Τον
Ιανουάριο του 1979 η δεκαεξάχρονη Μπρέντα δεν πήγε σχολείο. Απέναντι απ’ το σπίτι
της υπήρχε ένα δημοτικό. Πήρε το όπλο που της έφερε «δώρο» ο «Άγιος Βασίλης» κι
άρχισε να πυροβολεί. Δύο άνθρωποι σκοτώθηκαν και αρκετοί τραυματίστηκαν. Η
Μπρέντα παραδόθηκε μετά από μερικές ώρες στην αστυνομία κι αυτό που δήλωσε ήταν
ότι «απλώς μισεί τις Δευτέρες». Το 2001 αποκάλυψε ότι ο πατέρας της την
κακοποιούσε σεξουαλικά…
Στην
υπόθεσή αυτή βασιστήκαμε για να γράψουμε τα παρακάτω κείμενα, να δώσουμε τις
δικές μας εκδοχές, οι οποίες, όμως, είναι εξ ολοκλήρου προϊόντα μυθοπλασίας.
Πηγή
είδησης:
https://www.mixanitouxronou.gr/i-dont-like-mondays-to-tragoudi-pou-graftike-gia-tin-16chroni-brenta-spenser-pou-anixe-pir-enantion-tou-dimotikou-scholiou-apo-to-balkoni-tou-spitiou-tis-otan-rotithike-g/
Αρμουτάκη
Λία
Είμαι η Μ.Σ κι ήρθε η
στιγμή να σας πω τη δική μου ιστορία, όπως άρχισε να γράφεται εκείνο το
ξημέρωμα Σαββάτου. Η μητέρα μου ήρθε στο κρεβάτι, με ξύπνησε μ’ ένα φιλί
λέγοντας ότι φεύγει από το σπίτι μα θα γυρνούσε να με πάρει. Δευτέρα πρωί,
είπε.
Ακούμπησε το αγαπημένο
της ραδιάκι στο κομοδίνο προτείνοντας ν’ ακούω μουσική για να νιώθω κοντά της.
Κι η Δευτέρα πέρασε,
άπειρες Δεύτερες.
Τα παράθυρα στο σπίτι
δεν ξανάνοιξαν, ο μπαμπάς, ο μόνος που μου είχε απομείνει μεταμορφωνόταν. Έγινε
άλλος, έγινε «εκείνος» που ένα απόγευμα θύμωσε με τη μουσική που ερχόταν από το
ράδιο, το ‘πιάσε, το πέταξε με δύναμη στον τοίχο κι ύστερα εμένα, με την ίδια
δύναμη, στο πάτωμα. Πόνος στο σώμα μα και στο μυαλό.
«Μπαμπά, όχι… μπαμπά...
Πού είναι ο μπαμπάς;» φώναζα. Μα δεν σταμάτησε.
Την εκδικήθηκε.
Το μυαλό μου πονούσε.
Όλο μου το σώμα πονούσε.
Οι μέρες περνούσαν, έλειπε
πολλές ώρες, η μαμά δεν επέστρεφε.
«Εκείνος» γύριζε
μεθυσμένος και μαζί μ’ αυτόν γύριζε ο πόνος στο μυαλό και στο σώμα.
«Θέλω ένα ραδιάκι» του ‘πα
μια μέρα.
Μου έδωσε τον λόγο του.
Ούτε αυτός τον κράτησε.
Αντί γι’ αυτό μου έδωσε
ένα μπιστόλι, λέγοντας ότι θα με κάνει ξεφτέρι στη σκοποβολή.
«Και πού ξέρεις, ίσως
χρειαστεί να σκοτώσεις κανένα κάθαρμα, να καθαρίσει ο τόπος.» είπε ειρωνικά.
Με τον καιρό ο μπαμπάς
χάθηκε βαθιά μέσα στις ουσίες, άρχισα και γω… Ήταν καλύτερα εκεί. Το μυαλό δεν
πονούσε τόσο, ούτε το σώμα όταν εκείνος ερχόταν.
Κι η μαμά δεν μου
έλειπε.
Μέχρι εκείνη τη Δευτέρα
που χτύπησε το τηλέφωνο λίγο πριν πάω για μάθημα…
«Θα είμαι στην πόρτα
του σχολείου, θα σε περιμένω να φύγουμε.»
Όταν έφτασα δεν θυμάμαι
αν ήταν εκεί. Μόνο τα λόγια του μπαμπά.
«Ίσως χρειαστεί να
σκοτώσεις κανένα κάθαρμα, να καθαρίσει ο τόπος.»
Γεωργιάδης
Αβράαμ
Κατηγορώ μιας δολοφόνου
Ζητάς να μάθεις την
αλήθεια; Μα πότε υπήρξες τόσο γενναίος ώστε ν’ αντέχεις ν’ ακούς την αλήθεια
μιας δολοφόνου; Ρωτάς σαν δικαστής... Μπορεί και να είσαι ο δικαστής. Πόσο
μικρή σημασία έχει πια για μένα. Εγώ είμαι η Μ. Σ. κι ήρθε η ώρα να φας γροθιά
στο στομάχι, ήρθε η ώρα να λάμψει η αλήθεια. Εξιτάρεσαι όταν ακούς ή διαβάζεις
ότι σιχαίνομαι τις Δευτέρες, αλλά δεν σου περνάει από το μυαλό πως πέρασαν
χιλιάδες Δευτέρες μέσα σ’ ένα κελί γυναικείων φυλακών κάπου στην Καλιφόρνια.
Ρώτησες ποτέ τι σημαίνει Δευτέρα σε μια αμερικανική φυλακή; Πόσο πιο σκληρή μπορεί
να είναι από μια Δευτέρα σ’ ένα μέτριο ως υποβαθμισμένο περιφερειακό σχολείο;
Περίμενα συμπαράσταση τότε. Τότε που, αν και ανήλικη, δικάστηκα ως κοινός εγκληματίας.
Χωρίς ελαφρυντικά, με μια απροσδιόριστη κι εξαιρετικά σκληρή ποινή. Τότε ούτε ο
ίδιος μου ο πατέρας δεν έδειξε συμπόνια. Αυτός που χάριζε εργαλεία θανάτου σ’ ένα
παιδί κοίταξε την πάρτη του και μ’ άφησε να γεράσω και να σαπίσω στη φυλακή.
Αργότερα εσύ, ο συμπονετικός εφησυχασμένος, κοίταζες σαν αυθεντικός
ηδονοβλεψίας τα δελτία των οκτώ όταν αποκάλυπταν τη σεξουαλική μου κακοποίηση
και το αιμομικτικό παρελθόν του πατέρα μου. Όσοι με πίστεψαν μπορεί να
ψιθύρισαν «Το καημένο το κορίτσι…». Όσοι πάλι αμφέβαλαν καχύποπτοι για το ποιόν
μου θα είπαν: «Δεν είναι δυνατόν!». Μετά όλοι θα συναντήθηκαν σε κάποια
εκκλησία, κάποια συναγωγή και επιστρέφοντας σπίτια τους θα έτρεξαν να χαϊδέψουν
τα δικά τους όπλα. Τις Δευτέρες θα έστειλαν τα παιδιά τους σε εξίσου άθλια
καταπιεστικά σχολεία, θα στάθηκαν αδιαμαρτύρητα ανθρωπάκια μπροστά στην εν
ψυχρώ δολοφονία από μπάτσους ενός φουκαρά αφροαμερικανού. Μετά, με ήσυχη
συνείδηση, θα μπορούν να δείχνουν αιωνίως με το δάχτυλο εμένα, την Μπρέντα, τον
εξιλαστήριο... θύτη! Το πιο βολικό δομικό υλικό για έναν κόσμο φυλακή του οποίου
αρχιτέκτονες είναι τελικά από κοινού περιθωριακοί σαν τον πατέρα μου και ευυπόληπτοι
μέσοι αμερικανοί. Απελπισμένη τότε, απελπισμένη και σήμερα. Αν το θες, έχω
μετανιώσει πικρά. Λυπάμαι και ζητώ συγχώρεση. Το χειρότερο όμως είναι σαν
σκέφτομαι πως, και τίποτα να μην είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, πάλι απελπισμένη
θα ήμουν. Και τι παράξενο! Εξακολουθώ να σιχαίνομαι τις Δευτέρες...
Γεωργοπούλου
Χρύσα
Άλλη πλευρά
Το όνομά μου είναι Μ.
Σ. και πριν σαράντα χρόνια δεν μου άρεσαν οι Δευτέρες. Για μέρες, εβδομάδες,
μήνες όλα έμοιαζαν θολά. Δεν ξέρω αν ξεκίνησαν τη στιγμή που ένιωσα το
διαφορετικό του χάδι στο σώμα μου. Ίσως να ήταν η μυρωδιά αλκοόλ που είχε
ποτίσει τους τοίχους των δωματίων. Μπορεί πάλι να άρχισαν όταν αντί για το
ραδιόφωνο που ήθελα, μου έκανε δώρο για τα Χριστούγεννα ένα ημιαυτόματο Ruger.
Συνήθιζε να λέει πως πρέπει να προστατευτούμε απ’ όσους ήθελαν να μας βλάψουν.
Πατέρας μου ήταν. Δυσκολευόμουν να πιστέψω πως θα μπορούσε να γίνει ο
χειρότερός μου εχθρός. Έμαθα ν’ ανέχομαι από παιδί την αποκρουστική του οσμή.
Μοιραζόμασταν το ίδιο σκληρό στρώμα τα βράδια, που βρισκόταν άτσαλα πεταμένο
στο πάτωμα του δωματίου που ονομάζαμε σαλόνι. Δέχτηκα από μικρή τη συνήθεια του
να περπατάω ανάμεσα στα άδεια μπουκάλια και τα σκουπίδια, που υπήρχαν παντού.
Για εμένα αυτό ήταν για χρόνια το κανονικό, το φυσιολογικό, το δεδομένο. Μέσα
μου όμως. Αυτό το μέσα μου πάλευε. Χωρίς να το καταλαβαίνω προσπαθούσα να
ζητήσω βοήθεια για διαφυγή. Αναζητούσα την προσοχή, όχι πάντα με τον πιο
αποδεκτό τρόπο. Συμπεριφερόμουν επιθετικά ή μπλεκόμουν σε φασαρίες στο σχολείο
κι έξω απ’ αυτό. Είχα βρει ανθρώπους να μου δίνουν ναρκωτικά σε μια συναλλαγή,
η οποία φαινόταν με τον καιρό σαν να αγόραζα στιγμές ευτυχίας. Κανένας δεν
καταλάβαινε την απεγνωσμένη κι αγωνιώδη σιωπηλή κραυγή μου. Βυθιζόμουν όλο και
περισσότερο σε μια άδεια ρουτίνα. Εκείνη τη Δευτέρα ο ίδιος μου ο βάλτος μ’
έβγαλε από τον πόνο της επανάληψης. Ακόμη και τη στιγμή που έβλεπα τους
συμμαθητές μου για κομάντο που έρχονταν να μου κάνουν κακό, ζούσα σ’ έναν
παράλληλο κόσμο. Δεν με κατάλαβε κανείς. Όπλισαν τα χέρια της ψυχής μου. Τώρα,
χρόνια μετά, αναζητώ τη λύτρωση που ποτέ δεν έρχεται. Μου αρέσουν οι Δευτέρες.
Οι άνθρωποι δεν μου αρέσουν.
Δρακουλάκη
Μαρίλλιαν
Είμαι η Μπρέντα... η
Ντενίζ... η Πάολα… η Ίνγκριντ... η Άννα.. .η Φαουζία... Ήμουν εννιά χρονών όταν
κάποια νύχτα μου βούλωσαν το στόμα κι ένα βαρύ και σιχαμένο σώμα πίεσε τα
σωθικά και την παιδική ψυχή μου. Πόνεσα πολύ. Τρόμαξα. Η σκέψη μου χαμένη
μπροστά σ’ αυτό που συνέβαινε και που ως τότε μου ήταν άγνωστο. Έκτοτε, το βαρύ
σιχαμένο σώμα, ερχόταν κάθε βράδυ και μου έκλεινε το στόμα... Τα χρόνια
περνούσαν, κύριε δικαστά. Επτά ολόκληρα χρόνια με το στόμα κλειστό. Μέσα στη
σιωπή και τη φρίκη. Τώρα, στα δεκάξι μου, ήρθε η ώρα να βγει κι η δική μου
αλήθεια που δεν έλαμψε τελικά διότι εσύ δεν θες να καταλάβεις κρυμμένος πίσω
από την τάξη και την «ηθική'». Δεν μου έφταιξαν τα θύματα της οργής μου. Δεν
μου έφταιγαν οι Δευτέρες. Μου έφταιγε το τομάρι που είχα για πατέρα. Που έβαλε
γερά θεμέλια στη μετέπειτα τραγική ζωή μου. Κι ενώ μου έβαλε το όπλο στο χέρι, δεν
σκέφτηκα να το στρέψω εναντίον του και μόνο για να λυτρωθώ... αν κάποτε θα το
κατάφερνα.
Κοντόγιαννου
Ζωή
Είμαι η Μ.Σ κι ήρθε η
ώρα να λάμψει η αλήθεια. Η δική μου αλήθεια. Ίσως δεν την πιστέψουν όλοι. Ποιος
πιστεύει μια δολοφόνο;
Θυμάμαι τις Κυριακές
στο σπίτι. Βουβές, με μυρωδιά καπνού να δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα και τα πιο
όμορφά μου χρόνια.
Το κυριακάτικο τραπέζι
άδειο. Μια στοίβα άπλυτα πιάτα στον νεροχύτη. Ένα γάλα και προχθεσινό φαΐ στο
ψυγείο. Έξω είχε λιακάδα. Μέσα ήταν όλα σκοτεινά. «Γιατί να είναι σκοτεινά;»
ρώτησα μια μέρα τον πατέρα. «Δεν ξέρω να ζω στο φως!» μου απάντησε.
Έπαιρνε το όπλο του, το
έπαιζε στα δάχτυλά και το καμάρωνε σαν να ήταν παιδί. Μ’ έπαιρνε κοντά του κι
απαλά το τοποθετούσε μέσα στα δάχτυλά μου. «Αυτή είναι η δύναμή σου!» έλεγε.
Δεν την ήθελα αυτήν τη
δύναμη. Ήταν παγωμένη. Εκείνον ήθελα. Τα χέρια του ήταν ζεστά. Σπάνια τα
κρατούσα σαν παιδί.
Μεγάλωνα. Ο χειρισμός
του όπλου ήταν η μόνη κοινή στιγμή μεταξύ μας με χαμόγελο. Έγινα άριστη στο
σημάδι. Ένιωθα όντως δυνατή.
Πιστέψτε με, για όλα
φταίνε οι Κυριακές. Το σπίτι της Μόνικας ήταν σχεδόν δίπλα στο δικό μου. Εκεί
δεν είχαν όπλα. Εκεί ακουγόταν μόνο μουσική. Ο πατέρας της έψηνε, χόρευε, την
πείραζε, τη σήκωνε στον αέρα.
Τη Δευτέρα όλα τα
παιδιά ήταν γεμάτα ενθουσιασμό κι όμορφες διηγήσεις.
«Εσύ;» με ρώτησε μια
Δευτέρα η δασκάλα. «Πώς πέρασες την Κυριακή σου;»
«Σκοτώνοντας ό,τι δεν
μου αρέσει!» απάντησα κι εκείνη πάγωσε.
«Δηλαδή;»
«Σκοτώνω όνειρα που
ποτέ δεν θα πραγματοποιηθούν.» της είπα κι ανακουφίστηκε.
Μια Δευτέρα πήρα το
όπλο κι άρχισα να σκοτώνω ό,τι δεν μου άρεσε. Σκότωνα ζωές που δεν επρόκειτο να
έχω ποτέ, μα κι όλους αυτούς που δεν έκαναν τίποτε για να μου δώσουν μια πιο
φωτεινή ζωή…
Ξέρετε, εγώ ένα
ραδιόφωνο είχα ζητήσει από τον Άγιο Βασίλη, όμως ακόμα κι εκείνος μου έβαλε ένα
όπλο στο χέρι…
Κοτσαύτη
Γιώτα
Η φωνή
Είμαι η Μ. Σ. κι ήρθε η
ώρα να λάμψει η αλήθεια. Κατάφερα επιτέλους να τη διώξω. Ναι, τα κατάφερα! Αν
ήξερα ότι ήταν τόσο εύκολο να την ξεφορτωθώ, θα το έκανα νωρίτερα.
Πώς δεν το σκέφτηκα!
Πώς!
«Κάνε κοπάνα απ’ το
σχολείο» μου έλεγε κι εγώ υπάκουγα.
«Φτύσε τη μάνα σου.»
«Βρίσε τη γιαγιά σου.»
«Κλέψε.»
«Όχι, όχι ραδιόφωνο.
Όπλο να ζητήσεις.»
«Τώρα θα μάθεις
σκοποβολή. Είσαι έξυπνη. Μπορείς να τα καταφέρεις. Είσαι όμορφη. Είσαι τολμηρή.
Είσαι ατρόμητη!»
Την πίστευα. Μ’ έκανε
ό,τι ήθελε. Μια καλή κουβέντα, ένας έπαινος, κι εγώ γινόμουν η πιστή της
μαριονέτα.
«Συνέχισε. Μην τα
παρατάς. Είσαι τόσο δυνατή!»
Είχε πολύ κρύο εκείνο
το πρωί. Με ξύπνησαν οι φωνές της. Δεν μ’ άφηνε να τη δω, όμως την άκουγα
πεντακάθαρα. Στριφογύριζε μες στο μυαλό μου μέρα-νύχτα.
«Τώρα! Σήμερα! Σήκω!
Ήρθε η ώρα!»
Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι
κι αναμαλλιασμένη, χωρίς να πλυθώ, χωρίς να φάω, το έπιασα στα χέρια μου. Ήμουν
μόνη στο σπίτι. Ποιος ξέρει πόσες μέρες… Αυτή
τη φορά άφησε τουλάχιστον φαγητό, σκέφτηκα. Μοναδική συντροφιά μου η φωνή.
«Δευτέρα! Τις μισώ τις
Δευτέρες!»
Δεν ήταν καθόλου
δύσκολο να την ακολουθήσω και εκείνες τις στιγμές και αργότερα. Έκανα ό,τι μου
έλεγε. Ακόμα και στη φυλακή. Θύμωνε αν έφερνα αντίρρηση. Με τιμωρούσε. Κάποια
στιγμή κουράστηκα. Σιχάθηκα τις προσταγές της. Σιχάθηκα τις απειλές. Είχε
κρύψει ένα κουτί σπίρτα, έλεγε, και θα μ’ έκαιγε ζωντανή αν δεν την άκουγα.
Όταν με πρόσταξε ν’
αφήσω το βιβλίο που διάβαζα, πήρα τα σπίρτα. Τα μαλλιά μου λαμπάδιασαν, το
πρόσωπό μου τσουρουφλιζόταν. Οι φύλακες έφτασαν αμέσως. Σώθηκα, είπανε. Θαύμα.
Τη γλίτωσα με λίγα εγκαύματα.
Πονάω τόσο πολύ…
Όμως την ξεφορτώθηκα
επιτέλους.
Δεν ακούω πια τη φωνή
της να με διατάζει!
Μακαριάν
Μαριάννα
Είμαι η Μ. Σ., το
επίθετο δεν το επέλεξα εγώ, όπως και τίποτα στη ζωή μου. Το μοναδικό μου
καταφύγιο τότε ήταν το σχολείο. Είχα κάνει και μια φίλη, αν μπορούμε να την
πούμε έτσι. Την αγάπησα πολύ, δεν ξέρω πως, μα με τα χρόνια, κατάλαβα πως δεν
επέλεξα ούτε ποιον θ’ αγαπήσω. Τους άντρες δεν ήθελα ούτε να τους βλέπω, με
αηδίαζαν, τους φοβόμουν.
Σύντομα εκείνη
μετακόμισε, η θλίψη μου σχολιάστηκε με ψιθύρους στην αρχή μαζί με τα φαρδιά μου
ρούχα. Εκείνη τη Δευτέρα του Δεκέμβρη μπήκα αργά στο σχολείο. Το είχα σκάσει
από τον πατέρα μου πρώτη φορά και ήξερα πως δεν θα υπήρχε επόμενη. Άκουσα γέλια
και χλευασμούς πλέον δυνατά μα δεν έμεναν στα λόγια μόνο, ξεκίνησαν να με
ακουμπούν, σιχαινόμουν να με ακουμπούν, εξοργιζόμουν. Την κόλαση που περνούσα
στο σπίτι την είχαν κάνει τραγούδι και γελούσαν. Με αποκαλούσαν ανώμαλη, τέρας
της φύσης, πόρνη. Οι δάσκαλοι δεν άκουγαν, δεν είχα από πουθενά βοήθεια.
Πήγαινα για έναν μήνα
απ’ τη μία κόλαση στην άλλη. Οι Δευτέρες έγιναν η επέτειος του θανάτου μου,
κάθε νέα Δευτέρα κι ένας θάνατος, μέχρι που είχα πεθάνει και απλά περπατούσα.
Ούτε τα χάπια βοηθούσαν καθόλου. Ο πόνος κι η οργή γιγαντώθηκαν, άρχισα να
γελάω με τις βρισιές, κάτι στο γέλιο μου τους έκανε να πάψουν να με ακουμπάνε.
Για μέρες παρατηρούσα τα παιδιά του δημοτικού απέναντι με κάποια ζήλια. Δύο
κορίτσια αγκαλιάζονταν και γελούσαν, κάποιος πατέρας φιλούσε την κόρη του. Θα
μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση τους, αν μπορούσα να επιλέξω, αυτή την επιλογή
θα έκανα. Μα κανένας ποτέ δεν με ρώτησε. Μισούσα τις Δευτέρες, γιατί ούτε ο
θάνατός ήταν επιλογή μου. Εκείνη τη Δευτέρα αποφάσισα μια φορά να τους δείξω
πως είναι να επιλέγει κάποιος άλλος για εσένα τι θα σου συμβεί.
Στόχευσα στο δημοτικό,
τη συνέχεια την ξέρετε, ήμουν καταπληκτική στη σκοποβολή, το ήξερε κι ο Άγιος
Βασίλης.
Μάνος
Σπύρος
Not saved
Είμαι η Μ.Σ. Η αίτησή
μου απορρίφθηκε κι η υπόθεση θα επανεξεταστεί μετά από δέκα χρόνια. Επειδή
καταλαβαίνω πως θα πεθάνω στη φυλακή, ήρθε η ώρα να λάμψει η αλήθεια.
Στην πρώτη αίτηση
αποφυλάκισης δήλωσα ότι δεν θυμόμουν ξεκάθαρα την επίθεση, γιατί βρισκόμουν υπό
την επήρεια αλκοόλ, μαριχουάνας και αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Η αλήθεια είναι
πως ποτέ δεν έκανα χρήση αλκοόλ, ουσιών ή οτιδήποτε άλλο. Ήμουν νηφάλια.
Επίσης, ουδέποτε με κακοποίησε ο πατέρας μου, το ισχυρίστηκα μετά από χρόνια
για να κερδίσω λίγη συμπάθεια. Απλώς έψαχνα για ελαφρυντικά. Η μητέρα μου μας
εγκατέλειψε όμως ο πατέρας μου ήταν πάντα δίπλα μου. Ακόμη και στο ίδιο κρεβάτι
κοιμόταν μαζί μου όταν φοβόμουν ή όταν ήμουν άρρωστη. Ήταν πάντα εκεί για να με
προσέχει.
Του είχα ζητήσει ένα
ραδιόφωνο ως δώρο Χριστουγέννων. Το ραδιόφωνο δεν θα μπορούσε να με προστατεύσει,
μου είπε. Έτσι λοιπόν, ο «Άι Βασίλης» μού έφερε ένα ελαφρύ 22αρι τουφέκι. Ο
πατέρας είπε πως είναι ειδικό για
μικρόσωμους σκοπευτές. Άρα ό,τι έπρεπε για μένα. Την ίδια κιόλας μέρα ξεκίνησε
η εκπαίδευσή μου.
Πάντα μισούσα τις
Δευτέρες γιατί ήταν η αρχή του εβδομαδιαίου βασανισμού όλων των παιδιών. Ναι,
καλά καταλάβατε, το σχολείο. Τα παιδιά πρέπει να παίζουν κι όχι να
προετοιμάζονται για να γίνουν υπηρέτες του συστήματος. Αποφάσισα λοιπόν να
δράσω. Εκμεταλλεύτηκα την εκπαίδευσή μου στα όπλα. Εκείνο το πρωινό ζήτησα από
τον πατέρα μου να μην πάω σχολείο. Μόλις έφυγε για τη δουλειά, βγήκα στο
μπαλκόνι με το τουφέκι μου κι άρχισα να πυροβολώ τα παιδιά που βρισκόταν στην
αυλή του δημοτικού. Ήταν ο μόνος τρόπος να σωθούν. Έπρεπε να σώσω όσα
περισσότερα μπορούσα, έτσι μόνο θα έσωζα και τον εαυτό μου. Ξένοι κομάντος
συμμετείχαν στη φύλαξη του σχολείου. Άνοιξα πυρ και προς αυτούς. Όταν ξέμεινα από
σφαίρες, κλειδώθηκα στο σπίτι. Σε λίγες ώρες οι μπάτσοι το περικύκλωσαν, κρατούσαν
όμηρο τον πατέρα μου κι απειλούσαν να τον σκοτώσουν. Αναγκάστηκα να παραδοθώ.
Είμαι η Μ.Σ και ζητώ
συγνώμη που δεν μπόρεσα να σώσω περισσότερα παιδιά. Ακόμη μισώ τις Δευτέρες...
Μανωλά
Κατερίνα
Είμαι η Μ.Σ κι ήρθε η
ώρα να λάμψει η αλήθεια. Εκείνο το Σαββατοκύριακο έμοιαζε μ’ όλα των προηγούμενων
χρόνων. Αποπνικτικό και μακρόσυρτο. Η πόρτα θα κλείδωνε Σάββατο μεσημέρι και θ’
άνοιγε ξανά Δευτέρα πρωί. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Μεσημέρι Σάββατου,
φορτωμένος χαρτοσακούλες απ’ την κάβα. Μόνο έτσι γέμιζε το ψυγείο. Ο ήχος του
σκουριασμένου μεντεσέ δίνει το έναυσμα για την αντίστροφη μέτρηση.
Διπλοκλειδώνει και δένει τα κλειδιά στο μπρελόκ που ‘ναι κρεμασμένο στη ζώνη
του. Ο ήχος απ’ τα στόρια που κατεβαίνουν πνίγει κάθε τολμηρή αχτίδα φωτός που
ξαπόστασε σ’ αυτό το μπουντρούμι. Τα βήματά του τρίζουν στο παρκέ καθώς
πλησιάζει. Νιώθω τη καρδιά μου έτοιμη να βγει απ’ το σώμα μου. Το μέτωπο μου
παγωμένο καθώς το πόμολο γυρνά προς τα δεξιά. Σβήνει το φως κι εγώ τα
συναισθήματά μου. Σύντομα το αλκοόλ απ’ την ανάσα του θα τρυπώσει στα ρουθούνια
μου. Συγκεντρώνομαι στη μουσική απ’ το παλιό κασετόφωνο. Προσπαθώ να εξαφανίσω
μέσα στις νότες το χνώτο του που απομυζά κάθε μόριο οξυγόνου. Μάταια. Θέλω να
γδάρω το δέρμα μου, να ξεριζώσω από πάνω μου τη δυσωδία. Μισώ τις Δευτέρες.
Είναι γεγονός.
Κάθε που άνοιγα την
πόρτα ξεκινώντας για το σχολείο, έπεφτα πάνω στα κατεβασμένα βλέμματα των
γειτόνων. Αγκάλιαζαν προστατευτικά τα παιδιά τους όταν περνούσα από δίπλα τους.
Γεμάτοι ψήγματα συμπόνιας. Οίκτου. Ήμουν βέβαιη πια πως «ήξεραν’. Πως κανείς
τους δεν ήταν αθώος. Τη Δευτέρα αποφάσισα να γίνω αυτό που απέφευγαν αλλάζοντας
δρόμο. Το τέρας που όλοι κρύβουν μέσα τους όταν σωπαίνουν. Αποφάσισα για μια
φορά να γίνω ο θύτης.
Μιχαηλίδου
Χριστίνα
Είμαι η Μ.Σ κι είναι
ώρα να λάμψει η αλήθεια. Ποια αλήθεια άραγε θα σας βόλευε; Ενός σεξουαλικά
κακοποιημένου παιδιού που από τα εφτά του χρόνια βιαζόταν από τον ίδιο του τον
πατέρα; Ή ενός κοριτσιού που έμπλεξε με ναρκωτικές ουσίες από τα δώδεκά του για
ν’ αντέξει το ξύλο και την κακομεταχείριση από αυτόν που τη γέννησε;
Ποια ιστορία θα σας
συγκινούσε περισσότερο; Ποια θα σας έκανε να λυπηθείτε και να σκεφτείτε την
καημένη την Μπρέντα παραπάνω από πέντε λεπτά; Ξέρω τι θα πείτε. Αυτά που έλεγαν
όλοι όταν περνούσαν έξω από το σπίτι μας, όταν έβλεπαν τα μισοσπασμένα τζάμια
και το κρύο ν’ αλυχτά σαν λυσσασμένο σκυλί, όταν βλέπατε να λιμοκτονώ στην ουρά
της Εκκλησίας για ένα συσσίτιο. «Το κακόμοιρο» και θ’ απλώνατε το γαμημένο σας
χέρι με τα περιποιημένα νύχια για μία γρήγορη ελεημοσύνη νιώθοντας ότι κάνατε
το καθήκον σας.
Ε λοιπόν όχι, δεν θα
σας κάνω τη χάρη. Την αλήθεια δεν θέλατε; Αυτή είναι η αλήθεια και σας την
πετάω στα μούτρα είκοσι χρόνια μετά. Εσάς ήθελα να εκδικηθώ, ήθελα να νιώσετε
τον πόνο και τη δυστυχία από την απώλεια των αγαπημένων σας παιδιών που ζούσαν
έχοντας τα πάντα. Ένα ζεστό σπιτικό, αγάπη, φροντίδα, ασφάλεια, ό,τι πρέπει να
έχουν όλα τα φυσιολογικά παιδιά.
Επιτέλους, εκείνη τη
μέρα, εγώ ήμουν σε θέση ισχύος κι ήμουν αποφασισμένη να σας μάθω τι είναι η
φρίκη. Την ίδια που ζούσα για δεκαέξι χρόνια. Επιτέλους πληρώσατε για την υποκρισία
στο βλέμμα σας, την ψεύτικη συμπόνια ενώ ούρλιαζα ζητώντας βοήθεια. Εκλιπαρούσα
να με σώσετε από την κόλαση ενώ εσείς μου πετάγατε ένα ξεροκόμματο κάθε Δευτέρα
πρωί, από τα αποφάγια της ευτυχισμένης ζωής σας.
Αυτή είναι η τιμωρία
της Μ.Σ για όλους όσους της γύρισαν την πλάτη.
Μπάτσιου
Δήμητρα
Είμαι η Μ.Σ. και θέλω
να σας πω μια ιστορία. Αργά το βράδυ μιας βροχερής Δευτέρας αρκετά χρόνια πριν,
σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο του Σαν Ντιέγκο γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. «Είναι μια
πριγκίπισσα» είπαν οι νοσηλεύτριες στη νεαρή λεχώνα, όπως έλεγαν για όλα τα
κοριτσάκια που γεννιόντουσαν στη βάρδια τους, όπως λένε παντού, σ’ όλο τον
κόσμο για κάθε κορίτσι. Μια πριγκίπισσα. Όλες οι μικρές πριγκίπισσες
γεννιούνται ίδιες, μικροσκοπικές, κατακόκκινες, πασαλειμμένες με αμνιακό υγρό
και αίμα. Όμως δεν ζουν όλες οι μικρές πριγκίπισσες σε κάστρα και παλάτια.
Κάποιες μεγαλώνουν σε βρομερά υπόγεια, με τοίχους φουσκωμένους από την υγρασία
και κατσαρίδες να σέρνονται στο πάτωμα. Έτσι κι αυτή η μικρή πριγκίπισσα μεγάλωσε
με ρούχα δανεικά, σε διαμερίσματα βρόμικα απ’ όπου έφευγε νύχτα με τους γονείς
της, αφήνοντας πίσω χρέη και τα λιγοστά πράγματα που θεωρούσε δικά της. Με την
ίδια ευκολία μια μέρα η μητέρα της άφησε πίσω και την ίδια κι έμεινε η μικρή
πριγκίπισσα μόνη με τον πατέρα της. Δεν θα σας πω για το κρεβάτι που μοιραζόταν
μαζί του, ούτε για τις συνθήκες διαβίωσής της. Θα σας πω για μια Δευτέρα όπως
όλες τις άλλες Δευτέρες. Μια Δευτέρα που η μικρή πριγκίπισσα αποφάσισε να
παίξει με το δώρο που της είχε κάνει ο πατέρας της. Όπλισε, στόχευσε και πάτησε
τη σκανδάλη. Ξανά. Και ξανά. Ένα παιχνίδι, σαν όλα τ’ άλλα. Ένα από τα λίγα
πράγματα στα οποία ήταν καλή. «Γιατί;» τη ρώτησαν. Μα η απάντηση ήταν απλή.
Γιατί μισούσε τις Δευτέρες. Μισούσε και τις Τετάρτες, και τα Σάββατα, και κάθε
μέρα. Μισούσε τις πριγκίπισσες και τους πρίγκιπες. Μα πιο πολύ μισούσε τη ζωή
που μια Δευτέρα της χαρίστηκε κι εκείνη τη Δευτέρα τόσο εύκολα χαράμισε. Γιατί
κάποια κορίτσια δεν είναι πριγκίπισσες. Και μαθαίνουν από νωρίς ότι καμία
ιστορία δεν έχει αίσιο τέλος.
Μπόικου
Θεοδώρα
Είμαι η Μ. κι ήρθε
επιτέλους η ώρα να λάμψει η αλήθεια! Τ’ όνομα μου το σκέφτηκε η μητέρα μου διότι
όταν γεννήθηκα ήμουν ζυμαρένια σαν φραντζολάκι. Από τότε με συνόδευε το παρώνυμο.
Η οικογενειακή ζωή ήταν σκηνή θεάτρου με δράκους, φλόγες και λύκους. Οι
νεράιδες κι οι πρίγκιπες κι οι λιακάδες είχαν καταπιωθεί στα έγκατα! Η μητέρα
μου μας εγκατέλειψε όταν ήμουν εννέα χρονών. Ο πατέρας μου, κάτω από το πέπλο
της διευθυντικής θέσης που κατείχε, των καλοσιδερωμένων πουκάμισων και του καλογυαλισμένου
μπλε τζιπ που οδηγούσε, έκρυβε καλά τον κακοποιητικό χαρακτήρα του. Στα δώδεκα
με εξανάγκαζε να γίνομαι η Σαλώμη στα χέρια του Ηρώδη ρίχνοντας μου ψυχοτρόπες
ουσίες. Ήμουν το παιχνίδι του. Η ασχολία του με τη σκοποβολή με έθιζε σε νέους
τρόπους δυσανάγωγης συμπεριφοράς. Τα Σαββατοκύριακο επιδιδόμουν σε σεξιστικά
παιχνίδια και στην ψυχολογία όπλων. «Μου έκλεψες το χαμόγελο μου» του έλεγα,
«Μου ρούφηξε τους ήλιους μου» χωρίς απόκριση. Τη Δευτέρα εκείνη φανέρωσα τα
σκοτάδια της ψυχής μου, τις πληγές της ύπαρξής μου, τους δαίμονες του Εγώ μου.
Λυπάμαι! Συγχωρέστε με κι απελευθερώστε με!
Νάνη
Παρασκευή
Είμαι η Μ. Σ. κι ήρθε η
ώρα να λάμψει η αλήθεια. Εκείνη τη Δευτέρα, στα δεκατρία μου, σηκώθηκα από το
κρεβάτι, πήρα το όπλο -δώρο ενός ενήλικα σ’ ένα παιδί!- άνοιξα την πόρτα και
πυροβόλησα απέναντι. Ξαφνικά όλα θόλωσαν, θυμάμαι φωνές ακαθόριστες, τσιριχτά
να τρυπάνε τα αυτιά μου, ανθρώπους να πηγαινοέρχονται πέρα δώθε, πέρα δώθε... η
ανάσα μου με πνίγει... Μπαίνω μέσα. Κλειδώνομαι. Όλα στριφογυρίζουν, οι σκέψεις
με πολεμάνε, βοήθεια... αφήστε με... δεν ξέρω τίποτα. Αυτός είναι εκεί. Με
κοιτάζει και γελάει.
«Αυτό σου αξίζει.»
Εκείνη δεν μιλάει,
κλαίει ήσυχα, όπως έκανε πάντα.
«…φύγε, μη με αγγίζεις…
μηηηηη...»
Δεν μπορώ να μιλήσω,
δεν έχω φωνή.
«…μη, σε παρακαλώ, μη…»
«Σκάσε, ηλίθια. Είναι
Δευτέρα σήμερα. Η μέρα μας, μικρή μου...»
«Μαμά, πού είσαι,
μαμά;»
Χιλιάδες κοφτερά
μαχαίρια καρφώνονται στο σώμα μου, μικρά γυαλιά θρυμματίζουν την ψυχή μου,
χαμογελάω αίμα...
Δεν μπορώ να μιλήσω,
δεν έχω φωνή.
Ένας τυφώνας στο μυαλό
μου. Πού πήγε η μικρή Μπρέντα;
Είναι Δευτέρα σήμερα...
Δευτέρα. Δεν φταίω εγώ. Η Δευτέρα φταίει.
Εκείνοι πέθαναν μια
μόνο Δευτέρα. Εγώ πεθαίνω κάθε Δευτέρα...
Νιτσόλα
Παρασκευή
Δεν πυροβόλησα στην τύχη,
όχι, αντιθέτως . Ήξερα καλά ποιος πρέπει να πεθάνει και ποιος θα ζήσει τη μέρα
αυτή, το ήξεραν κι εκείνοι, όταν αντίκρισαν την κάνη του όπλου, ήξεραν πως θα
πληρώσουν με τη ζωή τους για όλα τα χρόνια που με κάνανε να νιώθω ασήμαντη, παρακατιανή.
Μπάσταρδη με φωνάζανε απ’ όταν ήμουνα ακόμη μικρή, κι ήταν πολλοί. Πρώτα αυτοί
μ’ έβαλαν στο στόχαστρό τους και ήταν πολλά τα χρόνια που έκανα υπομονή. Για
όπλο είχανε το δάχτυλο τους και με σημάδευαν, ρίχνοντας σφαίρες που ‘βγαίναν από
τα χείλη τους. «Τη βλέπεις αυτή, μπασταρδη είναι, από πατέρα βιαστή.» Με σκότωναν αργά και βασανιστικά κάθε μέρα,
κάθε πρωί, χρόνια τώρα, από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εκεί. Ήταν
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, δεν είχε σημασία, ήταν η μέρα που εγώ, η μπάσταρδη
χοντρή, αντί για βιβλία, με σφαίρες γέμισα τη σχολική μου τσάντα κι ήξερα πως,
πια, δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν πυροβόλησα στην τύχη, δεν ήμουνα τρελή, ήθελα να
πληρώσουν, γιατί πρώτοι αυτοί σκότωσαν τα παιδικά μου όνειρα για μια καλύτερη
ζωή.
Πανίκου
Εύη
Τον θυμάμαι φεύγοντας
να λέει «Μισώ τις Δευτέρες!» Φώναξα ότι δεν θα πάω σχολείο, δεν είμαι σίγουρη
αν άκουσε.
Το σπίτι μύριζε ουίσκι.
Θυμάμαι να πηγαίνω στην κουζίνα. Είχε μόνο μπαγιάτικο ψωμί. Πήρα το μπουκάλι
και τράβηξα μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο. Άρχισα να μετρώ τα αμάξια που
περνούσαν, ξέρεις, ανά χρώμα. Το έκανα συχνά. Πάντα νικούσαν τα άσπρα.
Ξαφνικά ο δρόμος
άδειασε για λίγο και θυμάμαι το έντονο κελάηδισμα των πουλιών έξω στα δέντρα.
Για μένα αυτός ο ήχος είναι πολύ ενοχλητικός, ένα μαρτύριο.
Σαν αστραπή πέρασε από
μπροστά μου το δώρο τού πατέρα για τα Χριστούγεννα. Απόρησα από τη μια, μ’
άρεσε από την άλλη… το συγκεκριμένο δώρο εννοώ. Αφού μου πέρασε απ’ το μυαλό
ότι μου το ‘δωσε για ν’ απαλλαγούμε κι οι δύο από μένα, αλλά μετά είπα
«Βλακείες!» Χαχαχα…
Το βρήκα στην ντουλάπα.
Ήταν γεμάτο. Ξέρετε, κάνω μαθήματα σκοποβολής...
Βγήκα έξω με το όπλο κι
αυτό που μου ‘ρχεται τώρα πρώτο στο μυαλό είναι το έντονο φως του ήλιου, που με
χτύπησε κατευθείαν στα μάτια και με τύφλωσε. Ο ήλιος, το όπλο, το ουίσκι, οι
Δευτέρες… η άσφαλτος τώρα έμοιαζε με ήρεμο νερό, σαν μια λίμνη που λαμπύριζε
κάτω απ’ το φως. Ξέχασα αμέσως τα πουλιά. Τώρα τα λόγια και τα γέλια των
παιδιών ήταν πιο ενοχλητικά από τα τιτιβίσματα. Κοιτούσα τριγύρω κι έβλεπα μια
λίμνη με πολλές ζωηρές πάπιες να κάνουν γύρους. Αυτός ήταν ο πρώτος μου στόχος
στη σκοποβολή, οι πάπιες στη λιμνούλα. Άρχισα να στοχεύω και να πυροβολώ τις
όμορφες, μικρές, φασαριόζικες πάπιες. Όταν το όπλο άδειασε, έτρεξα σπίτι.
«Εντάξει, εντάξει… θα
βγω. Μην πυροβολήσετε, είμαι άοπλη. Θα μου φέρετε και το μπέργκερ που μου
υποσχεθήκατε; Ευχαριστώ! Τι; Γιατί το έκανα: Μμμμμμ… μάλλον επειδή μισώ τις
Δευτέρες κι ήθελα να δώσω στη μέρα λίγη ζωή!»
Ρουσουνέλου
Δήμητρα
Ζήτησα για δώρο
Χριστουγέννων ένα ραδιόφωνο. Και ξέρετε τι πήρα; Ένα 22αρι. Όταν έκλεισα τα
εννιά, ο μπαμπάς ήρθε το βράδυ στο κρεβάτι μου. Αυτό θα ήταν το δώρο μου μου είπε.
Ξάπλωσε μαζί μου κι άρχισε να με χαϊδεύει. Ήταν Δευτέρα. Από τότε τις μισώ τις
Δευτέρες. Ήθελα να σηκωθώ να τρέξω, να ουρλιάξω. Δεν μου άρεσε αυτό που έκανε.
Ανέβηκε από πάνω μου και κράταγε το στόμα μου με το χέρι του. Τα δάκρυα έτρεχαν
στα μάγουλά μου. Ούρλιαζα μέσα μου αλλά η φωνή δεν μπορούσε να βγει. Μακάρι να
είχα ένα ραδιόφωνο.
Τις μισώ τις Δευτέρες.
Από τότε κάθε βράδυ
ερχόταν στο κρεβάτι μου. Υπέμενα μέχρι να τελειώσει το μαρτύριο και μετά ξάπλωνε
δίπλα μου και κοιμόταν. Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι εγώ μεγάλωνα. Αλλά η
κατάσταση δεν άλλαζε…
Ένα απόγευμα, όταν
γύρισα από το σχολείο, ήταν στο σπίτι κι έπινε μπυρες με τον κύριο Όργουελ, τον
διευθυντή του σχολείου. Πήγα στο δωμάτιό μου. Τους άκουγα που γέλαγαν δυνατά.
Έκατσαν μέχρι αργά κι είχαν μεθύσει. Παρακαλούσα να τον πάρει ο ύπνος στο
σαλόνι και να μην έρθει στο δωμάτιο. Η πόρτα όμως άνοιξε. Μπήκε ο πατέρας κι
από πίσω ο κύριος Όργουελ. Δεν άργησα να καταλάβω τι θα γινόταν. Αντέδρασα κι
εκείνος με χαστούκισε. Άλλωστε είχα φτάσει δεκαπέντε χρόνων. Όποτε αντιδρούσα,
με χτύπαγε. Πρώτος γδύθηκε ο πατέρας και στη συνέχεια ο κύριος Όργουελ…
Δεν θέλω να πηγαίνω στο
σχολείο. Τα παιδιά νομίζω ότι με κοιτάζουν περίεργα. Ή εγώ τα κοιτάζω περίεργα…
Ήρθαν τα Χριστούγεννα
και ζήτησα ένα ραδιόφωνο. Ήθελα να παίζει κάθε βράδυ για να μην ακούω τα
βογκητά του. Αντί γι’ αυτό μου έφερε ένα τουφέκι. 22αρι. Τότε, ξεκαθάρισαν όλα
μέσα μου. Μια Δευτέρα του είπα ότι δεν ένιωθα καλά. Μόλις έφυγε για δουλειά,
πήρα το τουφέκι κι άρχισα να πυροβολώ απέναντι. Τα παιδιά ήταν σαν παπάκια… Να
κι ο Όργουελ. Δεν θυμάμαι πόσες σφαίρες έριξα. Όλοι είχαν έναν πρόσωπο: του
πατέρα. Μπήκα σπίτι και περίμενα. Μετά από ώρες παραδόθηκα.
«Γιατί το έκανες;» άκουσα
μια φωνή όταν βγήκα από το σπίτι.
Απάντησα χωρίς να
κοιτάξω.
«Το έκανα για πλάκα.
Δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες. Αυτό ζωντάνεψε τη μέρα. Πρέπει να πηγαίνω τώρα.»
Δεν θυμάμαι πολλά. Στο
τμήμα με ξαναρώτησαν Δεν είχα να πω περισσότερα. «Πυροβόλησα ένα γουρούνι. Νομίζω
ότι θέλω κι άλλο. Το διασκεδάζω. Δεν είχα κάποιο λόγο και είχε πλάκα. Ήταν σαν
να πυροβολείς πάπιες στη λίμνη, μοιάζανε σαν ένα κοπάδι από αγελάδες που
στέκεται ακίνητο. Ήταν πραγματικά εύκολος στόχος!»
Ταμουρατζή
Έλενα
Είμαι η Μ. Σ. κι ήρθε η
ώρα να λάμψει η αλήθεια. Μισώ τις Δευτέρες! Αρχίζοντας από εκείνη την πρώτη που
ήρθα στον κόσμο. Για χρόνια άκουγα τη μάνα μου να με κατηγορεί γιατί πόνεσε και
χάλασε το σώμα της. Κι ύστερα, μια άλλη βροχερή Δευτέρα, με συνόδευσε στο σχολείο,
μου έδωσε το κολατσιό μου, με φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε. Ήταν η τελευταία φορά
που την είδα. Ο πατέρας μου ανέλαβε την ανατροφή μου. Ό,τι μπορούσε έκανε κι ας
τον κατηγορούσαν ότι με κακομεταχειριζόταν, επειδή έπινε κανένα ποτηράκι πού
και πού. Καμία σχέση. Δεν ήταν μέθυσος. Να ξεχάσει τη γυναίκα που τον πρόδωσε
ήθελε. Κι η παρουσία μου δεν βοηθούσε. Ευτυχώς τα κόκκινα μαλλιά και τις
φακίδες τα πήρα από κείνον. Όπως και το ταλέντο στη σκοποβολή που φρόντιζε από
μικρή να μου καλλιεργεί. Γι’ αυτό και δεν στεναχωρήθηκα που αντί για ραδιόφωνο
ο «Αϊ-Βασίλης» μου έφερε ένα τουφέκι.
Πέρασε ο καιρός και μια
Δευτέρα ξεκίνησα το λύκειο. Ήταν έρωτας κεραυνοβόλος όταν τον αντίκρισα στο
προαύλιο κι εκείνος άδραξε την ευκαιρία να περάσει καλά. Μια Κυριακή μετά το
σινεμά του δόθηκα και την επόμενη μέρα το ξέρανε όλοι. Ήμουν πια η «εύκολη». Ο
περίγελος. Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά και το πρωινό ξύπνημα για το σχολείο
ήταν αντίστοιχο με τις πρωινές ναυτίες που ένιωθα… Μέσα μου μεγάλωνε ένα παιδί
και θέριευε ένα μίσος. Μου πήρε τη ζωή, θα του έπαιρνα ό,τι αγαπούσε. Τον
λατρεμένο του πατέρα. Εκείνο το «γουρούνι», τον μπάτσο που ανέθρεψε ένα τέρας.
Ήξερα πως περιπολούσε καθημερινά στο απέναντι σχολείο. Εύκολος στόχος για μια
εκπαιδευμένη σκοπεύτρια. Κι ίσως αν ήμουν τυχερή να πυροβολούσε κάποιος κι
εμένα για να τελειώσει το μαρτύριο. Άλλη μια καταραμένη Δευτέρα χρειαζόταν
μόνο… Μα όλα πήγαν τόσο λάθος… Άτιμα πιτσιρίκια, ζωηρά «παπάκια», γιατί μπήκατε
στη μέση;
Φλογερά
Ελένη
Είμαι η Μ.Σ. κι ήρθε η
ώρα να λάμψει η αλήθεια. Εκείνη τη μοιραία Δευτέρα, όταν σηκώθηκα από το
κρεβάτι, δεν ένιωθα καλά. Όλα γυρνούσαν γύρω μου. Με το ζόρι σύρθηκα ως το
μπάνιο. Όλη τη νύχτα δεν με είχε αφήσει σε ησυχία ο πατέρας μου. Τα χάπια που
πήρα για να ξεφύγω από τους εφιάλτες μ’ έκαναν χειρότερα. Κουλουριάστηκα
καταμεσής του μπάνιου και προσπαθούσα να ηρεμήσω.
Ξαφνικά άκουσα κάποιο
θόρυβο που ερχόταν από το σαλόνι. Παραξενεύτηκα καθώς ήμουν μόνη στο σπίτι. Ο
πατέρας είχε φύγει από ώρα για τη δουλειά.
Σηκώθηκα με κόπο και σκουντουφλώντας
στους τοίχους πήγα ως το σαλόνι, έχοντας μια υποψία. Και ναι, εκείνη ήταν εκεί.
Τελευταία ερχόταν όλο και πιο συχνά. Κρατούσε στα χέρια της το όπλο που μου
είχε χαρίσει ο πατέρας τα Χριστούγεννα. Εγώ βέβαια ραδιόφωνο του είχα ζητήσει,
ν’ ακούω μουσική και να μερώνει η ψυχή μου.
Μόλις με είδε με
σημάδεψε κι έκανε ότι τάχα με πυροβολούσε. «Ωραίο παιχνίδι, γιατί δεν το
χρησιμοποιείς; Εγώ θα έπαιζα μαζί του κάθε μέρα. Κι αυτό σαν ραδιόφωνο είναι,
αν πατήσεις τη σκανδάλη, θ’ ακούσεις την ωραιότερη μουσική. Να, κοίτα, είπε και
βγήκε στο μπαλκόνι. «Στο προαύλιο του σχολείου είναι μερικά παπάκια… Πυροβόλησέ
τα!»
Η φωνή της μου
περόνιαζε το μυαλό. Την ακολούθησα. Άκουσα την πρώτη πιστολιά και είδα ένα «παπάκι»
να πέφτει. Ακολούθησαν κι άλλες πιστολιές, αμέτρητες. Το κεφάλι μου βούιζε από
τους κρότους του όπλου κι από τις σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων
που δεν άργησαν να έρθουν.
Εκείνη ήταν έτοιμη να
ρίξει και στους αστυνομικούς. Έπιασα το κεφάλι μου με τα δυο μου χέρια και
σωριάστηκα στο πάτωμα αποκαμωμένη. Όταν μετά από ώρες ξέφυγα από τα σκοτάδια
μου, εκείνη είχε φύγει. Τα περιπολικά ήταν ακόμη εκεί. Έτσι πήρα το όπλο και το
παρέδωσα στους αστυνομικούς. Εκείνοι μου πέρασαν χειροπέδες. Κι εγώ ακόμα
περιμένω ένα ραδιοφωνάκι, ν’ ακούω μουσική και να μερώνει η ψυχή μου.
Χρυσοπούλου
Βέτα
Είμαι η Μ.Σ. κι ήρθε η
ώρα να μάθετε την αλήθεια! Πώς πέρασα τη ζωή μου μέχρι τώρα.
Η μάνα μου μ’
εγκατέλειψε νωρίς, δεν τη γνώρισα. Έμεινα μ’ έναν πατέρα εξαρτημένο από ουσίες
και αλκοόλ.
Μου έμαθε να ζητιανεύω
για να έχω ένα πιάτο φαγητό, με κακοποιούσε άλλες φορές χτυπώντας με και άλλες
βιάζοντάς με.
Πόσο ήθελα να είμαι
όπως τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου, που ήταν χαρούμενα μέσα στις όμορφες
φορεσιές, με τα καλοχτενισμένα τους μαλλιά, το κανάκεμα των γονιών τους.
Ζήλευα τόσο πολύ και
ναι, ναι, είναι αλήθεια ότι τα φθονούσα γι’ αυτά που είχαν, γι’ αυτά που μου
έλειπαν, για την έλλειψη στοργής. Με κοιτούσαν τόσο υποτιμητικά για τις βρόμικες
παλιές μου φορεσιές, για τα κακοκουρεμένα μαλλιά μου, για το βλέμμα μου που φανέρωνε
τη στέρηση.
Δεν ήμουν παιδί εγώ,
ήμουν απλώς ένα σκουπίδι που όλοι το κλωτσούσαν στο πέρασμά τους.
Ναι, ήθελα να εκδικηθώ
όλ’ αυτά τα παιδιά που είχαν όσα εγώ στερήθηκα.
Όλο τον κόσμο, τους
πάντες, το κάθε τι όμορφο, ήθελα απλώς να τους κάνω να με καταλάβουν.
Γιατί εμένα δεν μου
αρέσουν οι Δευτέρες, καταλαβαίνετε, μπορείτε να με καταλάβετε;