Νίκου Μαρία
Οι ρίζες
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια παπαρούνα που μεγάλωνε στην άκρη του δρόμου. Πίσω της εκτεινόταν ένα λιβάδι γεμάτο παπαρούνες. Τ' όνομά της ήταν Πορφύρα και ζήλευε σαν τρελή που έβλεπε τις άλλες ν' ανθίζουν όλες μαζί κάθε καλοκαίρι. «Μαμά, πότε θα μπορέσω να πάω στο λιβάδι;» ρωτούσε συνέχεια. «Εδώ ρίζωσαν οι σπόροι μας, εδώ είναι γραφτό να ζήσουμε» απαντούσε εκείνη.
Μια νύχτα, καθώς κοιμόταν από νωρίς -δεν είχε διάθεση να παίζει πάλι μόνη- εμφανίστηκε μπροστά της η γιαγιά Πορφύρα, που 'χε μαραθεί πριν χρόνια.
«Ήρθα να σε βοηθήσω να κάνεις πραγματικότητα τ' όνειρό σου.»
«Δηλαδή, γιαγιά, ξέρεις πως θα πάω στο λιβάδι;»
«Κι η μαμά σου ξέρει, μα φοβάται πως θα ξεχάσεις που 'ναι οι ρίζες σου. Λοιπόν, μια μέρα που θα φυσήξει, τέντωσε το κλωνάρι σου και να δεις για πότε θα βρεθείς εκεί. Μονάχα μην ξεχάσεις τις ρίζες!»
Το επόμενο μεσημέρι φύσηξε αγέρας δυνατός και ξεκίνησε το ταξίδι της για το λιβάδι, χαρούμενη που θα γνώριζε νέα μέρη, θα έπιανε φιλίες.
Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς. Άρχισε, λοιπόν, να σκορπάει πίσω της έναένα τα πέταλά της, μη χάσει τον δρόμο του γυρισμού. Στο λιβάδι, απογυμνωμένη πια, γνώρισε πολλές παπαρούνες κι άρχισαν τα παιχνίδια. Τη νύχτα, όμως, κρύωσε. Κίνησε, έτσι, να μαζέψει τα πέταλά της. Όταν πια έφτασε στις ρίζες της, είχε ζεσταθεί για τα καλά.
Παραδίπλα αντίκρυσε ανήσυχη τη μαμά της. Η Πορφύρα, που κατάλαβε το γιατί, ψιθύρισε γλυκά: «Πάντα θα γυρίζω, μαμά, γιατί στις ρίζες μου βρίσκω ζεστασιά».
Πρασίνου Νεκταρία
Φτερά και πέταλα
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια παπαρούνα. Τ' όνομά της ήταν Πόπη και είχε φυτρώσει σε μια πλαγιά με ανεμόμυλους. Της άρεσε να ξυπνάει το χάραμα, για να χαιρετήσει τον συνάδελφό της, τον πορτοκαλοκόκκινο ήλιο, να πιάνει κουβέντα με τους περαστικούς και να χορεύει με τις φίλες της, τις παπαρούνες, όταν τις γαργαλούσε ο Βοριάς. Ένα πρωί, ενώ λιαζόταν και λικνιζόταν ανέμελη, ένα πουλί ξενομερίτικο, με μπόλικο θράσος, γέλασε και της είπε: «Γιατί είσαι τόσο χαρούμενη; Αντί για φτερά, εσύ έχεις ρίζες και εκτός απ' αυτήν εδώ την πλαγιά, δεν θα δεις τίποτ' άλλο στη ζωή σου!» Η Πόπη φώναξε πιο κόκκινη: «Να μη σε νοιάζει, φαφλατά!» Το πουλί έφυγε γελώντας, εκείνη όμως κατέβασε τα πέταλα και δεν μίλησε ξανά. Είχε περάσει καιρός, ούτε ένα χάραμα δεν χαιρέτησε τον ήλιο, μόνο κοίταζε τις ρίζες της, με κατεβασμένα πέταλα, ώσπου αυτά άρχισαν σιγά σιγά να πέφτουν. Ένα πρωί λοιπόν, ο Ήλιος τής είπε: «Ξέρεις, συνάντησα εκείνο το ξενομερίτικο πουλί».
«Δώσε μου μια ακτίνα σου, να λάμπω σαν εσένα» μου είπε.
«Θα πρέπει όμως να ταξιδεύεις γύρω από τη γη χωρίς σταματημό κανένα. Το θες;»
«Καλύτερος από μένα είσαι και μπορείς;»
«Εγώ το θέλω. Εσύ;»
«Θέλω να λάμπω, δώσε μου μια ακτίνα».
«Και του την έδωσα. Δεν πέρασε πολύς καιρός, μα σήμερα, κατακουρασμένο και με τσουρουφλισμένα φτερά, με παρακάλεσε να την πάρω πίσω. Καλή σου μέρα, τσαχπίνα».
Μονομιάς ανασήκωσε τα δύο βελούδινα πέταλα που της είχαν απομείνει και γέλασε…
Ράικου Καλλιόπη
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια παπαρούνα. Τ' όνομά της ήταν Δήμητρα. Δεν ήταν μέσα σε σιτηρά αυτήν τη φορά. Ευτυχώς! Συνήθως, όταν τύχαινε να γεννηθεί κάποια άνοιξη σε καλλιεργημένους αγρούς, άκουγε να τη φωνάζουν ζιζάνιο. Αυτή τη φορά ήταν σε διαφορετική θέση. Ήταν σ’ έναν πεζόδρομο μιας μεγάλης πόλης. Στο ατελείωτο τσιμέντωμα είχε μείνει λίγος χώρος. Εκεί λοιπόν, ανάμεσα σε δύο παγκάκια, ήταν η Δήμητρα και δίπλα της ήταν κι η Σωτηρία, το Χρυσαλιφούρφουρο. Καλή παρέα έκαναν. Κοιτούσαν τον κόσμο να περνάει βιαστικός. Φώναζαν, πετούσαν σκουπιδάκια και βάδιζαν χωρίς να κοιτούν τίποτα γύρω τους. Ούτε κάτω. Ούτε πάνω. Μόνο φώναζαν. «Καλύτερα στους αγρούς, να μας κόβουν και να μας λένε ζιζάνια παρά τέτοια αδιαφορία» σκέφτηκαν. Σηκώνοντας όμως το κεφάλι τους είδαν δύο διαφορετικά παπούτσια. Ένα μαύρο κι ένα μπλε. Μέσα στα παπούτσια ήταν μια γυναίκα που καθόταν στο παγκάκι ήσυχη. Τι βλέμμα της ήταν χαμένο. Τα μάτια της πρησμένα. Σήκωνε τα χέρια της και κάλυπτε τ' αυτιά της κάθε φορά που άκουγε ανθρώπους να περνάν. Κάπου κάπου αναστέναζε και κατάπινε μια ξερή πίκρα κουνώντας τον λαιμό της για να κατέβει.
Τότε η Δήμητρα κούνησε τη Σωτηρία και μια άσπρη φουντίτσα πέταξε προς το μέρος της γυναίκας. Μπροστά της. Με δύναμη. Με αυτοπεποίθηση. Με χάρη. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ασημένιο χορό της κόρης της Σωτηρίας. Έκανε κύκλους γύρω της κι ανέβαινε με καμάρι. Η γυναίκα έπιασε την κοιλιά της. Ξανακοίταξε τη φουντίτσα που χόρευε γύρω της. Η γυναίκα αγκάλιασε την κοιλιά της. Αγκάλιασε τους ώμους της. Έσκυψε και είδε τη μαμά Σωτηρία. Μετά κοίταξε τη Δήμητρα. Τα μάτια της έλαμψαν. Έβαλε το πρόσωπό της κοντά στο πορφυρό. Ηρεμία και χρώμα γέμισαν το γκρίζο. Αγκάλιασε την κοιλιά της, τους ώμους της, αυτήν. Πόππυ θα την έλεγε γιατί το αποφάσισε!
Σιδηρά Μιχαέλα
Χιμά: Μια αλλιώτικη παπαρούνα
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια παπαρούνα. Τ' όνομά της ήταν Χιμά. Είχε φυτρώσει ψηλά, πολύ ψηλά, σχεδόν στην κορυφή ενός Ασιατικού βουνού και ήταν παντελώς μόνη. Καμιά άλλη παπαρούνα δεν ζούσε εκεί κοντά. Από εκεί που ήταν μπορούσε να δει πολύ μακριά, πολύ πέρα από τους πρόποδες του βουνού. Όλη μέρα, λοιπόν, έβλεπε μια κόκκινη θάλασσα από όμορφες παπαρούνες να χορεύουν στον άνεμο και να γελούν όλες μαζί, χαμηλά, πλάι στο ποτάμι. Η Χιμά ένιωθε τόσο μόνη.
Μια μέρα που ο κρύος άνεμος φύσηξε πολύ δυνατά, ένα της πέταλο παρασύρθηκε και σηκώθηκε ψηλά στον αέρα. Η Χιμά σήκωσε το βλέμμα της και τι να δει! Το πέταλό της ήταν μπλε! Έκπληκτη κοίταξε τις άλλες παπαρούνες. «Μα, γιατί εγώ είμαι μπλε κι αυτές είναι κόκκινες;», αναρωτήθηκε σαστισμένη. «Έχει το χρώμα μου κάποια σχέση με το ότι ζω μόνη εδώ ψηλά;». Πριν καλά καλά προλάβει να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της ακούστηκαν βήματα. Δυο ορειβάτες είχαν ανέβει στο βουνό. «Δες!» ακούστηκε μια αντρική φωνή. Η Χιμά μπερδεμένη και φοβισμένη, μια και δεν είχε περάσει άλλη φορά κανείς από εκεί, κοίταξε διστακτικά. Οι δύο άντρες την πλησίασαν κι έσκυψαν μπροστά της.
«Απίστευτο... Μια μπλε παπαρούνα! Είναι σπάνιο να βρει κανείς μια μπλε παπαρούνα, ακόμη κι εδώ που το υψόμετρο είναι μεγάλο και κατάλληλο για την άνθισή τους. Ξέρεις, οι μπλε παπαρούνες είναι τόσο δυνατές που μπορούν να επιβιώσουν ακόμη και σε συνθήκες παγετού!» είπε ο ένας από τους δύο. «Φοβερό! Οι μπλε παπαρούνες είναι σπάνιες, όμορφες και δυνατές! Είμαστε πολύ τυχεροί! Θα τη βγάλω μια φωτογραφία» είπε ο άλλος. Η Χιμά ένιωσε τόσο μοναδική! Φόρεσε το πιο όμορφο χαμόγελό της για τη φωτογραφία. Μέσα από τα λόγια των δυο ανθρώπων κατάλαβε ποια είναι, γνώρισε και αγάπησε τον εαυτό της. Τώρα πια, κάθε μέρα που περνά, απολαμβάνει την ωραία θέα που έχει από εκεί ψηλά και αισθάνεται τυχερή για το ποσό ξεχωριστή και ιδιαίτερη είναι!
Φλογερά Ελένη
Μια φορά και ένα καιρό ζούσε μία παπαρούνα. Τ' όνομά της ήταν Αλίκη, σαν το άλικο χρώμα της.
Γεννήθηκε σε μια πλαγιά. Μπροστά της απλωνόταν ένας τεράστιος κάμπος. Από μπουμπούκι ακόμα βιαζόταν ν' ανοίξει τα πέταλά της και ν' αντικρύσει την πλάση.
Οι άλλες παπαρούνες που ήταν εκεί γύρω, της έλεγαν πως δεν έπρεπε να βιαστεί, γιατί μετά οι μέρες της θα ήταν μετρημένες. «Δεν ζούμε πολύ» της έλεγαν.
Αυτή όμως δεν άκουγε κι ένα πρωινό τεντώθηκε κι άπλωσε τα κατακόκκινα πέταλά της. Η ομορφιά της επισκίασε όλες τις υπόλοιπες.
Αμέσως έκανε φίλες τις πεταλούδες και τις μέλισσες και γελούσε καθώς την γαργαλούσαν για να πάρουν τη γύρη της.
Κάποια μέρα ήρθε και κάθισε δίπλα της ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Άκουσε τα λόγια αγάπης που αντάλλασσαν και τους όρκους αιώνιας πίστης που έδιναν.
Πόσο θα ήθελε κι αυτή να ζούσε αιώνια.
Εκείνη τη στιγμή το αγόρι έσκυψε, την έκοψε, την πρόσφερε στην κοπέλα και της είπε πως η αγάπη του για κείνη μοιάζει σαν την κατακόκκινη παπαρούνα. Η κοπέλα την πήρε και την άγγιξε με τα χείλη της.
«Τι όμορφη που είναι! Η παπαρούνα συμβολίζει την πίστη και την αφοσίωση μεταξύ των εραστών, αυτό τουλάχιστον πιστεύουν στην Κίνα και ξέρω πού είναι η θέση της. Θα τη βάλω ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου που διαβάζω. Το έχω δανειστεί από τη δημόσια βιβλιοθήκη και εξυμνεί ένα μεγάλο έρωτα».
Από εκείνη τη μέρα η παπαρούνα μας ζει ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου και, κάθε φορά που το βιβλίο αλλάζει χέρια, νιώθει τα χάδια των εκάστοτε αναγνωστών.
Χρυσοπούλου Βέτα
Μια φορά και ένα καιρό ζούσε μια παπαρούνα στην κορυφή μιας μεγάλης πέτρας επάνω σ’ έναν μικρό χωματόδρομο. Μάγια ήταν τ' όνομα της.
Παραπέρα το καταπράσινο λιβάδι ήταν γεμάτο με πολλές όμορφες παπαρούνες που μεγάλωναν ευτυχισμένες παρέα με αλλά αγριολούλουδα.
Πόσο ήθελε να ήταν κι αυτή μαζί τους, να μιλούσαν, να είχε έστω μια φίλη.
Η πέτρα την έβλεπε να στενοχωριέται και ήθελε να τη βοηθήσει, αλλά τι μπορούσε να κάνει; Ευχόταν μόνο να φυτρώσει επάνω της ακόμα μια.
Εκείνη τη νύχτα ο αέρας κι η βροχή ήταν δυνατά. Η πέτρα έπιασε επάνω της αρκετή λάσπη και σε λίγες εβδομάδες να σου ξεπρόβαλαν δύο μικρούλες πανέμορφες παπαρούνες!
Η Μάγια ήταν όλο χαρά.
Μαζί έβλεπαν τον ήλιο, τους περαστικούς, το πράσινο λιβάδι με τ' αγριόχορτα και τα υπόλοιπα λουλούδια.
Εκείνη τη μέρα είδαν μέσα στο λιβάδι κι ένα κοπάδι πρόβατα να τρώνε λαίμαργα το χορτάρι. Οι παπαρούνες έντρομες προσπαθούσαν να προστατευθούν. Ευτυχώς κατάφεραν να επιζήσουν. Πολλές ποδοπατήθηκαν από τα πρόβατα, κατάφεραν όμως να σταθούν και πάλι όρθιες.
Είχαν αυτόν τον κίνδυνο όταν ερχόταν το κοπάδι, αν και τις υπόλοιπες ημέρες ζούσαν μέσα σε μεγάλη άνεση.
«Άλλα πλεονεκτήματα έχουν αυτές και αλλά εμείς» συζητούσαν μεταξύ τους οι τρεις φίλες. «Εμείς τουλάχιστον δεν κινδυνεύουμε να μας ποδοπατήσουν» έλεγαν και κοιτούσαν μ' ευγνωμοσύνη τη μεγάλη πέτρα που τις προστάτευε και τις αγαπούσε τόσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου