Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

Οι συγγραφείς της Αλατοπαρέας συστήνονται-Σοφία Μπαλάσκα

 


Κενά μνήμης

Πράσινο φανάρι, η μουσική στο τέρμα κι ο Μιχάλης να οδηγεί σαν τρελός. Τα χείλη του έψαχναν μανιασμένα το αλκοόλ, να πιει για να ξεχάσει. Να ξεχάσει πως αγάπησε τη λάθος γυναίκα, να ξεχάσει το όνομά της, μα ακόμα κι αυτό έτσι περίεργο που ήταν πώς να ξεχαστεί;

Την έλεγαν Άρια, το όνομά της τον τρέλαινε. Ψηλή, κοκκινομάλλα με πράσινα μάτια. Αυτή η γυναίκα θαρρείς πως ήταν νεράιδα.

Έτσι την αποκάλεσε όταν την πρωτοείδε. Η νεράιδα της Εκάλης κι αυτός ένα φτωχόπαιδο της Νίκαιας. Αλλά ήταν τρελοί ο ένας για τον άλλον. Τέτοιο πάθος δεν είχε ζήσει ξανά κανείς τους.

Ο Μιχάλης τη ζήλευε παθολογικά και η Άρια δεν το άντεχε. Αφού του έδειχνε με κάθε τρόπο την αγάπη της, γιατί να τη ζηλεύει τόσο; Δεν της είχε εμπιστοσύνη, φοβόταν πως θα τον παράταγε. Όμως τον αγαπούσε πολύ για να κάνει κάτι τέτοιο.

Η ζήλια του είχε φτάσει στο απροχώρητο. Η νεράιδά του κουράστηκε κι άρχισε να βλέπει άλλον. Έναν που γνώρισε τυχαία αλλά τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Έψαχνε διαρκώς τρόπους να το πει στον Μιχάλη και να χωρίσουν. Μέχρι να του το πει όμως, είχε γίνει τάρανδος.

Τα αποκαλυπτήρια έγιναν ένα βράδυ, μετά από έναν ακόμα τσακωμό τους. Του είπε πως έβλεπε άλλον και το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι σχεδίαζε να τον παντρευτεί.

 «Βαρέθηκα με τη ζήλια σου. Πώς το λένε; Κουράστηκα! Έχεις ξεφύγει τελείως. Ξέρω ότι είχες βάλει κάποιον να με παρακολουθεί. Αν είναι δυνατόν! Είμαι άδικη που σε χωρίζω;»

«Σε ζήλευα γιατί σε αγαπούσα, Άρια! Δεν σου είχα εμπιστοσύνη όμως κι όπως φαίνεται, είχα δίκιο. Ναι, σε παρακολουθούσα γιατί δεν άντεχα στιγμή χωρίς να ξέρω πού είσαι».

«Είσαι τρελός; Πάντα σου έλεγα που πάω και τι κάνω, ποτέ δεν είχα κρυφτεί μέχρι που έφτασε η στιγμή που έπρεπε να το κάνω».

«Ναι, πάντα μου έλεγες αλλά εγώ δεν μπορούσα να σε πιστέψω».

Και, κάπως έτσι, χώρισαν. Η Άρια μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε. Ο Μιχάλης θυμήθηκε την παλιά του αγάπη. Το ποτό. Αυτός, η μπύρα στο χέρι και το πόδι στο γκάζι, να τρέχει σαν τρελός στην Κηφισίας. Κόκκινο φανάρι δεν υπήρχε για κείνον.

Να τρέχει για να ξεχάσει την Άρια, να τη βγάλει από μέσα του. Να σταματήσει να πονάει και να μη σκέφτεται. Ξαφνικά, ένας δυνατός κρότος ακούστηκε. Ο Μιχάλης βυθίστηκε σ’ έναν γλυκό ύπνο. Ονειρεύτηκε πως παντρευόταν με την Άρια.

 «Θα ζήσει, γιατρέ; Πώς είναι το παιδί μου;»

«Μην ανησυχείτε, παρόλο που η σύγκρουση ήταν σφοδρή, τη γλίτωσε .Θα χρειαστεί όμως να μείνει το πόδι του στον γύψο για έναν μήνα. Περαστικά του!»

Ο Μιχάλης μόλις είχε ξυπνήσει από τη νάρκωση. Πόσο πολύ πονούσε το κεφάλι του! Ένιωθε λες και το είχε χτυπήσει στον τοίχο.

«Ξύπνησες, γιόκα μου; Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά».

«Ποιος είμαι; Τι μου συμβαίνει;»

«Γιατρέεεε!»

Σοφία Μπαλάσκα

Με λένε Σοφία Μπαλάσκα. Αντίκρισα τον κόσμο για πρώτη φορά μια Κυριακή του Αυγούστου του 1991, σ’ ένα μικρό χωριό στον Πύργο Ηλείας. Από μικρή θα έλεγα ότι είχα έρωτα με τα βιβλία. Λάτρευα τη μυρωδιά τους. Στην πορεία αποφάσισα ότι ήθελα μια μέρα να γράψω ένα κι εγώ. Άρχισα κρατάω ημερολόγιο. Στη συνέχεια να γράφω μικρές ιστορίες. Έγραφα για μένα. Μια ιεροτελεστία για την ψυχή μου. Σπούδασα Δημοσιογραφία αλλά δεν ασχολήθηκα ποτέ με το αντικείμενο. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπάρχει πάντα η συγγραφή. «Αν θα μπορούσα τον κόσμο ν’ άλλαζα», θα τον «έχτιζα» με βιβλία. Να μαζεύουν οι άνθρωποι γνώση, όπως οι μέλισσες  μαζεύουν  το νέκταρ απ’ τα λουλούδια. 

Η Σοφία παρακολούθησε τον έβδομο κύκλο του εργαστηρίου συγγραφής Αλάτι και συμμετέχει με κείμενά της στο βιβλίο μας:

Μολύβι με γόμα (υπό έκδοση)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για τις μαμάδες της καρδιάς

  Γιαμουρίδου Κική Η λέξη «μητέρα» δεν αφορά μόνο τις γυναίκες που γεννούν ένα παιδί. Με το σπαθί τους χαρακτηρίζονται μανούλες κι εκείνες...