Αργυρού Νίτσα
Οι Καλικάντζαροι
Ήταν παραμονή Φώτων και εμείς είχαμε αποκάμει να γυρίζουμε όλη μέρα στα κάλαντα. Βολευτήκαμε δίπλα στη φωτιά και αφήσαμε τη γιαγιά να κάνει τη δουλειά της…
…ήταν που λέτε εκείνα τα χρόνια πλάσματα μικρά και παράξενα… μαυριδερά με πεταχτά τα αυτιά και κάτι μακριές ουρές. Μια σταλιά τρομακτικά πλάσματα σαν ανθρωπάκια. Ζούσαν βαθιά μέσα στη γη και όλο το χρόνο προσπαθούσαν να κόψουν ένα μεγάλο δέντρο. Πίστευαν πως εκεί πάνω στέκεται ο κόσμος και είχαν βάλει στον νου τους να τον γκρεμίσουν. Χράτσα χρούτσα κάθε μέρα με τα πριόνια τους. Μόλις κόντευαν να τελειώσουν όμως, πάνω στη γη έρχονταν οι μέρες οι γιορτινές και οι Καλικάντζαροι παρατούσαν τα πριόνια και έτρεχαν να φάνε και να διασκεδάσουν. Όταν κατέβαιναν πάλι στον Κάτω κόσμο έβρισκαν το δέντρο ολόκληρο, λες και δεν είχαν κόψει τίποτα. Άρχιζαν πάλι από την αρχή… και τελειωμό η δουλειά δεν είχε!
Κι εμείς αναρωτιόμασταν πως γινόταν πάλι κανονικό το δέντρο και γιατί έφευγαν οι Καλικάντζαροι αφού καλοπερνούσαν στη γη.
Επειδή φοβόντουσαν τον παπά, συνέχιζε η γιαγιά. Τον έτρεμαν για την ακρίβεια, μόλις τον έβλεπαν με την αγιαστούρα του να αγιάζει τα νερά…
Μα κι εμείς αν τον βλέπαμε ξαφνικά με τα μαύρα ράσα και τα μακριά γένια, θα φοβόμασταν, ψιθυρίζαμε και κρυφογελούσαμε που ούτε παπά βλέπαμε ξαφνικά ούτε Καλικάντζαρους.
Έλα σου όμως που τους Καλικάντζαρους θέλαμε να τους δούμε. Μια βραδιά, όπως τις άλλες, ακούσαμε την ιστορία της γιαγιάς και καταστρώσαμε σχέδιο…
Κάναμε πως μας πήρε ο ύπνος, η γιαγιά έσβησε τα φώτα και ξάπλωσε κι εκείνη. Μόλις σιγουρευτήκαμε ότι κοιμόταν του καλού καιρού, σηκωθήκαμε να πιάσουμε τους Καλικάντζαρους.
Να ένας από δω, να ο άλλος από κει! Τρέχαμε σαν φαντασματάκια να τους αρπάξουμε. Τρεμόπαιζε η φλόγα στο καντήλι. Σουτ ο ένας σουτ ο άλλος, θα ξυπνήσει η γιαγιά! Και δώστου και κυνηγούσαμε τις σκιές μας μέσα στο σκοτάδι.
Κατά το ξημέρωμα χάθηκαν οι σκιές, κουραστήκαμε κι εμείς… Ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε ικανοποιημένοι που τους διώξαμε όλους.
Μόλις χάραξε, ξύπνησε η γιαγιά και έβαλε τις φωνές. Τι ακαταστασία είναι αυτή; Τι έγινε μέσα στη νύχτα; Ποιος θα τα μαζέψει τώρα;
Πεταχτήκαμε όλοι μαζί από το μεγάλο κρεβάτι. Γιαγιά, γιαγιά οι Καλικάντζαροι! Και η γιαγιά δε μπορούσε πια να πει λέξη.
Καραγιάννη Ελένη
Ο καλικάντζαρος της οδού Ανθέων
Μία φορά κι έναν καιρό λίγο πριν τα Θεοφάνια ένας καλικάντζαρος ετοίμαζε με πόνο καρδιάς τη βαλιτσούλα του. Δεν ήταν ένας κακός, μοχθηρός, βρώμικος καλικάντζαρος. Ήταν ένα γλυκούτσικο πλασματάκι με αμυγδαλωτά μάτια και μυτερά αυτιά που μύριζε αφρόλουτρο φράουλα. Φιλοξενούταν στο κέντρο μίας μεγάλης πόλης, στο διαμερισματάκι μίας ηλικιωμένης κυρίας, της κυρίας Ανθούλας. Η κυρία Ανθούλα άνθιζε κάθε χρόνο απ’ τη χαρά της με τον ερχομό του καλικάντζαρου στο σπιτικό της, στην οδό Ανθέων.
Μαζί στόλιζαν το σπίτι, έφτιαχναν γλυκά κι οργάνωναν τις σκανδαλιές. Μία χρονιά ο καλικαντζαράκος ξεσκόνισε με το σουίφερ την πιατέλα με τους κουραμπιέδες της νύφης της. Εκείνη, η καημένη κοκκίνισε από ντροπή για τους φαλακρούς κουραμπιέδες κι η κυρία Ανθούλα έσκασε στα γέλια. Μία άλλη φορά άλλαξε θέση στη ζάχαρη και το αλάτι. Έτσι, όλοι στο σπίτι έπιναν αλμυρό καφέ. Φέτος ανακάτεψε τα δώρα κάτω απ’ το δέντρο. Ο άντρας της κυρίας Ανθούλας πήρε δώρο ένα τρενάκι κι ο εγγονός της ένα ζευγάρι μάλλινες παντόφλες, νούμερο 43.
Η κυρία Ανθούλα μπαίνει στο δωμάτιο. Έχει πλέξει ένα μάλλινο σκούφο κι ένα κασκόλ για τον καλικαντζαράκο της, να τον κρατούν ζεστό στο ταξίδι του για τη χώρα των καλικαντζαραίων.
«Του χρόνου», υπόσχονται ο ένας στον άλλο την ώρα που μικρά, τριχωτά, καθαρά όμως χεράκια με κομμένα νυχάκια γατζώνονται γύρω απ’ τη μέση της κυρίας Ανθούλας της οδού Ανθέων.
Και έζησαν αυτοί καλά, όμορφα κι ανθηρά κι εμείς ακόμα πιο γλυκά!
Καρακούτα Κατερίνα
Το κοριτσάκι που ήθελε να γνωρίσει ένα καλικάντζαρο
Όταν ήμουν μικρή, κάθε χρόνο λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, η γιαγιά μου η καλή μου έλεγε την ίδια ιστορία. Κάτω από τη γη ζούνε καλικάντζαροι σωρό και με κάθε τρόπο προσπαθούν το δέντρο που βαστάει τη γη να κόψουν. Και λίγο πριν το καταφέρουν οι μυρωδιές των χριστουγεννιάτικων λιχουδιών πάνω στη γη τους τραβούν. Το δωδεκαήμερο των γιορτών, σκανταλιές κάνουν όλες τις νύχτες μέχρι η αγιαστούρα του παπά πίσω να τους στείλει. Βρίσκουν το δέντρο της γης γερό και πάλι από την αρχή το κόψιμο αρχίζουν μέχρι τις επόμενες γιορτές!
Είναι αλήθεια ή μήπως παραμύθια; Πάντα με απορία στο τέλος ρωτούσα και το μυστήριο ήθελα να λύσω.
Έτσι, ένα βράδυ αποφάσισα να στήσω μία παγίδα για να πιάσω ένα καλικάντζαρο… Έβαλα πιατέλες με γλυκά γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Παραφύλαξα κρυμμένη λιγάκι παρακεί. Πήγε να με πάρει ο ύπνος όταν ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι είδα ένα μικρό παράξενο πλάσμα με χωμένη τη μουσούδα του μέσα στους κουραμπιέδες. Φορούσε ένα άσπρο σκουφάκι σαν αυτά που φοράνε οι μάγειρες. Μασουλούσε και μονολογούσε «Μακάρι να μπορούσα να μάθω να φτιάχνω και εγώ κουραμπιέδες, πώς θα τα καταφέρω;»
Έτριψα τα ματάκια μου. Όταν τα άνοιξα ξανά το καλικαντζαράκι είχε εξαφανιστεί, το ίδιο και οι κουραμπιέδες. Και όπως έλεγε και η γιαγιά μου ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια.
Κοντόγιαννου Ζωή
Το καλικαντζαράκι
Τσακ και τσουκ και σκρατς και σκρουτς! Παναγιά μου τα κεραμίδια πως χτυπούν! Μην είναι ο αέρας ο δυνατός, μην είναι κανένας καλικάντζαρος τρελός;
Μα πριν προλάβω να σκεφτώ, μαύρο πλασματάκι σκανδαλιάρικο μικρό στο σαλόνι βρίσκεται και στήνει τον χορό. Πάνε τα μελομακάρονα, σκόνη όλοι οι κουραμπιέδες, όσο για τους καναπέδες καλύτερα να μη σας πω!
-Μα καλά γιατί είσαι τόσο άτακτο και ζωηρό; τόλμησα να το ρωτήσω κι από τον φόβο μου λίγο έλειψε να λιποθυμήσω.
-Χιχιχί και χαχαχά! Για κοίτα τώρα ποιος ρωτά! Εγώ είμαι καλικαντζαράκι κι ησυχία δεν ξέρω τι θα πει! Τα Χριστούγεννα λατρεύω γιατί όλες τις νοικοκυρές παιδεύω!
-Μα η μαμά μου θα στεναχωρηθεί και θα κλαίει το πρωί!
-Ε τότε στρώσου αμέσως στη δουλειά! Πάρε σκούπα και πανιά!
-Μα δεν είναι δίκαιο! Δεν τα έκανα εγώ!
-Δίκαιο ξεδίκαιο είναι η μόνη λύση! Και να ξέρεις πως κάθε χρόνο θα έρχομαι εδώ και θα τα κάνω όλα ρημαδιό!
Έτρεξα για να το πιάσω μα εκείνο εξαφανίστηκε μέσα σε χάχανα τρελά και κάθε χρόνο μου έφερνε για δώρο σκούπα και πανιά. Όμως κακία δεν του κρατώ κι ίσως και λιγάκι να το αγαπώ… Τα Χριστούγεννα δεν έχουν νοστιμιά χωρίς τα καλικαντζαράκια τα τρελά…
Μιχαηλίδου Χριστίνα
Μία καλή πράξη
Μια φορά και ένα καιρό, οι παμπόνηροι καλικάντζαροι σκαρφίστηκαν ένα κόλπο για να καταφέρουν να μπουν στα σπίτια. Θα μιμούνταν τη φωνή του Αϊ Βασίλη ώστε να πείσουν τις νοικοκυρές ότι ήρθε γεμάτος δώρα. Πάντα εκείνον τον περίμεναν με ανοιχτές αγκαλιές και γλυκίσματα. Αντίθετα αυτούς τους κυνηγούσαν με φωνές και σκουπόξυλα!
Έτσι κι έγινε. Μόλις το χαρακτηριστικό ΧοΧοΧο ήχησε στα κεραμίδια, οι μαμάδες άνοιξαν την καταπακτή του τζακιού και πήγαν ήσυχες για ύπνο. Τότε οι παρασάνταλοι γρήγοροι και ευκίνητοι γλίστρησαν από την καμινάδα.
Δεν είχαν προλάβει να αναποδογυρίσουν το σακί με το αλεύρι όταν άκουσαν φωνές και κλάματα. Ήταν τα παιδιά που έλεγαν πόσο δυστυχισμένα ένιωθαν που οι μεγάλοι δεν τα άφηναν να βγουν έξω να παίξουν με το χιόνι και τους φίλους τους από τον φόβο των καλικάντζαρων.
«Πάνε οι διακοπές και η ανεμελιά» τσίριζαν απελπισμένα.
Οι επισκέπτες κοιτάχτηκαν σκεπτικοί . Ήξεραν πολύ καλά από γέλια και σκανταλιές και κατάλαβαν τη στενοχώρια τους. Για πρώτη και τελευταία φορά αποφάσισαν να κάνουν μία καλή πράξη. Μάζεψαν τα πράγματα τους και έφυγαν γρήγορα από τη γη για να αφήσουν τους μικρούς να χαρούν ελεύθεροι και ευτυχισμένοι.
Τελικά εκείνη τη χρονιά πέρασαν οι μεγάλοι καλά και τα παιδιά ακόμα καλύτερα!
Σταματίου Λέττα
Μια φορά κι έναν καιρό.. μια ντουζίνα καλικάντζαροι έστησαν το δικό τους πανηγύρι από το βράδυ των Χριστουγέννων. Με τα σιδερένια τους παπούτσια έκαναν τόση φασαρία που κανένας σε αυτό το σπίτι δεν μπορούσε να κλείσει μάτι για μέρες. Αλίμονο σε όποιον σηκωνόταν μες τη νύχτα για να δει από πού ερχόταν η φασαρία. Τότε οι καλικάντζαροι, μικροσκοπικοί καθώς ήταν, έμπλεκαν μες τα πόδια του. Τον ζάλιζαν στις σβούρες και τον παρέσερναν σε έναν χορό μέχρι το χάραμα. Αυτή τη ..τύχη ή ατυχία, είχε μάλλον η μικρή Φανούλα. Ξυπνούσε τα πρωινά τόσο κουρασμένη και μες την γκρίνια. Τη μέρα της γιορτής της, η γιαγιά της τη σήκωνε από νωρίς να φτιάξουν λουκουμάδες. Της έλεγε έτσι φεύγουν τα κακομούτσουνα κάθε χρόνο. Ποια ήταν αυτά, αναρωτιόταν η μικρή Φανούλα. Δεν τα είχε δει ποτέ. Μόνο άκουγε γέλια, ψιθύρους και αλλόκοτες μουσικές κάθε τόσο και λιγάκι. Η μήπως το ονειρευόταν;
Μα πόσο χαζούλικα να είναι αυτά που φεύγουν όταν σερβίρονται λουκουμάδες; σκέφτηκε ενώ μασουλούσε. Άφησε ένα μικρό πιατάκι με μελωμένους λουκουμάδες στο πάτωμα στο σαλόνι, από περιέργεια. Πήγε μέσα και καθάρισε το κόσκινο.
Το κόσκινο είναι που τα σκιάζει, έλεγε η γιαγιάκα. «Τα πιάσω να τα βάνω να μετρήσουν τις τρύπες απ’ του κόσκινο, κακομοίρα μου, και συ στα πόδια θα το έβανες.»
Σαν να είχε δίκιο.
…Μικρές πατημασιές από μέλι γέμισαν το πάτωμα στο σαλόνι, από το πιατάκι μέχρι το τζάκι.
Τελικά κανείς δεν λέει όχι σε ζεστούς λουκουμάδες!
Ταμουρατζή Έλενα
Ο ατζαμής καλικάντζαρος
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα χωριουδάκι ζούσε η Χαρούλα με τη γιαγιά και τον παππού της. Οι γονείς της δούλευαν στην πόλη κι εκείνη τους περίμενε κάθε χρόνο με λαχτάρα τις γιορτές για να τους πει όλα όσα είχε μάθει όσο καιρό λείπανε. Φέτος, ήταν πιο χαρούμενη από ποτέ γιατί η γιαγιά της την έχρισε βοηθό στην κουζίνα και φτιάξανε μαζί τα γλυκά. Μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες δέσποζαν στο σαλόνι. Πω, πω… Της τρέχανε τα σάλια κάθε φορά που περνούσε. Η γιαγιά, όμως, ήταν ξεκάθαρη «Δεν θα πλησιάσεις τα γλυκά. Θα μου ζητάς, γιατί είσαι μικρή ακόμη και ατζαμού». Η Χαρούλα δεν καταλάβαινε τι εννοούσε, γι’ αυτό και δεν έδινε σημασία στα λόγια της.
Ένα πρωινό, που η γιαγιά είχε πάει στην αγορά, να σου και βρήκε την ευκαιρία. Βάζει ένα σκαμπό για να φτάσει στο μπουφέ και τεντώνει το μικροσκοπικό χεράκι της να πιάσει ένα κουραμπιέ. Μα τι ατυχία! Το σκαμνί κουνήθηκε και βρέθηκε φαρδιά πλατιά στο πάτωμα μαζί με την πιατέλα, λουσμένη ολόκληρη με άχνη. Όταν την είδε η γιαγιά γυρνώντας, έβαλε τα γέλια ακούγοντας την να λέει, με το στόμα γεμάτο, πως για το κακό φταίγανε οι καλικάντζαροι που την κουνήσανε κι έπεσε. Μ’ αλίμονο τους, κόντευαν τα Φώτα για να πάνε και δαύτοι από ‘κει που ‘ρθαν!
Τσιπούρα Μάντυ
Οι καλικάντζαροι ξεμύτισαν
Μια φορά κι έναν καιρό το χωριό του Χιονιά επισκέφτηκαν οι καλικάντζαροι για να κάνουν ζαβολιές, να κοροϊδέψουν τον κόσμο και να ξεφαντώσουν κλέβοντας γλυκά και λιχουδιές. Εκείνη τη χρονιά ο κατάλευκος Χιονιάς είχε αρρωστήσει και δεν βγήκε από το σπίτι του, έτσι δεν είχε πέσει καθόλου χιόνι. Ήταν κουκουλωμένος με τη χιονισμένη κάπα του και τις χοντρές, κρυστάλλινες κάλτσες του ελπίζοντας να γίνει γρήγορα καλά.
Μια ζωηρή παρέα καλικάντζαρων με αρχηγό τον Στραβοχείλαρο όρμησε τη μέρα των Χριστουγέννων στο χωριό και το πρώτο σπίτι που τρύπωσαν με φασαρία, φωνές, γέλια ήταν του Χιονιά. Τον άρπαξαν λοιπόν και τον έσυραν έξω για χορό μέχρι να κουραστεί και να του κάνουν μετά τα χειρότερα... Παρακαλούσε να τον αφήσουν, αυτοί δεν άκουγαν. Τον τραβολογούσαν, τον περιέπαιζαν, τον περιγελούσαν ώσπου έπεσε κάτω.
Ξαφνικά έπιασε δυνατή χιονοθύελλα, ο αέρας λυσσομανούσε, κρύσταλλα πάγου βροχή από παντού, χαλάζι έριχνε σφοδρό, χιόνι έπεφτε παχύ, μεγάλες χιονόμπαλες κάλυψαν τα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών. Όλοι σφράγισαν τα σπίτια τους και κλείστηκαν μέσα.
Οι καλικάντζαροι άρχισαν να παγώνουν και πανικόβλητοι δεν ήξεραν πού να πάνε. Κανένα σπίτι δεν ήταν ανοιχτό, καμιά τρύπα δεν έβρισκαν να χωθούν μέσα. Τότε ο Στραβοχείλαρος σαστισμένος φωνάζει: «Ελάτε, αδέρφια, θα μπούμε απ’ τα τζάκια» κι απερίσκεπτα όρμησαν στις καμινάδες. Εκεί μέσα όμως τσουροφλίζονταν και ούρλιαζαν. Ωχ! τα μαλλιά μου, ωωχ! η ουρά μου, ωωωχ! ο πωπός μου. Καίγονταν από τις φλόγες και χοροπηδούσαν κλωτσώντας ο ένας τον άλλο να βγουν έξω.
Ήταν η μεγαλύτερη νίλα που έπαθαν ποτέ. Έτσι καρβουνισμένοι με κατάμαυρη μούρη και καψαλισμένες τρίχες το έβαλαν στα πόδια χωρίς να προλάβουν διόλου να χαρούν.
Χιώτη Ειρήνη
Στα κεραμίδια ο Παραωρής, ο Λυκοκάντζαρος κι ο Τζόγιας εβαριόντουσαν καθώς σεργιάνιζαν στον απάνω κόσμο πριν η Αγιαστούρα του παπά -Φώτη τους ξαποστείλει στα έγκατα. «Δεν κατεβαίνουμε να κλέψουμε ζαχαρωτά από το σπίτι της Κυρά- Καλλιόπης;» πρότεινε ο Τζόγιας κλωτσώντας ένα γατί που ΄χε ξεμείνει πάνω στα κεραμίδια.
Γλίστρησαν από την Καμινάδα και βρήκαν το δέντρο χώνοντας στις τσέπες τους όσα ζαχαρωτά μπορούσαν.
Άρπαξε ένα γκι ο Λυκοκάντζαρος για το καπέλο του κι όπου φύγει φύγει, μαζί μ’ ένα τεράστιο ζαχαρωτό, κρεμάστηκε κι ο Τζόγιας στη μέση, τάχα μου πως βοηθούσε μα πιότερο τραμπάλα έκανε.
Δεν πρόσεξε ο Λυκοκάντζαρος που ήταν τελευταίος στο κουβάλημα κι έριξε το κανάτι με το νερό στη πόρτα. Πετάχτηκε η Καλλιόπη και σαν πήρε είδηση τι γινόταν, άρπαξε το σκουπόξυλο κι άρχισε να βαράει όπου έβρισκε λέγοντας ό,τι πατερημά ήξερε...
Έξω έπεσαν πάνω στον Έκτορα το σκυλί, που άρχισε να γαυγίζει σαν τρελός μέχρι που τα δαιμόνια ‘ξαφανίστηκαν στη γωνιά.
Αφού είχαν παρατήσει πάνω στην πιλάλα το ζαχαρωτό, πήραν τον δρόμο κατά το Νερόμυλο, να βρέξουν με νερό τις γλώσσες τους που ‘χαν γίνει σαν σόλες απ’ το τρέξιμο.
Μα μυαλό δεν φαίνεται να έβαλαν και κάθε χρόνο τα ίδια κάνουν!
Και του χρόνου!
Χρυσανθοπούλου Κωνσταντίνα
Ήταν παραμονή. Από τα σπίτια δραπέτευαν οι μυρουδιές των Χριστουγέννων. Οι νοικοκυρές είχαν στολίσει τα τραπέζια με διάφορα φαγητά και γλυκά. Μοσχομυριστά μελομακάρονα πασπαλισμένα με καρύδια και λαχταριστοί χιονάτοι κουραμπιέδες περιμένανε την ώρα να τα φάνε και να χαρούνε μεγάλοι και μικροί. Στις γωνιές υπήρχε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, στολισμένο με λαμπιόνια και γιρλάντες. Από κάτω τα δώρα των παιδιών τυλιγμένα με πολύχρωμο χαρτί και στολισμένα με αστραφτερούς φιόγκους.
Τα καρκαντζάλια μαζί με τον Αλέξανδρο, το πιο άτακτο παιδί του χωριού, που είχαν πάρει στην ομάδα τους, ανέβηκαν στις στέγες χορεύοντας και τραγουδώντας, «…μαζί θα το γλεντήσουμε, τη γη θα την γκρεμίσουμε..». Όπου έβγαινε καπνός, δίναν έναν πήδο, βουτούσαν μέσα στην καμινάδα και προσγειώνονταν φαρδιοί πλατιοί στο τζάκι. Τίναζαν τις στάχτες, μαυρίζοντας τον τόπο και ξεκινούσαν. Ξετύλιγαν τα δώρα, πετούσαν τα στολίδια από δω και από κει, χαλούσαν τα λαμπιόνια του δέντρου. Μετά πήγαιναν στο τραπέζι της παραμονής και μαγάριζαν τα φαγητά. Η άχνη στα πατώματα σκορπισμένη σαν χιόνι και με τους κουραμπιέδες παίζανε χιονοπόλεμο. Ο Αλέξανδρος περνούσε υπέροχα. Είχε μάθει και τον καλικαντζαροχορό και τα καλικαντζαροτραγούδια πολύ εύκολα. Τόσες πολλές αταξίες ούτε ο ίδιος του είχε κάνει ποτέ. Και οι σκανταλιές δεν είχαν τελειωμό. Ή μήπως είχαν;
Τα Θεοφάνεια οι καλικάντζαροι χάθηκαν κάτω από τη γη και οι μεγάλοι τιμώρησαν τον Αλέξανδρο για όλες τις αταξίες. Μάταια έλεγε πως ήταν οι καλικάντζαροι. Τα γέλια των καλικαντζάρων αντηχούσαν από τα έγκατα της γης για μέρες πολλές. Από τότε ο Αλέξανδρος δεν ξανάκανε σκανταλιά. Φρόντιζε να είναι πάντα αναμμένη η φωτιά στο τζάκι, για να μην μπορούν να μπουν στο σπίτι τα άτακτα καρκαντζάλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου