Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

10 ερωτήσεις στη Βούλα Νάνη

 


1.Πότε και γιατί ξεκίνησες να γράφεις;

Πρώτη γραφή στα μαθητικά και φοιτητικά χρόνια. Μετά η δουλειά και η οικογένεια ήρθαν σε προτεραιότητα. Τώρα νομίζω είναι η κατάλληλη στιγμή, η πιο ώριμη και υπάρχει περισσότερος διαθέσιμος χρόνος. Η γραφή είναι ανάγκη. Θέλεις να πεις αυτά που με άλλον τρόπο δεν μπορείς. Αυτά που πρέπει, οπωσδήποτε, να βγουν προς τα έξω.

2.Σε ποιον ποιητή θα έκανες το τραπέζι;

Στον Κώστα Καρυωτάκη. Αγαπημένος.

3.Με ποια ποιήτρια θα έπινες καφέ;

Με τη Μαρία Πολυδούρη. Θα είχαμε να πούμε πολλά.

4.Αν οι λέξεις κινδύνευαν κι έπρεπε να φυλάξεις οπωσδήποτε μία για το μέλλον, ποια θα ήταν αυτή;

Πίστη.

5.Αν έβρισκες ένα μαγικό ραβδί, ποιο όνειρό σου θα πραγματοποιούσες;

Τον γύρο του κόσμου.

6.Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνεις μόλις ξυπνήσεις και το τελευταίο πριν κοιμηθείς;

Λέω ένα ευχαριστώ για την ημέρα κάνοντας τον σταυρό μου.

7.Ποιο βιβλίο διαβάζεις αυτή την περίοδο;

Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου.

8.«Αλάτι»: τι σου έρχεται στο μυαλό όταν το ακούς;

«Νοστίμισε» τις μέρες μου απ’ όταν το βρήκα. Είμαι ευγνώμων.

9. «Ο Χρόνος παράξενα σωπαίνει». Τι πρέπει να γνωρίζει το αναγνωστικό κοινό για τη συλλογή σου;

Είναι η φωνή μου απέναντι στις έντονες υπαρξιακές αναζητήσεις με αισιόδοξη ενατένιση της ζωής και με ελπιδοφόρο βλέμμα στο μέλλον.

10.Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σου σχέδια;

Γράφω συνεχώς ποιήματα με στόχο μια νέα ποιητική συλλογή με θέμα τις γυναίκες μάγισσες- μάντισσες. Πειραματίζομαι και στα διηγήματα, γιατί τα αγαπώ πολύ.

Η Βούλα Νάνη γεννήθηκε στην Πρέβεζα, όπου ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Ιωαννίνων και έκανε το μεταπτυχιακό της στην Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πατρών. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής, κυρίως διήγημα και ποίηση, και είναι μέλος τοπικής θεατρικής ομάδας. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικές ανθολογίες και ηλεκτρονικά περιοδικά. Η γραφή είναι μια ανάγκη συνομιλίας πρωταρχικά με τον εαυτό της και στη συνέχεια με τους άλλους.

 

Η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο Ο Χρόνος παράξενα σωπαίνει, κυκλοφορεί απ’ τις Εκδόσεις Αλάτι.

 


Απ’ το οπισθόφυλλο του βιβλίου:


Να πλέξω θέλω

Μικρές στιγμές

Αβάφτιστες

Τον Χρόνο της ζωής μου

Ύστερα να ενώσω τα κομμάτια

Να μεταλάβω

Βρέφος εγώ

Την αγκαλιά τους

 

https://www.ekdoseisalati.com/p/o-chronos-paraxena-sopainei/

 

 

 

 

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

«Κι ο μήνας έχει εννιά…»

 


Αγγέλου Αγάπη

«Μαμά, κι εδώ χιονίζει, η Σίλια και η Λέα ξετρελάθηκαν».

«Πόσο χαίρομαι! Δεν θα έχει σχολείο και θα παίξει στα χιόνια».

«Έχει τηλεκπαίδευση όμως…»

«Ας μην παρακολουθήσει μια φορά».

«Δεν γίνεται, θα μείνει πίσω και...» συνέχισε να αραδιάζει χίλια δυο.

Θυμάμαι εμένα παιδί. Η χαρά μου για το χιόνι ήταν απερίγραπτη. Τα παιχνίδια με τα παιδιά της γειτονιάς, ονειρεμένα. Ένα θαύμα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ορεινό χωριό, ήξερα πως θα δούμε ξανά χιόνι, το ξέραμε κι όμως παρέμενε θαύμα. Κολλούσα στο τζάμι το πρόσωπό μου και με τις πρώτες νιφάδες έτρεχα έξω. Γέλια, χαμόγελα, χαρά, αγάπη, χιονάνθρωποι, κυλιόμασταν μέσα του και τίποτ’ άλλο δεν υπήρχε. Ξεγνοιασιά και χαρά, ζωή κι ο μήνας έχει εννιά.

Σήμερα έξω έχει χιόνι μα δεν υπάρχουν παιδιά.

Δεν φτιάχνουν χιονάνθρωπο, δεν ακούω γέλια.

Πάγωσε η καρδιά μου, όχι απ’ το χιόνι.

Έχασα εκείνα τα παιδιά.

Μόνο νιφάδες μείνανε κι αυτές κρυμμένες πίσω από οθόνες που δεν γελούν, δεν παίζουν.

Μα εγώ θα ψάχνω να βρω εκείνα τα παιδιά.

Εκείνα τα χρόνια που ξέγνοιαστα τσουλούσαμε στις λεκάνες μέσα στα χιόνια, ένα τσούρμο παιδιά κι ο μήνας είχε εννιά…

 

Κασσελούρη Αναστασία

Μα τι μέρα και τούτη που ξημέρωσε. Έβαλε το ρολόι να ξυπνήσει αλλά ούτε που το άκουσε.

Σηκώθηκε νωχελικά, τεντώθηκε και τράβηξε προς την κουζίνα.

Έξω ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Πρέπει να βιαστεί γιατί το ραντεβού των 8 και 30 είναι σημαντικό.

Ξανακοιτάζει το ρολόι. Άργησε.

«Δεν βαριέσαι, χωρίς καφέ δεν πάω πουθενά».

Βάζει το μπρίκι και σε λίγο κατεβάζει τις πρώτες γουλιές.

Ντύνεται ζεστά, παίρνει τη μεγάλη ομπρέλα και βγαίνει.

Οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι.

Μπαίνει στο αυτοκίνητο και για κακή του τύχη δεν παίρνει μπρος.

«Δεν βαριέσαι, θα πάρω ταξί».

Κρεμασμένος κάτω από την ομπρέλα κι ενώ ψάχνει ταξί, ο ασυνείδητος που πέρασε τον έλουσε από πάνω μέχρι κάτω.

«Δεν βαριέσαι, θα πάω να αλλάξω».

Σε λίγο είναι πάλι στην αναζήτηση.

Η κίνηση είναι απίστευτη, όπως κάθε φορά που βρέχει.

Η ώρα είναι 8 και 25.

«Κολλήσαμε στο κυκλοφοριακό κομφούζιο...» του λέει ο ταξιτζής.

Η ώρα είναι 9 ακριβώς.

«Δε βαριέσαι. Θα φτάσουμε, μη σκας» του απαντά.

 

Κορδώνη Αρίστη

Κι ο μήνας έχει εννιά και κάθε εννιά του μήνα ντύνομαι ανέμελη. Δεν με νοιάζει να βιαστώ για τη δουλειά, να πληρώσω λογαριασμούς, να λογαριαστώ με λογισμούς. Κάθε εννιά του μήνα ντύνομαι παιδί που μόνη έννοια έχει να παίξει κυνηγητό στη γειτονιά πριν νυχτώσει και το φωνάξουν να γυρίσει σπίτι. Έννοια και εννιά δεν παν μαζί κι ας μοιάζουν. Κάθε εννιά του μήνα ντύνομαι ψεύτικος ντουνιάς και θυμάμαι τη γιαγιά μου. Το τραγουδούσε με τόση ψυχή που δεν άφηνε περιθώριο να αμφιβάλλεις πως στις εννιά του μήνα τίποτα δεν αξίζει τη στενοχώρια σου. Λοιπόν, ο μήνας έχει εννιά και κάθε εννιά είναι πολύ κοντά μα τόσο μακριά από δέκα. Κάθε δέκα κρύβει το στρογγύλεμα, την προσδοκία, το άριστο, αλλά κάθε εννιά έχει την ελπίδα πως κι έτσι ή κι αλλιώς όλα θα πάνε καλά. Ας ήταν δύο φορές του μήνα εννιά ή, έστω, ας γινόμουν παιδί για λίγο ξανά. Ίσως να έπαιζα στη γειτονιά ή να μου τραγουδούσε η γιαγιά μια ακόμα φορά.

 

Κουρτζόγλου Στέλλα

«Ο μήνας έχει εννιά...» φώναζε θυμωμένη κουνώντας το χέρι η γριά Ντοντόλενα στον άντρα της, κάθε μέρα, όταν γύριζε από τα ζώα τους. Παιδί εγώ τότε μέτραγα ώρες, μέρες, βδομάδες, εννιά δεν μου ’βγαιναν. Η Ντοντόλενα ήταν μια γριά που κανένας δεν θα ήθελε να την έχει σπίτι του, τι κι αν είχε εννιά παιδιά, εννιά κότες, ναι ναι τις μέτρησα, εννιά γλάστρες και εννιά παράθυρα, χαμόγελο δεν είχε. Ενώ ο γερο Τσότσος τι κι αν πέρασε κατοχή και πείνα, πάντα της χαμογελούσε γλυκά και σιγοτραγουδουσε. Σαν μεγάλωσα κατάλαβα το θέλει η ζωή το εννιά της. Έχει πίκρες, έχει όμως και φως, πολύ φως, σαν τις μέρες που ο μήνας έχει εννιά. Αν το προσέξεις, έχουν πάντα ήλιο. Την προηγούμενη Κυριακή είχε παγωνιά, αλλά βλέπεις το ημερολόγιο έγραφε εννιά και είχε ήλιο! Πήγα στο χωριό, να ανάψω το καντήλι της γιαγιάς μου, πέρασα από ένα μνήμα, έγραφε το όνομα εκείνης της γριάς, ήταν νέα στη φωτογραφία και σαν να χαμογελούσε, έφυγε στα ενενήντα της, έναν Σεπτέμβρη που ο μήνας είχε εννιά. Άναψα και το δικό της καντήλι. Στη σκέψη ότι ο γερο Τσότσος θα είναι δίπλα της, να της λέει «Εδώ πάνω, γυναίκα, πάντα εννιά έχει ο μήνας», χαμογέλασα.

 

Ρηγάτου Βασιλική

Κι ο μήνας έχει εννιά… Προφανώς κι ο μήνας έχει εννιά γι’ αυτούς! Όλες τις ημέρες, όλους τους μήνες, όλα τα χρόνια. Γι’ αυτούς είναι η ζωή… Ούτε άγχος, ούτε στενοχώριες, ούτε τίποτα! Μόνο καλοπέραση και βόλεψη. Κι οι υπόλοιποι ας κόψουν τον λαιμό τους. Η λέξη «συναδελφικότητα» ούτε καν βρίσκεται στο λεξιλόγιό τους. Έρχονται στις οκτώ το πρωί, κύριοι, με έναρξη ωραρίου στις επτά, με βήμα αργό και τον σπιτικό φραπέ στο χέρι. Κάτι να τακτοποιηθούν, κάτι να αστειευτούν, κάτι να κάνουν τσιγάρο έχει πάει δέκα. Θα ανοίξουν τον υπολογιστή κι αφού πρώτα χαζέψουν όλη την επικαιρότητα, θα καταδεχτούν να ασχοληθούν και με τα καθήκοντά τους. Σίγουρα κάτι θα βρουν για να γκρινιάξουν: μα το σύστημα έχει πέσει, μα οι κυβερνήσεις τούς ρίχνουν στη μοιρασιά και κάπως έτσι φτάνει δωδεκάμισι. Ιερή ώρα. Η ώρα του επόμενου καφέ. Του αγοραστού αυτή τη φορά. Και της τυρόπιτας. Λένε το γνωστό: «Βγαίνω για λίγο να ξεμουδιάσω» και ξεχνάνε να γυρίσουν. Καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι, αισθάνονται αδικημένοι από τη ζωή, που πρέπει να δουλεύουν. Βαριεστημένοι, με ακόμα πιο αργό βήμα, επιστρέφουν στο γραφείο, για να δώσουν λίγο το παρόν κι ύστερα μαζεύουν τα πράγματά τους και φεύγουν. Τρεις παρά. Ο μήνας έχει σίγουρα εννιά!

 

Ρόκα Σοφία

Η βροχή πέφτει με το τουλούμι, ποτάμια έγιναν τα δρομάκια της γειτονιάς κι εγώ δεν θέλω να βγω από τη ζεστασιά των σκεπασμάτων. Κουκουλώνομαι ακόμα περισσότερο και χαζεύω το γατούλι, που χαζεύει ένα περιστέρι στα σύρματα που ατάραχο χαζεύει τη βροχή.

Ο γάτος δεν έχει καμία αγωνία. Ζει με τη σιγουριά ότι πάντα θα βρίσκεται στη θαλπωρή του σπιτιού. Και πάντα θα επιλέγει αν θα κοιμηθεί ή αν θα παίξει με τα παιχνίδια του. Αν θα φάει ή θα πιει νερό.

Εγώ, αντιθέτως, αμφιταλαντεύομαι.

Ανάμεσα σε ένα «πρέπει» και ένα «δεν θέλω», αποφασίζω να μη θέλω. Επιλέγω να μείνω στο φιλόξενο δωμάτιό μου, να φτιάξω ζεστό τσάι και να φάω μπισκότα βουτύρου.

Τηλεφωνώ στο γραφείο και δηλώνω εργασία από το σπίτι.

Αυτή τη βροχερή μέρα θα ζήσω σαν το γάτο κι εγώ. Ατάραχη, ασφαλής και ήρεμη θα απολαύσω τη βροχή. Την έτοιμη δικαιολογία ξεστομίζω πάραυτα.

«Μα δεν έβρεξε φέτος! Ελάχιστες τέτοιες βροχερές ευκαιρίες».

Κι ο μήνας έχει εννιά!

 

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

10 ερωτήσεις στη Σόνια Τσιουτσιουλικλή

 


1.Πότε και γιατί ξεκίνησες να γράφεις;

Ξεκίνησα να γράφω τα πρώτα μου ποιήματα στην εφηβική ηλικία. Τότε ήμουν πολύ ντροπαλή και εσωστρεφής και η αποτύπωση των σκέψεων και των συναισθημάτων μου λειτουργούσε για μένα λυτρωτικά. Για πολλά χρόνια δεν έγραφα, δυστυχώς, καθόλου, μέχρι την εποχή του κορονοϊού, καθώς τότε είχα αρκετό χρόνο για να ξεκινήσω μαθήματα δημιουργικής γραφής. Έτσι, άρχισα και πάλι να γράφω, μετά από πάρα πολλά χρόνια, από τη βαθύτερη ανάγκη μου για επικοινωνία με τον εαυτό μου και τον κόσμο γύρω μου.  

2.Σε ποιον ποιητή θα έκανες το τραπέζι;

Στον Γιώργο Σεφέρη, αν ήταν εν ζωή. Είναι ο ποιητής που διάβαζα ιδιαίτερα στην εφηβεία.

3.Με ποια ποιήτρια θα έπινες καφέ;

Με την Κική Δημουλά, αν ζούσε. Λατρεύω την ευστροφία και τον προβληματισμό που βγάζει στα ποιήματά της. Θα πήγαινα, ωστόσο, για καφέ και με οποιαδήποτε σύγχρονη γνωστή ή άγνωστη ποιήτρια, αν το κίνητρο γραφής της είναι η αγάπη για την ποίηση και τον άνθρωπο.

4.Αν οι λέξεις κινδύνευαν κι έπρεπε να φυλάξεις οπωσδήποτε μία για το μέλλον, ποια θα ήταν αυτή;

Η δημιουργία.

5.Αν έβρισκες ένα μαγικό ραβδί, ποιο όνειρό σου θα πραγματοποιούσες;

Ένα σπιτάκι με μια τεράστια βιβλιοθήκη και ένα γραφείο με θέα τη θάλασσα.

6.Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνεις μόλις ξυπνήσεις και το τελευταίο πριν κοιμηθείς;

Προσπαθώ το τελευταίο διάστημα να αυτοπειθαρχώ και να ξυπνάω με πρωινή γιόγκα. Το τελευταίο πράγμα που κάνω πριν κοιμηθώ είναι να στέλνω την καληνύχτα μου στην κόρη μου που έφυγε για σπουδές. 

7.Ποιο βιβλίο διαβάζεις αυτή την περίοδο;

Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι του Vuong Ocean.

8.«Αλάτι»: τι σου έρχεται στο μυαλό όταν το ακούς;

To «αλάτι της ζωής μου», το όνειρό μου που έγινε πραγματικότητα: ανάμεσα σε τόσα βιβλία, στα ράφια του βιβλιοπωλείου που πήγαινα χρόνια, βρέθηκε και ένα δικό μου. Ευγνώμων για πάντα για αυτό...

9. Ραγισμένα Προσωπεία. Τι πρέπει να γνωρίζει το αναγνωστικό κοινό για τη συλλογή σου;

Είναι η πρώτη μου απόπειρα για σύνθεση μιας ποιητικής συλλογής και το πρώτο μου βιβλίο. Στα ποιήματα οι μύθοι σπάνε και οι τραγικοί ήρωες αποκτούν φωνή, καθώς αφήνουν το παρελθόν τους και βαδίζουν ανάμεσά μας στο σήμερα.

10.Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σου σχέδια.

Είμαι στο στάδιο που δοκιμάζομαι σε όλα τα συγγραφικά είδη για να αποφασίσω με ποιο θα ήθελα κυρίως να ασχοληθώ. Ωστόσο, έχω σχεδόν έτοιμο ένα μυθιστόρημα, και θα χαρώ κάποια στιγμή στο μέλλον να το δω και αυτό σε κάποιο ράφι ενός βιβλιοπωλείου.

Η Σόνια Τσιουτσιουλικλή γεννήθηκε το 1975 στη Γερμανία από πατέρα Έλληνα και μητέρα Κροάτισσα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια ζει και εργάζεται στην Κύπρο ως Φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Εκπόνησε μεταπτυχιακή διατριβή πάνω στην Κλασική Φιλολογία και ασχολείται με το θέατρο, τη μουσική και τον χορό. Το τελευταίο διάστημα κάνει τα πρώτα της βήματα στη συγγραφή κειμένων και στην εικονογράφηση. Η ποιητική συλλογή «Ραγισμένα προσωπεία» βρέθηκε στη βραχεία λίστα διαγωνισμού των εκδόσεων Αλάτι και αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη της ποιητική συλλογή. Συμμετέχει στα συλλογικά βιβλία των εκδόσεων Αλάτι «Ξεθωριασμένες πεταλούδες» και «Σε μια κόλλα λευκή» (2022). Βραβεύτηκε με Έπαινο στην κατηγορία «Παιδικό παραμύθι» από τις εκδόσεις Ηλιαχτίδα (2021), ενώ η ΔΗ.Κ.ΕΠ. Αιγιαλείας σε συνεργασία με την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών τής έδωσε τιμητική διάκριση για ένα ποίημά της (2022).

 

Η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο Ραγισμένα Προσωπεία, κυκλοφορεί απ’ τις Εκδόσεις Αλάτι.

 


Απ’ το οπισθόφυλλο του βιβλίου:


Φαίδρα

 

Την ξέρουν πλέον όλοι στη γειτονιά.

Ακόμη παραλύει στη θέα της μορφής του.

Τα άκρα της τρέμουν

και το κεφάλι της βαραίνει

στην παραδοχή του ανήθικου πόθου.

Έρμαιο στα χέρια της Αφροδίτης.

«Ανίερη! Βρόμικη!» της φωνάζουν.

Αργοσέρνει τον χιτώνα της

μπροστά στο σπίτι του ψεύτη,

του κλέφτη, του δολοφόνου.

Αυτή είναι η καινούργια στη γειτονιά.

Κάποιον πρέπει να χλευάσουν.

 

https://www.ekdoseisalati.com/p/ragismena-prosopeia

 

 

 

 




 

 

 

 

 

Μεγάλη Πέμπτη (τρίστιχα)

  Γιαμουρίδου Κική Μυστικός Δείπνος Αγκάθινο στεφάνι Κόκκινα αυγά   Γκιντίδου Δήμητρα Σκύβεις στα πόδια ευλαβικά τα πλένεις ...