Γιαμουρίδου
Κική
«Είχαμε ετοιμάσει
το σπίτι για το Πάσχα και τον ερχομό σου. Τότε δεν υπήρχε ο υπέρηχος. Ήξερα απλώς
πως μπήκα στον μήνα μου. Οι πασχαλιές μοσχομύριζαν. Οι γλάστρες όλες βαμμένες κόκκινο
χρώμα και τα πεζούλια λευκό. Ένιωθα τόση χαρά! Αυτήν τη φορά ήταν όλα διαφορετικά.
Η βοήθεια της γιαγιάς σου πολύτιμη. Δεν ήταν και πολύ εύκολο να τα καταφέρω όλα
μόνη μου. Μεγάλο το σπίτι, δύσκολες οι δουλειές του κήπου. Εσύ μου θύμιζες συνεχώς
την παρουσία σου κλωτσώντας με. Ζωηρή από την κοιλιά. Οι σούβλες βγήκανε από την
αποθήκη. Όλοι πιστεύαμε πως θα ψήσουμε και θα σ’ έχουμε ανάμεσα μας. Την Κυριακή
πήγα στην εκκλησία για τα βάγια. Ένιωθα κουρασμένη και είχα μικροπονάκια. Η γιαγιά
με μάλωσε.
“Αρκετά πια. Θα γεννήσεις
πριν την ώρα σου”.
Ξημέρωσε Μεγάλη Δευτέρα.
Οι πόνοι συνεχίστηκαν. Έγιναν πιο έντονοι. Ενημέρωσα τη γιατρό μου.
“Σήμερα θα γεννήσεις,
Γεωργία μου. Μέχρι το απόγευμα θα έχει έρθει το μωρό”.
15:30 το πρώτο σου
κλάμα.
“Κορίτσι!”
Το πρώτο μου παιδί.
Ήταν μια Μεγάλη Δευτέρα. Η μεγαλύτερη της ζωής μου».
Αυτά τα λόγια σου,
μανούλα μου, θα τα θυμάμαι πάντα. Κάθε μεγάλη Εβδομάδα, κάθε Πάσχα, ακόμη πιο πολύ.
Σου χρωστάω τη ζωή μου!
Σταθοπούλου
Ιωάννα
Ενώ για πολλούς η
Μεγάλη Δευτέρα σηματοδοτεί την έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας και της προετοιμασίας
για το Πάσχα, για μένα σήμαινε την έναρξη των διακοπών στο χωριό.
Θυμάμαι που, κάθε
τέτοια μέρα, το χωριό γέμιζε σιγά σιγά με κόσμο. Τα κλειστά σπίτια άνοιγαν τα σφαλισμένα
παραθυρόφυλλά τους και οι γυναίκες ξεκινούσαν να τα καθαρίζουν και να τα ασβεστώνουν.
Το ίδιο συνέβαινε
και με την εκκλησία. Όλοι βοηθούσαν με το καθάρισμα της. Αλλά και με το ξεχορτάριασμα
και το ασβέστωμα του προαυλίου. Ακόμα και εμείς, που ήμασταν μικρά παιδιά.
Η Μεγάλη Δευτέρα
σηματοδοτούσε και την έναρξη της νηστείας μας. Ακόμα θυμάμαι το ζυμωτό ψωμί που
σιγοψηνόταν στον ξυλόφουρνο και μοσχοβολούσε ο τόπος. Που το κόβαμε σε φέτες και
το πασπαλίζαμε με τριμμένη ντομάτα και ρίγανη. Και το αφράτο τηγανόψωμο με ζάχαρη
ή μέλι που τρώγαμε καθισμένοι στο πρεβάζι, χαζεύοντας τον ήλιο που χανόταν μέσα
στα χρώματα του δειλινού.
Και ακούγαμε το κελάηδημα
του γκιόνη λίγο πριν έρθει η ώρα του ύπνου. Στριμωγμένοι όλοι σ’ ένα σπίτι μια σταλιά.
Γεμάτοι όμως ευτυχία και χαρά ακόμα κι όταν κάναμε μπάνιο με το κανάτι μέσα σε μια
σκάφη μπροστά στο αναμμένο τζάκι και κοιμόμασταν στρωματσάδα έξω στην αυλή.