Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Για την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου

 


Ιωακειμίδου Αναστασία

Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, να μου λέει παραμύθια η γιαγιά μου για να κοιμηθώ ήσυχα κι ωραία. Θυμάμαι τα κλασικά, παραδοσιακά παραμύθια αλλά και αυτά τα λίγο πιο περίεργα. Τα βγαλμένα από τη ζωή. Τη ζωή της στη φύση.

Με εντυπωσίαζε κάθε φορά να ακούω και να ξανακούω για το ποτάμι που διέσχιζε για να πάει στο σπίτι της. Ενθουσιαζόμουν με τους ήχους των ζώων που άκουγε καθώς πήγαινε στο σχολείο.

Μάλιστα σε μια διαδρομή συνέβη κάτι αναπάντεχο. Πετάχτηκε ένα φίδι μπροστά της. Εκεί ήταν που η προσοχή μου αυξανόταν. Τι έγινε τότε; Δεν φοβήθηκε στιγμή. Πήρε μια χοντρή πέτρα και προσπάθησε να το διώξει για να μην τη δαγκώσει. Ατρόμητη η γιαγιά, πάλευε και με τα φίδια.

Μια άλλη φορά πετάχτηκε μια αλεπού μπροστά της. Δεν δίστασε και πήρε ένα ξύλο χοντρό για να αμυνθεί σε περίπτωση επίθεσης. Ήταν μικρό κορίτσι τότε αλλά εξοικειωμένη με τη ζωή στο δάσος.

Μεγαλώνοντας αναρωτιόμουν αν ήταν αληθινές οι εμπειρίες της αυτές. Τα παραμύθια που έλεγε σε μένα, στον αδερφό μου και στον ξάδερφό μου. Ακόμη κι αν δεν ήταν, μας άφηνε με το στόμα ανοιχτό και με την όρεξη να ζητάμε κι άλλο.

Εύχομαι τη χαρά αυτή της αφήγησης του παραμυθιού να μπορούν να τη ζουν όλα τα παιδιά του κόσμου.

Καραγιάννη Ελένη

Πρωτοπόροι της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

Φτώχεια καταραμένη! Η μάνα στα εργοστάσια. Ο πατέρας στο λατομείο. Πού να περισσέψουν για βιβλία; Μεροδούλι, μεροφάι. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω ξεφυλλίσει δικό μου παραμύθι. Τις μόνες ιστορίες που ήξερα ήταν αυτές που άκουγα απ’ τον παππού και τη γιαγιά.

Μια μέρα κάλεσε τον πατέρα η δασκάλα στο σχολείο. Εκεί στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Γύρισε προβληματισμένος και σκεφτικός. «Η μεγάλη τα παίρνει τα γράμματα» τον άκουσα να λέει στη μάνα για μένα.

Σε λίγες μέρες χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας ένας πλασιέ βιβλίων, ξέρετε από κείνους που τριγυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι, με δείγματα και καταλόγους. Οι δικοί μου τα ζύγιασαν, τα έβαλαν κάτω και τελικά υπέγραψαν μηνιαία γραμμάτια για μία δεκάτομη δερματόδετη σειρά με τίτλο «Πρωτοπόροι της Νεοελληνικής λογοτεχνίας».

Η χαρά μου δεν περιγραφόταν. Πεζά και ποιήματα του Παπαδιαμάντη, του Χατζόπουλου, του Θεοτόκη, του Βιζυηνού, του Παλαμά, του Καβάφη, του Κάλβου, του Σικελιανού και πολλών άλλων. Ένας ολόκληρος κόσμος στα πόδια μου κι εγώ τσαλαβουτούσα από σελίδα σε σελίδα. Άλλες φορές ταυτιζόμουν με τους ήρωες κι άλλες τρύπωνα στις ιστορίες επινοώντας κάποιο ρόλο για μένα.

Κάθε φορά που ο πλασιέ ερχόταν να εισπράξει, κρυβόμουν μαζί με τα βιβλία κάτω από το κρεβάτι, από φόβο μήπως ο πατέρας δεν έχει χρήματα και μου τα πάρουν πίσω. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές στον υπολογιστή του γραφείου μου συγκινούμαι που βλέπω απέναντί μου, στη βιβλιοθήκη, τη σειρά των παιδικών μου χρόνων.

Τα βιβλία στάθηκαν καταφύγιο στα δύσκολα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Χωρίς αυτά θα ήμουν σήμερα μισός άνθρωπος!

Καρακούτα Κατερίνα

Παραμύθια που ξεχάστηκαν

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό και ξεχασμένο, ζούσε ένας άρχοντας. Λογικό και δίκαιο τον έλεγαν όλοι. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Δεν ήθελε τα παραμύθια. Μια μέρα αποφάσισε και νόμο έβγαλε σκληρό. Απαγόρεψε τα παραμύθια. Μάζεψε όλα τα βιβλία με παραμύθια και τα φυλάκισε σε μια σπηλιά. Έβαλε και έναν δράκο να τα φυλάει ώστε κανείς να μη τολμήσει να πλησιάσει. Για όποιον δεν τηρούσε τον νόμο, η τιμωρία ήταν σκληρή: εξορία.

Πέρασαν τα χρόνια και ο νόμος του άρχοντα έγινε πια παλιός. Τα παραμύθια ξεχάστηκαν. Ο δράκος δεν υπήρχε πια. Οι κάτοικοι είχαν αλλάξει. Δεν έβλεπαν την ομορφιά πουθενά. Δεν είχαν όνειρα. Μόνη τους έννοια η επιβίωση.

Μία μέρα ένα κοριτσάκι, παρέα με το σκυλάκι του, ξεκίνησαν μία βόλτα στο βουνό. Βρέθηκαν στο απαγορευμένο μονοπάτι. Έτσι είχε ακούσει να το λένε. Μα κανείς δεν θυμόταν γιατί. Νίκησε η περιέργεια και το κοριτσάκι έφτασε μέχρι τη σπηλιά. Την τραβούσε να μπει, να ανακαλύψει τι υπάρχει μέσα. Μπήκε με θάρρος αγκαλιά με το σκυλάκι και αυτό που αντίκρισε την άφησε με το στόμα ανοικτό. Παραμύθια που λαχταρούσαν παιδικό χέρι να τα αγκαλιάσει και να τα διαβάσει.

Από εκείνη τη μέρα ξαναμπήκαν τα παραμύθια στη ζωή των παιδιών και έζησαν αυτοί καλύτερα!

Κοντόγιαννου Ζωή

«Τι είναι παραμύθι, γιαγιά;»

«Παραμύθι, παιδί μου είναι ένας υπέροχος κόσμος φτιαγμένος με μπόλικη φαντασία. Εκεί όλοι οι ήρωες έχουν κάτι να μας διδάξουν. Με τρόπο μαγικό μάς αποκαλύπτουν τις αλήθειες της ζωής. Το παραμύθι είναι ένα υπέροχο ταξίδι που δεν θες να τελειώσει ποτέ και πολλές φορές νιώθεις ότι είσαι κι εσύ πρωταγωνιστής της ιστορίας που ακούς ή διαβάζεις και ότι κι εσύ παλεύεις με δράκους ή πετάς ψηλά στα σύννεφα. Με τη φαντασία σου νιώθεις πως είσαι ίσως πριγκιποπούλα που περιμένεις τον πρίγκιπα να σε σώσει από τη δική σου φυλακή.

Το παραμύθι, μικρή μου, είναι σαν ένα πανέμορφο σοκολατένιο γλυκό που το τρως σιγά-σιγά και γλυκαίνει τα πιο όμορφα σου χρόνια. Κάθε μέρα πρέπει να δοκιμάζεις και από λίγο».

«Μα, γιαγιά, αφού αυτό το γλυκό δεν είναι πραγματικό!»

«Το ξέρω, μικρή μου, όμως τη φαντασία μας γιατί την έχουμε; Κλείσε τα μάτια και ξεκινάμε! Είσαι έτοιμη;»

«Έτοιμη, γιαγιά!»

«Πάμε λοιπόν! Παραμύθι μύθι μύθι το κουκί και το ρεβύθι... Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό...» είπε η γιαγιά καθώς συνέχισε να πλέκει και η μικρή της εγγονή έκλεισε τα μάτια για να ταξιδέψει σε χώρες μακρινές και παραμυθένιες...

Κοτσαύτη Γιώτα

Ένας κόσμος μαγικός

Τράβηξε το φερμουάρ απ’ το τριμμένο ζακετάκι ως τον λαιμό και προχώρησε με θάρρος. Λίγο πριν πλησιάσει την πόρτα η ματιά της έπεσε στα παμπάλαια αθλητικά που φορούσε. Έκανε να γυρίσει πίσω.

«Καλησπέρα, πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»

Ξεροκατάπιε.

«Έλα, καλή μου…»

Το κορίτσι κοίταξε τη χαμογελαστή κυρία από πάνω μέχρι κάτω.

Κοντοστάθηκε.

Η γυναίκα την έπιασε απαλά απ’ το χέρι και την οδήγησε στη βιβλιοθήκη.

Τα μάτια της θάμπωσαν. Πόσες φορές είχε ονειρευτεί να μπει εδώ μέσα... Πόσες φορές έφτανε ως την πόρτα και πάντα, την τελευταία στιγμή, το μετάνιωνε…

Ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο. Όσοι βρίσκονταν εκεί ή έψαχναν κάτι στα πολυάριθμα ράφια ή ήταν βυθισμένοι στα βιβλία τους.

Η κυρία Λένα τής έγνεψε να την περιμένει στο γραφείο. Σε λίγη ώρα έφερε μια στοίβα παιδικά βιβλία.

Της εξήγησε τους κανονισμούς και της έβγαλε κάρτα μέλους.

Η Βαρβάρα, αν και δυσκολεύτηκε να επιλέξει, πήρε τα βιβλία που δικαιούταν, ευχαρίστησε τη βιβλιοθηκονόμο και βγήκε.

Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα.

Στα μάτια της φάνηκαν δυο δάκρυα.

Τα πρώτα δάκρυα χαράς εδώ κι έναν χρόνο, απ’ τη μέρα που έχασε τη μητέρα της…

Λύχνου Πέπη

Στο σπίτι βιβλία δεν υπήρχαν… ούτε ένα. Δύο-τρεις φορές την εβδομάδα, που είχε καράβι, έτρεχα να αγοράσω, αργά το απόγευμα, εφημερίδα. Τη διάβαζε πρώτος ο πατέρας και μετά τα φύλλα πέρναγαν στους υπόλοιπους, που χάζευαν «τι γίνεται στον κόσμο». Ούτε σε κάποιο άλλο σπίτι, από εκείνα που επισκεπτόμουν ως παιδί, θυμάμαι να υπήρχαν βιβλία. Όσο ήμουν στο δημοτικό, νόμιζα ότι όλη η σοφία του κόσμου περιλαμβανόταν στα σχολικά βιβλία. Στα δωδέκατά μου γενέθλια έλαβα ένα διαφορετικό δώρο, το «Δύο χρόνια διακοπές» του Ιουλίου Βερν, με σκληρό εξώφυλλο. Ένας καινούριος κόσμος χτίστηκε εκεί πάνω, στον οποίο μπήκα κι από τότε δεν βγήκα ποτέ. Την παιδική λογοτεχνία τη διάβασα μεγάλη πια, κι ακόμα επιλέγω συχνά να διαβάσω παιδικά βιβλία, βιώνοντας ξανά την παιδικότητα των δώδεκα πρώτων χρόνων της ζωής μου, που είχε μόνη συντροφιά τα παιδιά της γειτονιάς και τις βόλτες στα μονοπάτια και τα καντούνια του νησιού. Η σχέση μου με τα βιβλία μάλλον εξελίχθηκε σε σχέση ζωής, γιατί -χωρίς να το καλοκαταλάβω- και φιλόλογος έγινα και η ανάγνωση βιβλίων έγινε η μόνιμη συνοδός σε κάθε στιγμή της ζωής μου. Και ιδού τώρα, σε τι κατάσταση με έφερε, να πειραματίζομαι και να αναμετριέμαι με την ίδια τη γραφή!

Μακαριάν Μαριάννα

Ξυπνώντας την τέχνη

Καθώς ανοίγονται οι σελίδες κάποιου βιβλίου, ξετυλίγονται ολόχρυσες κλώστες που απλώνονται στο δωμάτιο. Παιδικές φωνές γεμίζουν τον χώρο, θαυμάζοντας τις εικόνες που πλέκονται στον αέρα πριν περάσουν μέσα τους. Η φαντασία ζωντανεύει, η διάθεση ανεβαίνει. Χιλιάδες συναισθήματα κάνουν τις παιδικές καρδιές να χτυπούν γοργά και εκεί, κάπου στο βάθος του μυαλού σχηματίζεται ένα μικρό φως.

Ξυπνάει μια δημιουργική ιδέα, ιστορίες που ακόμα δεν γραφτήκαν σχηματίζονται μπρος στα παιδικά μάτια, ανασταίνονται ταλέντα. Μέσα από το διάβασμα ένα παιδί βρίσκει τον δρόμο του, ανοίγει τους ορίζοντές του, δεν φαίνεται ξεκάθαρα στην αρχή, μα έτσι τα καράβια της φαντασίας ταξιδεύουν τον νου μακριά. Τα παιδικά βιβλία και τα παραμύθια είναι όπλα, όχι από αυτά που σκοτώνουν μα από εκείνα που ζωντανεύουν ψυχές και τους δίνουν τροφή για τον δρόμο, έναν δρόμο που ενώ είναι δύσκολος, η τέχνη τον ομορφαίνει. Και την τέχνη θα τη βρεις μόνο μέσα από την τέχνη, όπως και τους νέους συγγραφείς μέσα από το διάβασμα παιδικών βιβλίων. Έτσι, όταν ανοίγει ένα παιδικό βιβλίο κάπου, κάπως ξυπνάει ένας μικρός ζωγράφος, ένας μικρός αρχαιολόγος και ένας μικρός παραμυθάς που στο μέλλον μπορεί να γίνουν τεράστιοι και να εμπνεύσουν τον κόσμο.

Μιχαηλίδου Χριστίνα

Τα παραμύθια της θείας Λένας

Ήταν ένα πακέτο σκληρό, σχεδόν τετράγωνο, με πολύχρωμη κόλλα περιτυλίγματος και μία κόκκινη κορδέλα τριγύρω. Καθόταν εκεί ήσυχο, ανάμεσα στα μεγάλα κουτιά με τα παρδαλά χρώματα, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν το δώρο μου, το ήξερα από την πρώτη στιγμή κι ας μη μου το έλεγαν. Το πήρα στα χέρια μου, το ξετύλιξα με αγωνία και τα μάτια μου σχεδόν δάκρυσαν όταν το αντίκρισα.

Ήταν ένα γαλάζιο, σκληρόδετο βιβλίο και με μαύρα, καλλιγραφικά γράμματα έγραφε «Τα παραμύθια της θείας Λένας». Στο εξώφυλλο είχε ζωγραφισμένη μία κυρία γλυκιά και χαμογελαστή, καθισμένη σε ένα σκαμνάκι -υποθέτω ήταν η κυρία Λένα αυτοπροσώπως- και γύρω της παιδάκια οκλαδόν να την κοιτούν με αληθινό ενδιαφέρον.

Ήταν γεμάτο με μικρές ιστορίες και παραμύθια, χωρίς ιδιαίτερη εικονογράφηση αλλά με όμορφα, ολοστρόγγυλα γραμματάκια που ξετύλιγαν σε κάθε λέξη έναν κόσμο μαγικό και ονειρεμένο. Ήταν το πρώτο μου βιβλίο και ήταν τόσες πολλές οι φορές που το ξεφύλλισα για να το διαβάσω ώσπου στο τέλος το γαλάζιο χρώμα είχε ξεφτίσει και τσάκισαν οι άκρες του. Παρέμεινε σταθερά στο ράφι της βιβλιοθήκης μου για πολλά χρόνια, να μου θυμίζει πάντα το υπέροχο ταξίδι που έκανα μέσα από τις σελίδες του κι ευτυχώς ταξιδεύω ακόμα!

Νάνη Παρασκευή

Κάποτε είκοσι τέσσερα μικρά γράμματα επαναστάτησαν, βγήκαν από το στενό, ξύλινο κουτάκι τους, ενώθηκαν και έφτιαξαν τις πρώτες λέξεις. Αυτές, με τη σειρά τους, ενώθηκαν και έφτιαξαν προτάσεις. Οι προτάσεις μεγάλωσαν κι έφτιαξαν μια ιστορία. Την ιστορία αυτή διάβασε ένας άνθρωπος και αφού περιπλανήθηκε για λίγο, βαφτίστηκε τις λέξεις και κατάφερε να δαμάσει το τέρας μέσα του. Τα είκοσι τέσσερα μικρά γράμματα αναθάρρησαν, ντύθηκαν τα φτερά τους και ταξίδεψαν την ιστορία στα πέρατα του κόσμου. Ο κόσμος όλος έμαθε πως λεύτερος κι αθάνατος γίνεσαι με τα γράμματα. Η ιστορία γέννησε άλλη ιστορία, έγιναν πολλές, άρχισαν να αλλάζουν χέρια, να συντροφεύουν όνειρα, να χαρίζουν γέλιο, να χαρίζουν δάκρυ. Με χρειαζούμενα λίγες ιστορίες για το ταξίδι και είκοσι τέσσερα μικρά γράμματα για την ελευθερία, μπόρεσε ο άνθρωπος να απλώσει την ψυχή του στις στιγμές του χρόνου.

Μέρα τ’ Απρίλη ήταν και σε ανάμνησή της τα είκοσι τέσσερα μικρά γράμματα έδωσαν υπόσχεση ότι οι ιστορίες δεν θα τελειώσουν ποτέ και πάντα θα χαράζουν ελεύθερους δρόμους για πολυπόθητα ταξίδια.

Νίκου Μαρία

Για πάντα παιδί

Οι ώρες που μπορούσε να κόβει βόλτες ως παιδί είχαν γονικό περιορισμό. Περιέργως, όμως, δεν της επιβαλλόταν ώρα επιστροφής απ’ τη βιβλιοθήκη.

Η Ανέτ απολάμβανε όσο τίποτα αυτή την ελευθερία. Πήγαινε στη βιβλιοθήκη της πόλης, έπαιρνε ένα βιβλίο και δεν έφευγε, ώσπου να το τελειώσει.

Μια μέρα, αργά τ’ απόγευμα, καθώς ολοκλήρωνε το βιβλίο που 'χε διαλέξει, γύρισε στην τελευταία σελίδα με μεγάλη αγωνία. Ξαφνικά τι να δει. Το βιβλίο ήταν κενό. Κάποιος είχε κόψει το τέλος!

«Δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι μου, χωρίς να ξέρω το τέλος» είπε μ’ αλαφιασμένη φωνή στη δεσποινίδα Μαρί, την υπεύθυνη της βιβλιοθήκης. «Χμμ» αναστέναξε εκείνη.

«Τι θα 'λεγες, μικρή μου, αφού κάποιος μας το στέρησε, να γράψεις το δικό σου τέλος;»

«Μα δεν είμαι συγγραφέας» απάντησε η Ανέτ.

«Θα σου πω ένα μυστικό. Κάθε παιδί κρύβει μέσα του έναν λιλιπούτειο συγγραφέα, γιατί μπορείς ακόμη να ονειρεύεσαι πέρα από κάθε πραγματικότητα» της είπε εκείνη.

Η Ανέτ δεν ήταν σίγουρη πως κατάλαβε. Αλλά πήρε το θάρρος κι έγραψε ένα τέλος.

Μετά έγραψε κι άλλα.

Κάποια στιγμή έγραψε και μια αρχή.

Σήμερα τα βιβλία της μετρούν χιλιάδες αντίτυπα και μαζί τους γίνεται ξανά το μικρό κορίτσι με το πολύχρωμο μολύβι και τις κοτσίδες στα μαλλιά

Σαρικά Στέλλα

Το ταξίδι

-Θα μου φτιάξεις ένα αερόστατο; ρώτησε η Έλμα τον παππού της και τα μάτια της πετούσαν σπίθες απ’ τη λαχτάρα της απάντησής του.

Εκείνος την κοίταξε, χαμογέλασε και δεν είπε τίποτα.

Η Έλμα συνέχισε.

-Παππού, θέλω κι ένα μαγικό ραβδί σαν αυτό που έχουν οι νεράιδες των παραμυθιών, για να μπορώ με αυτό να μεταμορφώνω τους κακούς ανθρώπους σε αγγελούδια, τους κατσουφιασμένους σε κλόουν… Να κάνω τους φόβους όνειρα και τα όνειρα αλήθεια. Τι λες, παππού;

Εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει αμίλητος.

-Α! Παππού, ξέχασα! Θέλω κι ένα μαγικό φίλτρο. Ένα φίλτρο που θα κάνει τους ανθρώπους να χαμογελούν και να ταξιδεύουν με τη φαντασία τους. Να φτάνουν σε πολιτείες με κάστρα και ιππότες. Με πριγκίπισσες και γενναίους πρίγκιπες. Με πελώρια ζαχαρωτά και σπιτάκια πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη και κανέλα.

Ο παππούς την άκουγε υπομονετικά αλλά δεν έβγαζε άχνα.

-Κι ένα μπαούλο για να κρύβω τους θησαυρούς που θα συγκεντρώνω από τα ταξίδια μου, συνέχισε ενθουσιασμένη η Έλμα.

Ο παππούς τότε σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Στάθηκε μπροστά στη βιβλιοθήκη. Έκανε πως έψαχνε κάτι.

Πήρε ένα βιβλίο, το ξεφύλλισε, έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα λες και ήθελε να μυρίσει την μυρωδιά των σελίδων. Ύστερα έκλεισε το βιβλίο και με απαλές κινήσεις χάιδεψε το εξώφυλλό του. Κάθισε στην κουνιστή του πολυθρόνα και φώναξε την Έλμα.

Άπλωσε το χέρι που κρατούσε το βιβλίο προς την εγγονή του.

-Εδώ είναι αυτά που μου ζητάς, μικρή μου Έλμα. Ξεκίνα λοιπόν το ταξίδι σου. Μπες στο αερόστατό σου, πάρε το μαγικό ραβδί και ταξίδεψε. Ταξίδεψε όσο πιο μακριά μπορείς. Δεν ξέρω να σου πω μέχρι πού θα φτάσεις. Για ένα πράγμα όμως είμαι σίγουρος. Το μπαούλο με τους θησαυρούς σου θα ξεχειλίσει από γνώσεις, αγάπη, ευχαρίστηση και πολλή φαντασία.

Η Έλμα πήρε το βιβλίο στα χέρια της. Έκανε ακριβώς τις ίδιες κινήσεις που είχε κάνει κι ο παππούς. Το ξεφύλλισε, το μύρισε, το χάιδεψε. Ήταν έτοιμη για το πρώτο της ταξίδι…

Σταυροπούλου Βασιλική

Μυστική λέσχη βιβλίου

Έχουν ένα μυστικό. Είναι για λίγα μέλη μόνο. Ο Ανδρέας, η Λουκία, η Ψιψίνα, δύο περιστέρια που αναστήθηκαν στα χέρια των παιδιών κι ο Ήλιος έχουν τη λέσχη τους. Εκείνος, ο Ήλιος, έχει ένα ακόμα... έφτιαξε άλλον έναν εαυτό και τον στέλνει να κόβει βόλτες στον ουρανό όσο βαστάει «η δική τους ώρα». Τι ώρα δηλαδή; Ώρες, με το τσουβάλι!

Μια μικρή γωνιά στη στέγη του σπιτιού, δίπλα στη σοφίτα, στεγάζει το μυστικό τους. Εκεί ιστορίες, ζωγραφιές, γέλια, νιαουρίσματα, κελαηδίσματα, γίνονται ένα! Ό,τι υπάρχει μέσα στις σελίδες των βιβλίων, αναδύεται στον χώρο, ενώ όλη η ζεστασιά, οι ήχοι και τα χρώματα του χώρου εισχωρούν στις αράδες των αγαπημένων σελίδων. Μια μαγική ατμόσφαιρα δημιουργείται όπου όλοι οι ήρωες συνυπάρχουν και όλες οι αφηγήσεις γίνονται κομμάτι της ζωής. Κι όλη η ζωή μελάνι στις σελίδες των βιβλίων.

Μα έχουν κι άλλους φίλους τα βιβλία που κάνουν τις δικές τους μεταφράσεις, πλάθοντας τα δικά τους μυστικά...

Μήπως είσαι κάποιος απ’ αυτούς;

Σωτηροπούλου Χαρά

Παραμύθια, πασπαλισμένα με όνειρα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο. Να ταξιδέψει, να κάνει φίλους, να μιλήσει με τα ζώα αλλά και με μυθικά και αλλόκοτα πλάσματα. Να γελάσει με την καρδιά του, μα και να δακρύσει από συγκίνηση. Να περπατήσει στο ουράνιο τόξο και να κρυφτεί κάτω από ένα λουλούδι. Κάποιοι του είπαν πως είναι αδύνατον και πως αυτά δεν γίνονται στ’ αλήθεια. Μα εκείνο επέμενε. Γιατί πίστευε… Γιατί ήξερε πως όλα είναι δυνατά! Αυτό το παιδί ήταν διαφορετικό. Τα δικά του μάτια δεν κοιτούσαν, έβλεπαν βαθιά… Το χαμόγελο του λαμποκοπούσε λες και είχε καταπιεί τα αστέρια. Και η αγκαλιά του ήταν τόσο γλυκιά και ζεστή, σαν ένα αφράτο ρολό πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη και κανέλα! Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που δεν ήθελε να μεγαλώσει. Που ήθελε τη μαγεία στη ζωή του. Που κάθε μέρα ήθελε να ζει νέες περιπέτειες. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησε ποτέ του να διαβάζει παραμύθια!

Ταμουρατζή Έλενα

Όταν μεγαλώσω

«Μαμά, το αποφάσισα! Θα γίνω αστροναύτης!» Το σκέφτηκε ξανά και ξανά και κατέληξε πως θα της το έλεγε μια και καλή κι ας θύμωνε. Άλλωστε εκείνη του έλεγε ιστορίες τα βράδια για τους ανθρώπους που πάτησαν στο φεγγάρι. «Μήπως να γίνω τελικά μάγος;» ξανασκέφτηκε γιατί θυμήθηκε εκείνη την άλλη ιστορία που του είπε προχθές. «Όχι! Όχι! Πειρατής θα γίνω να ταξιδεύω στα νησιά με το καράβι μου και μ’ έναν παπαγάλο στον ώμο!» αναφώνησε ενθουσιασμένος που επιτέλους ήξερε τι ήθελε. Σίγουρα η μαμά του θα χαιρόταν, αφού έλεγε πως το αγαπημένο της παραμύθι ήταν ο Πίτερ Παν, κι ας έλεγε ο μπαμπάς πως μοιάζει με την Κυρία Τσαγιέρα από την Πεντάμορφη και το Τέρας και τον έχει κάνει εκείνον Φλιτζανάκι. Έφυγε γρήγορα τρέχοντας για τη βεράντα, για να της πει τα νέα. Έτσι όπως όρμησε όμως κατά πάνω της, την έκανε να ρίξει το ποτιστήρι και να γίνει μούσκεμα. Ο μπαμπάς ξεκαρδίστηκε στα γέλια κι εκείνη ήταν έτοιμη να βάλει τις φωνές. Τίποτα όμως δεν τον σταματούσε από τη μεγάλη ανακοίνωση. «Θα γίνω πειρατής σαν τον Κάπτεν Χουκ!» Έσκυψε, τον πήρε αγκαλιά και του είπε «Μήπως να γίνεις ο σκουντούφλης βοηθός του; Ή μήπως, ακόμη καλύτερα, παραμυθάς;»

Τζιώτζιου Μαρία

Αυτόγραφο από τον Όσκαρ

Άνοιξα το παραμύθι. Το έπιασα όπως το πιάνω πάντα, με τρέμουλο, με μια συγκίνηση που κάνει την καρδιά να πάλλεται. Με συγκλονίζει βαθιά η ανάγνωσή του. Τι κι αν είναι η εκατοστή, η διακοσιοστή φορά; Κάθε φορά με αποδομεί, μου κομματιάζει την επιδερμίδα, τη μοιράζει σ’ αυτούς που πονούν, που κρυώνουν, που πεινούν. Κομματάκι κομματάκι την αφαιρεί και κάθε φορά κάτι μέσα μου ξαναγεννιέται από χαλάσματα θαρρείς. Σμιλεύεται η θεότητα της προσφοράς, του δοσίματος, μ’ ακριβά, πολύτιμα υλικά.

Την αντικρίζει κανείς και εύχεται να είχε δύο και τρεις επιδερμίδες να δώσει για να φτάσει μια τέτοια θεότητα, εκεί που τα όρια εξαφανίζονται.

Κι έτσι ένας άνθρωπος γίνεται σιωπηλά και ευλαβικά ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ.

Τοσουνίδου Δέσποινα

Ο χορός των αισθήσεων

Ήμουν δεν ήμουν δώδεκα χρονών όταν στάθηκα μπροστά στο ράφι της δημοτικής βιβλιοθήκης. Ξαφνικά η όραση χάθηκε και η αίσθηση της αφής κυριάρχησε. Άγγιξα μαλακά, σχεδόν χαϊδεύοντας το εξώφυλλο του βιβλίου, σαν να ήταν φτιαγμένο από τις πολυτιμότερες υφαντικές ίνες του κόσμου. Ξαφνικά η όσφρησή μου ζωήρεψε. Ρούφηξα με μανία το άρωμα από τα σωθικά του βιβλίου ώστε να περάσει βαθιά από τα ρουθούνια μου και να κατακλύσει την ψυχή και το μυαλό μου. Ένα μείγμα σκόνης, βανίλιας και καφέ ήταν αρκετό για να ξυπνήσει την αίσθηση της γεύσης. Ακούμπησα στη γλώσσα μου κάποια μικρά ψιχουλάκια μπισκότου που είχαν παραμείνει ανάμεσα στις σελίδες. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν το πιο νόστιμο μπισκότο βανίλιας που είχα φάει ποτέ. Ο καφετής λεκές προερχόταν μάλλον από σκέτο ελληνικό καφέ γιατί πίκριζε λιγάκι. Αφού έφαγα ό,τι με φίλεψε ο προηγούμενος αναγνώστης άρχισα να ακούω μια όμορφη μελωδία. Δεν ήμουν ιδιαίτερα γνώστης της μουσικής αλλά κατάλαβα ότι ήταν ένα ερωτικό βαλσάκι. Χόρεψα κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά μου το βιβλίο, παθιασμένα, σαν να χόρευα με τον παιδικό μου έρωτα. Και πράγματι ήταν έρωτας, από αυτούς που δεν σβήνουν ποτέ. Έκτοτε τα πόδια μου έχουν πιαστεί ουκ ολίγες φορές από τα ατελείωτα βαλς.

Τσιπούρα Μάντυ

Η πρώτη απόπειρα

«Το γεράκι έκοβε κύκλους. Τα μάτια του πέταγαν σπίθες στη θέα του θηράματός του. Σαν σίφουνας έπεσε πάνω στο ποντίκι.

- Μη, σκίρτησε τρομοκρατημένο. Θα σε βοηθήσω όποτε χρειαστείς...

-Χα!χα!χα! Καμιά βοήθεια δεν μπορείς να μου προσφέρεις εσύ. Άχρηστο είσαι, μόνο μια νοστιμότατη λιχουδιά.

- Μη, σε εκλιπαρώ!

- Όχι... δεν πρόλαβε να πει και βρέθηκε ξαφνικά εγκλωβισμένο κάτω από μια απόχη με το ποντίκι μαζί. Αμέσως, με τα κοφτερά του δόντια, ο ποντικός έκοψε το δίχτυ κι απελευθερώθηκε. Το γεράκι απελπισμένο παρακαλούσε για βοήθεια.

- Σώσε με! Συγγνώμη! Θα είσαι πάντα υπό την προστασία μου.

Το ποντίκι σκέφτηκε και μετά άρχισε να κόβει το δίχτυ. Το γεράκι πετούσε πάλι κι ο ποντικός έτρεχε ελεύθερος στους αγρούς σφραγίζοντας με πίστη τη φιλία τους».

Ήμουν οκτώ ετών όταν ο νονός μου μου δώρισε ένα βιβλίο μ’ όλους τους μύθους του Αισώπου. Μια δυσαρέσκεια φάνηκε στο πρόσωπό μου καθώς περίμενα ένα παιγνίδι. Αργότερα όμως, ξεφυλλίζοντας τις εικονογραφημένες σελίδες και διαβάζοντας τα παραμύθια, ξεδιπλώθηκε η ψυχή μου. Με τις απλές περιγραφές ένιωθα μαγικά. Μια παρόρμηση με ωθούσε να πλέξω τις δικές μου ιστορίες και τότε ήταν η πρώτη φορά που έγραψα αυτό, το πρώτο, ολόδικό μου παραμύθι. Από τότε η μαγεία της γραφής με κέρδισε... Είμαι τόσο ευγνώμων γι’ αυτό.

Χιώτη Ειρήνη

Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε με ανάμεικτά συναισθήματα στο παιδικό της δωμάτιο, όπως κάθε φορά που επέστρεφε στο πατρικό της. Και όπως πάντα, την περίμεναν εκεί. Όλοι οι αγαπημένοι ήρωες των παιδικών της χρόνων που νοητά ήταν πάντα μαζί της παρ' όλο που είχε αφήσει πολλά χρόνια πριν πίσω της την παιδική ηλικία και την εφηβεία της. Η Χάιντι πρώτη και καλύτερη: η αγαπημένη ηρωίδα των βουνών που τη ταξίδευε μέχρι τα βουνά της Ελβετίας και τη Φρανκφούρτη του προηγούμενου αιώνα. Δίπλα της η Πολυάννα με το αγαπημένο της παιχνίδι της χαράς. Ποτέ δεν κατάφερε να το παίξει σωστά κι αυτό ήταν ένα παράπονό της στη ζωή. Οι ατίθασες δίδυμες του Σαιν-Κλαιρ και οι συμμαθήτριές τους, η καθεμιά με τον χαρακτήρα και τη προσωπικότητά της, που της είχαν δώσει το μάθημά της για τη ζωή. Να είναι γενναία, να είναι τίμια, να είναι λιγότερο απότομη. Πιο πέρα η Λώρα, από το μικρό σπίτι στο λιβάδι, την ταξίδευε ξανά και ξανά κάθε φορά που επέστρεφε στην Αμερική του 1800 με τις πανέμορφες περιγραφές. Ο Μπαρμπα-Θωμάς τής μιλούσε για την ελευθερία και τη φυλετική καταπίεση. Τα παιδιά που έβλεπαν τα τραίνα να περνούν για την εξορία και τη μοναξιά. Στο Ποιος νίκησε, έβλεπε κάθε φορά το μεγαλείο και τη δύναμη της αγάπης. Στο Παραμύθι χωρίς όνομα τέλος, ταξίδευε πάλι και πάλι, ακόμα και πολλά χρόνια αργότερα, στο βασίλειο του Αστόχαστου, ενώ της ήταν αδύνατο να μη κάνει συνειρμικά παραλληλισμούς με τη σημερινή κατάσταση παρακμής που βιώνει η χώρα της. Ένα μεγάλο φανταστικό σύμπαν, γεμάτο καθημερινούς ανθρώπους που οδηγήθηκαν να ξεπεράσουν τα όριά τους όταν το κρίσιμο των στιγμών τους καλούσε. Με τον αγαπημένο της Μικρό Πρίγκιπα την πήρε ο ύπνος αγκαλιά εκείνο το βράδυ κι ονειρεύτηκε πως ακολουθεί κι αυτή ένα κοπάδι χήνες στον ουρανό, στο ταξίδι της προς έναν καλύτερο κόσμο...

Χρυσοπούλου Βέτα

Πόσο όμορφα είναι τα παιδικά βιβλία! Πόσο μαγικές φαντάζουν οι ιστορίες τους στα μάτια των παιδιών! Παρέα με τις λέξεις ταξιδεύουν κάθε φορά και σ’ άλλα μέρη, σε καταπράσινα δάση, καταγάλανες θάλασσες με συντροφιά ένα ουράνιο τόξο που πλημμυρίζει με χρώματα και τα’ αγκαλιάζει τρυφερά.

Θυμάμαι εκείνο το οκτάχρονο κορίτσι, να πηγαίνει σπίτι του γυρνώντας από το σχολείο και να διαβάζει πάντα στον δρόμο ένα παραμύθι. Ώσπου να φθάσει το είχε ήδη διαβάσει και γυρνούσε πίσω στο περίπτερο, το έδινε πίσω και αγόραζε άλλο. Το περίπτερο ήταν έξω από την αυλή του σχολείου και πουλούσε μεταχειρισμένα κλασικά και βιβλία.

Και καθημερινά το κορίτσι ταξίδευε σε μέρη μαγικά.

Και ήταν πολύ χαρούμενο γι’ αυτό.

Πιο χαρούμενο δεν γινόταν!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για τις μαμάδες της καρδιάς

  Γιαμουρίδου Κική Η λέξη «μητέρα» δεν αφορά μόνο τις γυναίκες που γεννούν ένα παιδί. Με το σπαθί τους χαρακτηρίζονται μανούλες κι εκείνες...