Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Καλώς όρισες, Νοέμβρη!

 


Κοτσαύτη Γιώτα

Ένα χαρούμενο παιδί που το λένε Νοέμβρη

«Καλώς όρισες, Νοέμβρη!» φώναξε η νεράιδα των μηνών και, κουνώντας το ραβδί της, σκόρπισε παντού τη μαγική της σκόνη. Τα φύλλα έγιναν πιο χρυσαφένια κι άρχισαν να στροβιλίζονται και να πέφτουν. Ένα χαμογελαστό αγόρι με κατακόκκινα μάγουλα, πολύχρωμο κασκόλ και σκούφο, ξεπρόβαλλε πίσω απ’ την καστανιά. Ήταν φορτωμένο με μια μεγάλη τσάντα γεμάτη δώρα. «Για τον Κοσμά και την Αργυρώ, τον Ταξιάρχη, τον Άγγελο και τη Μιχαέλα, τον Μηνά, την Κατερίνα, τον Στέλιο και τον Ανδρέα που γιορτάζουν!» είπε. Μαζί του είχε κι ένα βαρύ κλειδί. Για να τακτοποιήσει τις σοδειές στο κελάρι. Τα παχιά χαλιά και τις κουβέρτες τα είχε στρώσει αποβραδίς μες στο μικρό σπιτάκι του Χρόνου. Το τζάκι ήταν αναμμένο και το δωμάτιο μοσχοβολούσε μήλα ψητά.

«Καλώς όρισες, Νοέμβρη!» φώναξε η νεράιδα των μηνών και μπήκε μέσα να κεραστεί γλυκό κυδώνι.

 

Μακαριάν Μαριάννα

«Καλώς όρισες, Νοέμβρη».

«Μας τα είπανε!» φώναξε εκνευρισμένος.

«Τι έπαθε πάλι και χτυπιέται;» Ο Ριτς, ο σκύλος, κοίταξε βαριεστημένα τη Μαγκιόρα, τη γάτα.

«Κάθε φορά που τον καλωσορίζουν στο χωριό, μετά χαμογελούν ευτυχισμένα».

«Ωραία και πού είναι το πρόβλημα;»

«Χαμογελούν γιατί μετρούν αντίστροφα για τον Δεκέμβρη. Τον άκουσα που έκλαιγε λέγοντας πως κανείς δεν τον θέλει».

«Αν είναι και φέτος έτσι, πάλι δεν θα με ταΐζει. Έχω ιδέα, περίμενε εδώ!»

Μια ώρα πέρασε μέχρι να γυρίσει μαζί με τον Μάρκο, το αγόρι που καταλάβαινε τα ζώα. Ο Μάρκος χτύπησε την πόρτα που του έδειξε η γάτα.

«Πρέπει να περιμένεις μερικές μέρες ακόμα!» ξέσπασε ο Νοέμβριος. «Για να έρθει ο Αδελφός μου με τα Χριστούγεννα».

«Τι σημασία έχει αν κάποιοι περιμένουν να έρθουν τα Χριστούγεννα; Υπάρχουν τόσοι που απολαμβάνουν κάθε μέρα σου. Κάποιοι πάντα θα περιμένουν κάτι, για να είναι χαρούμενοι. Έχουν βάλει όρια στην ευτυχία ανάλογα με τις ημερομηνίες κι εσύ ακούς εκείνους αντί να δεις εμάς που σ’ απολαμβάνουμε και γιορτάζουμε κάθε σου μέρα».

«Άντε, να φάμε τίποτα φέτος, εγώ να δεις πως απολαμβάνω κάθε μέρα με γεμάτο στομάχι!»

«Αν και ο λόγος που το έκανες είναι εγωιστικός...»

«Στομαχικός θες να πεις» τον διόρθωσε.

«Μπράβο. Πώς του πάει του Νοέμβρη το ζεστό χαμόγελο μέσα στις κρύες του σκέψεις! Καλώς όρισες, Νοέμβρη!» γάβγισε ο Ριτς.

«Καλως σας βρήκα!»

Οι ουρές τους κοκκάλωσαν κι ο Νοέμβριος άρχισε να γελάει δυνατά πριν εξαφανιστεί μέσα στο σπίτι.

 

Μπιτή Αλεξάνδρα

Γλυκός Νοέμβρης

Είναι ο φθινοπωρινός αέρας πάντα αλλιώτικος, λες και ζηλεύει τους καλοκαιρινούς έρωτες και κλέβει τη χαρά τους. Νοέμβρης μήνας κι αυτή η εποχή μάς αποχαιρετά με τα τελευταία φύλλα των δέντρων να πέφτουν, κίτρινα, ξερά. Νεκρά κείτονται στο έδαφος περιμένοντας το χιόνι να τα σκεπάσει. Νοέμβρης μήνας και περνάει από μπροστά μας αδιάφορα, σχεδόν απαρατήρητα. Το κρύο που τρυπάει τα κόκκαλα μάς θυμίζει ότι ήρθε. Είναι εδώ σαν διαφήμιση που παίζει λίγο πριν από την ταινία με τίτλο «Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν». Κάνει την εμφάνισή του λίγο πριν τον μεγάλο καλλιτέχνη και γεμίζει την πίστα της γης με ζεστά κάστανα, ζουμερά ρόδια και κατακόκκινα μήλα. Νοέμβρης μήνας, που τριγυρνάει στα σοκάκια του χρόνου σαν σκιά του στολισμένου δέντρου. Μια πατερίτσα παραμάσχαλα στον γερασμένο χρόνο που φεύγει σιγά σιγά και περιμένεις να γιορτάσεις τον καινούργιο που έρχεται.

Μα αυτός ο αέρας του Γλυκού Νοέμβρη σού γεννάει την προσμονή του καινούργιου, του διαφορετικού που πλησιάζει. Σου φέρνει μνήμες από μιαν αγάπη παλιά αλλά παντοτινή, Μιαν αγάπη που έχασες αλλά υπάρχει στην καρδιά σου, μέχρι να σταματήσει να χτυπά.

Γλυκός Νοέμβρης, ταξιδιάρικος.

 

Μπόικου Θεοδώρα

Το λευκό άτι περίμενε με υπομονή τον αναβάτη του για να καλπάσουν στους χρυσάνεμους αγρούς. Η στολή του με τα χρώματα της βασιλείας του ηλίου πρόσδιδαν άρωμα κραταιών άριστων και τα σγουρά πορτοκαλένια μαλλιά του αγκάλιαζαν το λευκό πρόσωπό του. Στο ένα του χέρι κρατούσε κρασί και στο άλλο τον Ήλιο, γιατί μίκρυνε το φως του κι ήθελε χάδια. Οι ανέμελοι αναβάτες διέσχισαν τα πορτοκαλοχρυσά δάση κι όταν νύχτα πια ξαπόστεψαν, είδαν τις Πλειάδες να σεργιανούν στον ουρανό -παγερό αγέρι φιγούραρε στα πρόσωπά τους. Θυμήθηκαν τους σπόρους που τους φίλεψε ο πατέρας Χρόνος και μ’ ένα φύσημά τους σκορπίστηκαν στη Μάνα Γη. Το κρύο αντρείεψε κι οι τρεις τους ανέβηκαν στις Λεοντίδες τ’ Ουρανού για ν’ απολαύσουν νέκταρ και οίνο. «Καλώς όρισες, Νοέμβρη!» όλοι έλεγαν.

 

Νίκου Μαρία

Χειμερινοί κολυμβητές

Βοριάς.

Οι σκέψεις ομίχλη πυκνή.

Ποιος αντέχει στο κρύο,

ποιος στον δρόμο πλαγιάζει,

ποιος τη φλόγα στερείται, που ζεσταίνει τις καρδιές;

Πικρή βαρυχειμωνιά σκεπάζει τις ψυχές.

Κι ένα άγγιγμα μακριά, η φωτιά που καίει για ζωή.

Μια μέρα του Νοέμβρη η απόσταση.

Μια πρόωρη αλκυονίδα.

Ήλιος καυτός προβάλλει.

Τώρα τα μάτια των ανθρώπων θυμίζουν φώτα Χριστουγέννων.

Τώρα ανθίζουν σαν το Μάη τα λουλούδια των χειλιών.

Λαλούν τα στόματα λόγια ερωτικά.

Διψούν για ελευθερία τα σώματα.

Αναζητούν των χεριών τη θαλπωρή,

προτάσσουν τα στήθη τους στο κρύο,

αμύνονται δίχως ομπρέλα στη βροχή.

Τρέχουν με τα φρένα κομμένα σ’ έναν δρόμο με τ’ όνομα «Αναπνοή».

«Επιτέλους» ακούς να ψιθυρίζουν.

Κι ύστερα ανάσα βαθιά και βουτάνε.

Σαν χειμερινοί κολυμβητές.

Αψηφώντας τον καιρό, αψηφώντας τους καιρούς.

Όλα γιατί ήρθες εσύ.

Καλώς όρισες, Νοέμβρη.

 

Χατζηχάννα Έλενα

Νοέμβρης μήνας. Άγουρη χειμωνιάτικη αύρα, δειλά απαλά πρωτοβρόχια και μια ανεπαίσθητη μυρωδιά βρεγμένου χώματος, ανακατεμένη με τον κρύο αέρα που χαϊδεύει το πρόσωπο. Βαθιές ανάσες δίνουν ζωή στα πνευμόνια, παγωμένη αύρα διαπερνά την ατμόσφαιρα, άρχισε να μυρίζει Χριστούγεννα. Φρεσκοπλυμένα μάλλινα ρούχα στέκουν ξανά περήφανα στην ντουλάπα και μια νοσταλγία για κείνο το μπεζ παλτό που σε συνόδευε σε κάθε ξεχωριστή έξοδο κάπου εκεί στα νιάτα. Χρόνια πάνε, χρόνια έρχονται. Νοέμβρης μήνας. Αρχή η τέλος; Γι’ άλλους αρχή, γι’ άλλους τέλος.

 

Χρυσοπούλου Βέτα

Καλώς όρισες, Νοέμβρη

Με τα χρυσαφένια φύλλα

Τα γλυκά σου κάστανα

Προάγγελε των Χριστουγέννων

Μας πιάνεις το χέρι απαλά

Και μας οδηγείς σε νύκτες

Λαμπερών αστεριών

Το κρύο μάς χτυπά την πόρτα

Ντύνομαι τώρα ζεστά

Με νοσταλγία αναζητώ

Τις ηλιόλουστες μέρες

Και καρτερώ με λαχτάρα

Τη ζεστασιά του σπιτιού

Το αναμμένο τζάκι

Η φλόγα ζεσταίνει τις καρδιές

Θαλπωρή γεμίζω

Αφήνομαι στη ζεστή σου αγκαλιά

Μήλα γεμίζω το καλάθι μου

Κάστανα έχω στην ποδιά μου

Ρόδια γέμισε το κατώφλι μου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στην Αυλή των Θαυμάτων

  Οι συγγραφείς της Αλατοπαρέας γράφουν για τα Χριστούγεννα Στην Αυλή των Θαυμάτων Στο γνωστό παραμύθι, το κοριτσάκι με τα σπίρτα πεθαίν...