Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

«Ήταν φθινόπωρο όταν…»

 


Μακαριάν Μαριάννα

Από την αρχή

Ήταν φθινόπωρο όταν πήρα την απόφαση να κυνηγήσω τη ζωή που ήθελα και να αφήσω εκείνη που ζούσα. Ο φόβος ήταν ανέκαθεν η κινητήρια δύναμή μου. Εκεί που φοβόμαστε να πάμε, εκεί πρέπει να πηγαίνουμε κι αυτό ακριβώς έκανα. Για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή, το timing που λένε μερικοί. Και ήξερα πως είχε έρθει όταν πλέον ο φόβος της αλλαγής άρχισε να αλλάζει μαζί μ’ εμένα. Ξερίζωσα τη συνήθεια για το αβέβαιο.

Έφτιαξα μια βαλίτσα με αναμνήσεις, χαμόγελα και θυμούς και άφησα ένα σημείωμα στο τραπέζι της κουζίνας,

«Θα αργήσω».

Ο καθρέφτης στον τοίχο μού χαμογέλασε, δεν είχα σκοπό να γυρίσω κι ας μην το πίστευα ακόμα. Το σημείωμα μια άγκυρα που ουσιαστικά ήξερα πως δεν την χρειαζόμουν.

Ήταν φθινόπωρο θυμάμαι και οι βροχές ακόμα δεν είχαν μουσκέψει το χώμα, όμως ένα νέο κεφάλαιο περίμενε τον τίτλο του πάνω στη λευκή μου σελίδα.

Κλείδωσα την πόρτα και κόλλησα ακόμα ένα σημείωμα «Θα απουσιάζω μέχρι νεοτέρας». Ο δρόμος μπροστά μου ατελείωτος και οι ιδέες σαν χείμαρρος διαδέχονταν η μια την άλλη. Μόνο ένας τίτλος ταίριαζε στη νέα μου σελίδα διότι για να προχωρήσεις είναι απαραίτητο να ξεκινάς όσες φορές κι αν χρειαστεί:

«Από την αρχή».

 

Μπαλάσκα Σοφία

Αλλαγή σελίδας

Ήταν φθινόπωρο όταν πήρα την απόφαση να μετακομίσω σ’ ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας. Παιδί της πόλης από μικρή, δεν φανταζόμουν πως θα έπαιρνα τέτοια απόφαση. Η Αθήνα με είχε κουράσει, έψαχνα απελπισμένα μια διέξοδο διαφυγής, όταν ένα τηλέφωνο μου άλλαξε τη ζωή. Ο δικηγόρος μου με ενημέρωσε ότι είχα κληρονομήσει ένα σπίτι. «Η θεία Εμμέλεια!» φώναξα και δάκρυσα. Αυτή η κληρονομιά τελικά φάνηκε πως ήταν δώρο Θεού. Οι φορές που είχα επισκεφθεί αυτό το χωριό ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού αλλά απ’ όσο θυμάμαι ήταν ένα πολύ όμορφο μέρος με τους πιο φιλόξενους κατοίκους.

Αρχές Σεπτεμβρίου το μικρό χωριό με καλωσόριζε! Το σπίτι της θείας μου ήταν ακριβώς όπως το θυμόμουν, ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι, με τον πιο ωραίο κήπο. Ανυπομονούσα να φυτέψω κι άλλες λεμονιές! Όσο για δουλειά, κάτι θα έκανα. Τα χέρια μου έπιαναν, ποτέ μου δεν φοβήθηκα να δουλέψω. Αυτό το χωριό ήταν ένας μικρός παράδεισος και ένιωθα πως ήταν ήδη δικός μου.

«Καλωσόρισες στο σπίτι σου, κορίτσι μου!» με χαιρέτησε γλυκά η γειτόνισσα.

«Καλώς σας βρήκα!» απάντησα κι έκλεισα το μάτι στην καινούργια μου ζωή.

 

Χαραμή Μεταξία

Ήταν φθινόπωρο όταν σ’ έφερα στον κόσμο. Σεπτέμβρης, με τα πρωτοβρόχια, τα κυκλάμινα κι εσένα που έκλαιγες δυνατά. Δεν ήξερα τι να κάνω! Αν και δεύτερη φορά μάνα, ανησυχούσα. Άκουγα μουσική γιατί αυτό με ηρεμούσε. Ανακάλυψα ότι ηρεμούσε κι εσένα. Να, το πρώτο μας κοινό. Έμαθες να κοιμάσαι με «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», τις «Τέσσερις εποχές» και πληθώρα άλλων μουσικών ακουσμάτων. Όταν μεγάλωσες λίγο, σου τραγουδούσα. Συνήθεια δική μου να τραγουδώ ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό, την ώρα που έκανα δουλειές. Εσύ στο ριλάξ, στο πάρκο ή το καρότσι, με παρατηρούσες με το βλέμμα σου κι όταν άρχιζα το τραγούδι, κρεμόσουν απ’ τα χείλη μου. Ήθελες να με μιμηθείς. Κι ενώ προσπαθούσες, ο Μορφέας παραφύλαγε. Σ’ έπαιρνε στην αγκάλη του. Το παιχνίδι αυτό συνεχίστηκε μέχρι που μεγάλωσες αρκετά. Μιλούσες πια κι έδινες παραγγελίες.  «Άσπα σου» (δεν έλεγες το ρο βλέπεις), που σήμαινε «Βάλε τ’ άσπρα σου», το υπέροχο τραγούδι του Μάνου Λοΐζου με τον Καλατζή, «Σαμιώτισσα», «Θα κεντήσω» κι ο κατάλογος ατελείωτος. Τώρα που έγινες άντρας παρατηρώ ότι η μουσική σε συντροφεύει σ’ ό,τι κι αν κάνεις. Τα ακούσματά σου μου αρέσουν κι η καλύτερη στιγμή για μένα είναι όταν ακούμε μαζί μουσική. Το παιχνιδάκι που ξεκινήσαμε συνεχίζεται, μόνο που τώρα κάνεις εσύ τις επιλογές.

Νοέμβρης

  Ανθίμου Μαρία Σκυτάλη στον Νοεμβρη Το καλαντάρι συνεχίζει αβίαστα Αχνοφάνηκε ο τερματισμός κι ετούτου του χρόνου Νιόβρη πάρε τη σκ...