Αγγέλου
Αγάπη
«Μαμά, κι εδώ
χιονίζει, η Σίλια και η Λέα ξετρελάθηκαν».
«Πόσο χαίρομαι!
Δεν θα έχει σχολείο και θα παίξει στα χιόνια».
«Έχει τηλεκπαίδευση
όμως…»
«Ας μην
παρακολουθήσει μια φορά».
«Δεν γίνεται, θα
μείνει πίσω και...» συνέχισε να αραδιάζει χίλια δυο.
Θυμάμαι εμένα
παιδί. Η χαρά μου για το χιόνι ήταν απερίγραπτη. Τα παιχνίδια με τα παιδιά της
γειτονιάς, ονειρεμένα. Ένα θαύμα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ορεινό χωριό, ήξερα
πως θα δούμε ξανά χιόνι, το ξέραμε κι όμως παρέμενε θαύμα. Κολλούσα στο τζάμι
το πρόσωπό μου και με τις πρώτες νιφάδες έτρεχα έξω. Γέλια, χαμόγελα, χαρά,
αγάπη, χιονάνθρωποι, κυλιόμασταν μέσα του και τίποτ’ άλλο δεν υπήρχε. Ξεγνοιασιά
και χαρά, ζωή κι ο μήνας έχει εννιά.
Σήμερα έξω έχει
χιόνι μα δεν υπάρχουν παιδιά.
Δεν φτιάχνουν
χιονάνθρωπο, δεν ακούω γέλια.
Πάγωσε η καρδιά
μου, όχι απ’ το χιόνι.
Έχασα εκείνα τα
παιδιά.
Μόνο νιφάδες
μείνανε κι αυτές κρυμμένες πίσω από οθόνες που δεν γελούν, δεν παίζουν.
Μα εγώ θα ψάχνω
να βρω εκείνα τα παιδιά.
Εκείνα τα χρόνια
που ξέγνοιαστα τσουλούσαμε στις λεκάνες μέσα στα χιόνια, ένα τσούρμο παιδιά κι
ο μήνας είχε εννιά…
Κασσελούρη
Αναστασία
Μα τι μέρα και
τούτη που ξημέρωσε. Έβαλε το ρολόι να ξυπνήσει αλλά ούτε που το άκουσε.
Σηκώθηκε
νωχελικά, τεντώθηκε και τράβηξε προς την κουζίνα.
Έξω ρίχνει
καρεκλοπόδαρα. Πρέπει να βιαστεί γιατί το ραντεβού των 8 και 30 είναι
σημαντικό.
Ξανακοιτάζει το
ρολόι. Άργησε.
«Δεν βαριέσαι,
χωρίς καφέ δεν πάω πουθενά».
Βάζει το μπρίκι
και σε λίγο κατεβάζει τις πρώτες γουλιές.
Ντύνεται ζεστά,
παίρνει τη μεγάλη ομπρέλα και βγαίνει.
Οι δρόμοι είναι
πλημμυρισμένοι.
Μπαίνει στο
αυτοκίνητο και για κακή του τύχη δεν παίρνει μπρος.
«Δεν βαριέσαι,
θα πάρω ταξί».
Κρεμασμένος κάτω
από την ομπρέλα κι ενώ ψάχνει ταξί, ο ασυνείδητος που πέρασε τον έλουσε από
πάνω μέχρι κάτω.
«Δεν βαριέσαι,
θα πάω να αλλάξω».
Σε λίγο είναι
πάλι στην αναζήτηση.
Η κίνηση είναι
απίστευτη, όπως κάθε φορά που βρέχει.
Η ώρα είναι 8
και 25.
«Κολλήσαμε στο
κυκλοφοριακό κομφούζιο...» του λέει ο ταξιτζής.
Η ώρα είναι 9
ακριβώς.
«Δε βαριέσαι. Θα
φτάσουμε, μη σκας» του απαντά.
Κορδώνη
Αρίστη
Κι ο μήνας έχει
εννιά και κάθε εννιά του μήνα ντύνομαι ανέμελη. Δεν με νοιάζει να βιαστώ για τη
δουλειά, να πληρώσω λογαριασμούς, να λογαριαστώ με λογισμούς. Κάθε εννιά του
μήνα ντύνομαι παιδί που μόνη έννοια έχει να παίξει κυνηγητό στη γειτονιά πριν
νυχτώσει και το φωνάξουν να γυρίσει σπίτι. Έννοια και εννιά δεν παν μαζί κι ας
μοιάζουν. Κάθε εννιά του μήνα ντύνομαι ψεύτικος ντουνιάς και θυμάμαι τη γιαγιά
μου. Το τραγουδούσε με τόση ψυχή που δεν άφηνε περιθώριο να αμφιβάλλεις πως
στις εννιά του μήνα τίποτα δεν αξίζει τη στενοχώρια σου. Λοιπόν, ο μήνας έχει
εννιά και κάθε εννιά είναι πολύ κοντά μα τόσο μακριά από δέκα. Κάθε δέκα κρύβει
το στρογγύλεμα, την προσδοκία, το άριστο, αλλά κάθε εννιά έχει την ελπίδα πως
κι έτσι ή κι αλλιώς όλα θα πάνε καλά. Ας ήταν δύο φορές του μήνα εννιά ή, έστω,
ας γινόμουν παιδί για λίγο ξανά. Ίσως να έπαιζα στη γειτονιά ή να μου τραγουδούσε
η γιαγιά μια ακόμα φορά.
Κουρτζόγλου
Στέλλα
«Ο μήνας έχει
εννιά...» φώναζε θυμωμένη κουνώντας το χέρι η γριά Ντοντόλενα στον άντρα της,
κάθε μέρα, όταν γύριζε από τα ζώα τους. Παιδί εγώ τότε μέτραγα ώρες, μέρες,
βδομάδες, εννιά δεν μου ’βγαιναν. Η Ντοντόλενα ήταν μια γριά που κανένας δεν θα
ήθελε να την έχει σπίτι του, τι κι αν είχε εννιά παιδιά, εννιά κότες, ναι ναι
τις μέτρησα, εννιά γλάστρες και εννιά παράθυρα, χαμόγελο δεν είχε. Ενώ ο γερο
Τσότσος τι κι αν πέρασε κατοχή και πείνα, πάντα της χαμογελούσε γλυκά και
σιγοτραγουδουσε. Σαν μεγάλωσα κατάλαβα το θέλει η ζωή το εννιά της. Έχει πίκρες,
έχει όμως και φως, πολύ φως, σαν τις μέρες που ο μήνας έχει εννιά. Αν το
προσέξεις, έχουν πάντα ήλιο. Την προηγούμενη Κυριακή είχε παγωνιά, αλλά βλέπεις
το ημερολόγιο έγραφε εννιά και είχε ήλιο! Πήγα στο χωριό, να ανάψω το καντήλι
της γιαγιάς μου, πέρασα από ένα μνήμα, έγραφε το όνομα εκείνης της γριάς, ήταν
νέα στη φωτογραφία και σαν να χαμογελούσε, έφυγε στα ενενήντα της, έναν
Σεπτέμβρη που ο μήνας είχε εννιά. Άναψα και το δικό της καντήλι. Στη σκέψη ότι
ο γερο Τσότσος θα είναι δίπλα της, να της λέει «Εδώ πάνω, γυναίκα, πάντα εννιά
έχει ο μήνας», χαμογέλασα.
Ρηγάτου
Βασιλική
Κι ο μήνας έχει
εννιά… Προφανώς κι ο μήνας έχει εννιά γι’ αυτούς! Όλες τις ημέρες, όλους τους μήνες,
όλα τα χρόνια. Γι’ αυτούς είναι η ζωή… Ούτε άγχος, ούτε στενοχώριες, ούτε
τίποτα! Μόνο καλοπέραση και βόλεψη. Κι οι υπόλοιποι ας κόψουν τον λαιμό τους. Η
λέξη «συναδελφικότητα» ούτε καν βρίσκεται στο λεξιλόγιό τους. Έρχονται στις
οκτώ το πρωί, κύριοι, με έναρξη ωραρίου στις επτά, με βήμα αργό και τον σπιτικό
φραπέ στο χέρι. Κάτι να τακτοποιηθούν, κάτι να αστειευτούν, κάτι να κάνουν
τσιγάρο έχει πάει δέκα. Θα ανοίξουν τον υπολογιστή κι αφού πρώτα χαζέψουν όλη
την επικαιρότητα, θα καταδεχτούν να ασχοληθούν και με τα καθήκοντά τους.
Σίγουρα κάτι θα βρουν για να γκρινιάξουν: μα το σύστημα έχει πέσει, μα οι
κυβερνήσεις τούς ρίχνουν στη μοιρασιά και κάπως έτσι φτάνει δωδεκάμισι. Ιερή
ώρα. Η ώρα του επόμενου καφέ. Του αγοραστού αυτή τη φορά. Και της τυρόπιτας.
Λένε το γνωστό: «Βγαίνω για λίγο να ξεμουδιάσω» και ξεχνάνε να γυρίσουν.
Καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι, αισθάνονται αδικημένοι από τη ζωή, που πρέπει να
δουλεύουν. Βαριεστημένοι, με ακόμα πιο αργό βήμα, επιστρέφουν στο γραφείο, για
να δώσουν λίγο το παρόν κι ύστερα μαζεύουν τα πράγματά τους και φεύγουν. Τρεις
παρά. Ο μήνας έχει σίγουρα εννιά!
Ρόκα
Σοφία
Η βροχή πέφτει
με το τουλούμι, ποτάμια έγιναν τα δρομάκια της γειτονιάς κι εγώ δεν θέλω να βγω
από τη ζεστασιά των σκεπασμάτων. Κουκουλώνομαι ακόμα περισσότερο και χαζεύω το
γατούλι, που χαζεύει ένα περιστέρι στα σύρματα που ατάραχο χαζεύει τη βροχή.
Ο γάτος δεν έχει
καμία αγωνία. Ζει με τη σιγουριά ότι πάντα θα βρίσκεται στη θαλπωρή του
σπιτιού. Και πάντα θα επιλέγει αν θα κοιμηθεί ή αν θα παίξει με τα παιχνίδια
του. Αν θα φάει ή θα πιει νερό.
Εγώ, αντιθέτως,
αμφιταλαντεύομαι.
Ανάμεσα σε ένα «πρέπει»
και ένα «δεν θέλω», αποφασίζω να μη θέλω. Επιλέγω να μείνω στο φιλόξενο δωμάτιό
μου, να φτιάξω ζεστό τσάι και να φάω μπισκότα βουτύρου.
Τηλεφωνώ στο
γραφείο και δηλώνω εργασία από το σπίτι.
Αυτή τη βροχερή
μέρα θα ζήσω σαν το γάτο κι εγώ. Ατάραχη, ασφαλής και ήρεμη θα απολαύσω τη
βροχή. Την έτοιμη δικαιολογία ξεστομίζω πάραυτα.
«Μα δεν έβρεξε
φέτος! Ελάχιστες τέτοιες βροχερές ευκαιρίες».
Κι ο μήνας έχει
εννιά!