλον εκτός από την κυρία εκείνη.

Μια μέρα το πήρα απόφαση, θα έλυνα το μυστήριο. Πήρα κι εγώ την τσάντα θαλάσσης και κατέβηκα να κάνω μπάνιο δήθεν… Άπλωσα την ψάθα μου κοντά στο κορίτσι, κάθισα κι άρχισα να αλείφομαι με αντηλιακό. Σε λίγο ήρθε η κυρία κι εγώ έστησα αυτί.

«Άντε, Ελενίτσα, να πέσουμε, θα σε πειράξει ο Ήλιος.»

«Λίγο ακόμα, μαμά» είπε η μικρή ναζιάρικα. «Θέλω ν’ ακούω μαμά, θέλω ν’ ακούω! Θέλω ν’ ακούω τη θάλασσα και να τη βλέπω συγχρόνως. Αν ήξερες πόσο μου έλειψε αυτό μαμά, αν ήξερες…»

Η μαμά πλησίασε και την αγκάλιασε, έτσι όπως αγκαλιάζουν οι μαμάδες.

«Τώρα θα την ακούς για πάντα, αγάπη μου. Ο γιατρός το είπε, λίγη προσοχή θέλει μόνο αυτό το καλοκαίρι και μετά όλα θα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ πρόβλημα με την ακοή σου.»

Εγώ κρυφοκοίταζα αυτή την καλοκαιρινή εικόνα και σκεπτόμουν πόσο μικρά κι εγωιστικά είναι τα θέλω κάποιων ανθρώπων και πόσο δυνατά και σημαντικά κάποιων άλλων. Από τότε, όταν σκέπτομαι καλοκαίρι, αυτό το κορίτσι με το κοχύλι στ’ αυτί, είναι η εικόνα του καλοκαιριού εκείνου, αλλά κι όσων ακολούθησαν.

Άννα Μάνου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αλάτι

 

 

 

 

Καλόκαιρος

 


Μια ακτίνα του ήλιου έπεσε στο πρόσωπό μου και με ξύπνησε. Σηκώθηκα τραγουδώντας «Καλοκαιράκι έχει η καρδιά μου και η αγάπη μου καλοκαιράκι». Άκουσα μια φωνή αγριεμένη.

«Μικρό είναι το ματάκι σου, ανθρωπάκι, μικρός είσαι εσύ και όλοι οι άλλοι σαν εσένα.»

Ανασηκώθηκα και κοίταξα να δω ποιος μιλάει έτσι. Ήταν ένας άνδρας ξανθός, τεράστιος, με στάχια κίτρινα στα μαλλιά και ύφος αγριεμένο.

«Ποιος είστε, κύριε και γιατί τόσο αγριεμένος; Σας πείραξε που τραγουδούσα; Ξέρω ότι δεν έχω φωνή που ακούγεται ευχάριστα αλλά απλώς μουρμούριζα.»

«Δεν κατάλαβες ποτέ σου τίποτα, ούτε εσύ ούτε και οι άλλοι σαν εσένα. Μιλάτε για μένα είτε σαν να είμαι ένα παιδάκι ή κάποιος χωρίς καμία σημασία. Βαρέθηκα αυτήν την αδικία. Ο καλός καιρός, αυτό που εσείς λέτε καλοκαίρι ή και καλοκαιράκι ακόμα, είναι αδικία μεγάλη. Δεν μου δίνετε καμία σημασία. Για τον “κύριο Χειμώνα” μιλάτε με σεβασμό, κάνετε προετοιμασίες, έχετε τόσες γιορτές, τόσα έξοδα. Για μένα τίποτα. Όλα τα προσφέρω εγώ, ωριμάζω τους καρπούς, κρατώ τη θερμοκρασία ψηλά για να μην κρυώνετε, βάζω τον καημένο τον ήλιο να κάνει υπερωρίες στον ουρανό για να έχετε μεγαλύτερη μέρα. Δεν ξέρω τι άλλο θέλετε.»

«Όλα αυτά τα γνωρίζω, καλέ μου κύριε, αλλά γιατί τόσο παράπονο; Δεν είναι φυσιολογικό να είναι έτσι τα πράγματα, όλοι περιμένουμε να έρθεις.»

«Ναι και με κακολογείτε ότι κάνει ζέστη τάχα και τρέχετε να βουτήξετε στη θάλασσα, γιατί δεν πάτε να βουτήξετε τον χειμώνα;»

«Τότε κάνει κρύο, δεν είναι καιρός για εμάς.»

«Τον αγαπάτε όμως, τον σέβεστε, άσε που ο “κύριος χειμώνας” σας κάνει να ξοδεύετε πολλά για την θέρμανση και φάρμακα για το κρυολόγημα. Αλλά εγώ είμαι το “καλοκαιράκι”. Δεν πρέπει αλλά θα σας θυμίσω ότι ζείτε περισσότερο το καλοκαίρι, διασκεδάζετε περισσότερο το καλοκαίρι.»

«Και σένα σε αγαπάμε, αλλά είναι κάτι διαφορετικό.»

«Τι διαφορετικό; Γιατί διαφορετικό; Δεν είμαι εγώ η καλύτερη εποχή; Έχει κανείς από εσάς σκεφτεί πόσο πιο εύκολη είναι η ζωή σας το καλοκαίρι; Κι αν καμιά φορά με πιάσουν τα νεύρα μου και ρίξω και καμιά βροχούλα όλο κατηγόριες είστε.»

«Εδώ που τα λέμε έχεις κάποιο δίκιο.»

«Πού να το βρω; Μέχρι για το ότι καλοκαίρι γίνονται πόλεμοι με κατηγορούν. Αλλά το ξέρουν όλοι ότι δεν φταίω εγώ, απλώς οι στρατηγοί δεν αντέχουν το κρύο.»

«Και σ’ αυτό έχεις δίκιο, αγαπητέ, για πες μου τουλάχιστον: πώς θέλεις να σε φωνάζουν για να είσαι ευχαριστημένος;»

«Το κύριος “Καλόκαιρος” ίσως να είναι λίγο καλύτερο.»

Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα μούσκεμα στο ιδρώτα. «Όνειρο θερινής νυκτός» θα πουν κάποιοι αλλά ας δοκιμάσουμε και το Καλόκαιρος, δίκαιο μού φαίνεται.

 

Κώστας Γαλάνης

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αλάτι

 

 

 

 

Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Το κορίτσι του καλοκαιριού

 


«Πότε θα γυρίσεις;»

«Ρώτα το ποτάμι» απάντησε.

 «Είσαι το καλοκαίρι μου!» της φώναξε δυνατά.

Στη συνέχεια χάθηκε. Από τότε έχουν περάσει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.

Ερχόταν κάθε καλοκαίρι στη γιαγιά του. Την αγαπούσε και τώρα βρίσκεται εδώ για το τελευταίο αντίο. Διάλεξε να φύγει στην καρδιά του καλοκαιριού.

Τακτοποίησε όλα τα διαδικαστικά κι όλα ’γιναν όπως έπρεπε κι όπως της άξιζε.

Το σούρουπο άρχισε να πέφτει. Η θερμοκρασία ήταν πια υποφερτή. Η μέρα ήταν απ’ τις πιο ζεστές. Έτσι βγήκε να περπατήσει. Τα βήματά του τον οδήγησαν στο ποτάμι, που διέσχιζε τα καταπράσινα λιβάδια. Ένα πυκνό πέπλο ομίχλης είχε σκεπάσει την περιοχή.

Το μεγάλο δέντρο, που ο πατέρας του έφτιαχνε την καλοκαιρινή τους κούνια, έστεκε αγέρωχο. Άφησε το σώμα του ν’ ακουμπήσει στον κορμό και χάθηκε στις αναμνήσεις. Οι σκέψεις του διακόπηκαν όταν, μέσα απ’ την αντάρα που επικρατούσε, είδε να βγαίνει ένα κάτασπρο άλογο. Τα γκέμια του τα κρατούσε μια ψιλόλιγνη φιγούρα με μακριά, ξανθά μαλλιά που ανέμιζαν στους ώμους της, φορώντας τα χρώματα του δειλινού. Φάνταζε σαν αερικό μέσα στο κάτασπρο φόρεμά της. Τα ξυπόλητα πόδια της ακουμπούσαν τα πλευρά του αλόγου κι εκείνο κάλπαζε. Το γέλιο της αντηχούσε παντού.

Η καρδιά του σφίχτηκε και με μια γρήγορη κίνηση σηκώθηκε. Αυτό το γέλιο τού  ήταν  γνωστό. Τα μάτια του ακολουθούσαν το άλογο να τρέχει  στην καταχνιά.

Όπως τότε…

Μόνο που τότε δυο πανέμορφα άλογα κάλπαζαν αντίκρυ στις όχθες του ποταμού. Με τα μάτια τους γεμάτα απ’ τη σπίθα της νιότης και τα γέλια τους να σκεπάζουν το ποτάμι, αντάμωναν στην πέτρινη βρύση.

Χωρίς να το καταλάβει φώναξε δυνατά.

«Επέστρεψαααααααα! Είσαι το καλοκαίρι μου!»

Ήταν όλα τα καλοκαίρια του, μέχρι τη μέρα που τη ρώτησε:

«Πότε θα γυρίσεις;»

«Ρώτα τα πουλιά» του απάντησε και χάθηκε στην ομίχλη.

 

Αναστασία Κασσελούρη

 

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του 9ου κύκλου του  εργαστηρίου συγγραφής με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αλάτι

Μεγάλη Πέμπτη (τρίστιχα)

  Γιαμουρίδου Κική Μυστικός Δείπνος Αγκάθινο στεφάνι Κόκκινα αυγά   Γκιντίδου Δήμητρα Σκύβεις στα πόδια ευλαβικά τα πλένεις ...