Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Μια ασυνήθιστη φιλία

 


Γεωργίου Σόφη

Ήταν ένα ανοιξιάτικο ζεστό απόγευμα και στο πάρκο κοντά στο σχολείο καθόντουσαν δύο κορίτσια στο παγκάκι κι έτρωγαν παγωτό. Ήταν ένα θέαμα συνηθισμένο που δεν θα προσέλκυε την προσοχή κανενός, δυο φίλες να κάνουν παρέα. Ωστόσο ήταν φανερό ότι αυτά τα κορίτσια προέρχονταν από δύο διαφορετικούς κόσμους.

Η Μαρία φορούσε ένα κοντό παντελόνι με μια αμάνικη μπλούζα, με τα μαλλιά τραβηγμένα πίσω σε αλογοουρά, ενώ η Αϊσιέ φορούσε μακρύ φόρεμα με μακριά μανίκια, μαντίλα στα μαλλιά και φερετζέ που τον αφαίρεσε για λίγο, για να φάει το παγωτό. Η Μαρία ήταν από τη Λευκωσία κι η Αϊσιέ με καταγωγή από τη Συρία και πρόσφυγας στην Κύπρο.

Ήταν συμμαθήτριες στην πρώτη τάξη του λυκείου κι έγιναν καλές φίλες. Αποδέχθηκε η μία τη νοοτροπία, κουλτούρα και θρησκεία της άλλης, αν και πολλές φορές έγινε μεταξύτους θέμα συζήτησης η διαφορετικότητά τους για την οποία υπάρχει σεβασμός κι από τις δυο πλευρές. Έχουν όμως έναν κοινό σκοπό: να σπουδάσουν γιατροί. Η Μαρία για να μπορέσει να σώσει γυναίκες με καρκίνο όπως ήταν η μητέρα της που έφυγε πρόωρα από τη ζωή κι η Αϊσιέ για να σώσει ζωές σε εμπόλεμη κατάσταση όπως στη Συρία. Ήταν κι οι δύο διαφορετικές αλλά τόσο όμοιες που μεγάλωσαν πρόωρα.

Κοτσαύτη Γιώτα

Κλαίρη και Κλαρκ

Η Κλαίρη κι ο Κλαρκ.

Η Κλαίρη μια βασανισμένη, ταλαίπωρη, αδέσποτη σκυλίτσα.

Ο Κλαρκ ένα ζωηρό και… αρκετά κακομαθημένο κουτάβι.

Κάτασπρη η Κλαίρη. Κατάμαυρος ο Κλαρκ.

Εκείνη μεγάλωσε στους δρόμους, μέσα στον κίνδυνο και τον φόβο.

Εκείνος μέσα στην αγκαλιά και τα χάδια μιας οικογένειας που τον λάτρευε.

Πρωτοσυναντήθηκαν έξω απ’ το σπίτι του.

«Γρρρρ» γρύλισε ο ένας.

«Γρρρρ» γρύλισε κι η άλλη.

«Γαβ, γαβ, φύγε από δω! Αυτό είναι το σπίτι μου!»

«Γαβ, γαβ, δεν πάω πουθενά! Ο δρόμος ανήκει σε όλους!»

Και θρονιάστηκε έξω απ’ τον φράχτη.

Έκανε η κακόμοιρη τη δυνατή, στεκόταν περήφανα, η κοιλιά της όμως γουργούριζε. Ο λαιμός της είχε ξεραθεί απ’ τη δίψα. Και τι τρομερός καύσωνας ήταν αυτός!

Εκείνος έκανε πως δεν τη βλέπει, μα έπιανε τις θλιμμένες ματιές της. Μπορεί να μη γνώριζε τι θα πει πείνα, δίψα, φόβος, απόγνωση, όμως η καρδιά του ήταν τελικά πιο μεγάλη απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς…

«Γαβ, γαβ, μ’ ακούτε; Υποφέρει. Πρέπει να τη βοηθήσουμε! Γαβ, γαβ! Σηκωθείτε!»

Κι οι άνθρωποι, λες και κατάλαβαν τα γαβγίσματά του, βγήκαν στον δρόμο, πήραν αγκαλιά το κατάκοπο σκυλάκι, το φρόντισαν, το τάισαν και, σε λίγες μέρες, έστησαν ένα ακόμα σπιτάκι.

«Γαβ, γαβ, ευχαριστώ!» φώναζε η Κλαίρη και κουνούσε την ουρά της.

«Γαβ, γαβ, ευχαριστώ!» φώναζε ο Κλαρκ και κουνούσε την ουρά του.

Κι από κείνη τη μέρα, δύο πλάσματα φαινομενικά αταίριαστα, συνδέθηκαν με μια μεγάλη φιλία που κρατάει ακόμα…

Μπόικου Θεοδώρα

Δύο καθάριες ματιές συναντήθηκαν, δύο μιλιές καλημέρισαν χαμογελώντας! Ένα γνώριμο αίσθημα από το παρελθόν κουδούνισε στο παρόν. Μια κλωστή πεπαλαιωμένη τραβήχτηκε στην κουβαρίστρα του τώρα. Τα βλέμματα ενώθηκαν σ’ αυτή τη συμπαντική σύμπλευση. Το κυριακάτικο τηλεφώνημα στη «μήνα», μυστικό πέρασμα στην περίοδο του πολέμου, σύνδεσε τους δύο πόλους. Τα λόγια «Θέλω να σε βοηθήσω. Άσε με να σε βοηθήσω. Πρέπει να μου μιλήσεις για να σε βοηθήσω!» έσπασαν τη σιωπή. Η ομπρέλα άνοιξε για να προστατευθούν από την καταρρακτώδη «βροχή», η καταιγίδα παράσερνε στο πέρασμα της ορμητικά το καθετί αλλά η μωβ ομπρέλα ήταν κατασκευασμένη από ανθεκτικές ακτίνες. Το βρόχινο νερό έγινε αγίασμα στην αλήθεια, οι άνεμοι που στροβιλίζονταν εκτίνασσαν τ’ αχρείαστα και με το μεγάλο μένος τους έσπρωχναν μακριά τα μαύρα σύννεφα. Ώσπου φανερώθηκε το ουράνιο τόξο! Οι αποχρώσεις του έδωσαν ανταύγειες ξανασάματος στην ατμόσφαιρα. Οι σκοτεινές σκιές χάθηκαν στο πρωτοθώρι με το πολύχρωμο φανάρι. Η μωβ ομπρέλα έκλεισε χαρούμενη για τα λουσμένα της φορέματα. Από εκεί ξεπήδησαν η Νικολαΐδα κι η Ιωάννα χαμογελώντας στο Φως που ανέτειλε!

Σωτηροπούλου Ρούλα

Να τα λέμε, κυκλάμινο

Αρχές φθινοπώρου κοντά σε μια παραλία φύτρωσε ένα πανέμορφο μωβ κυκλάμινο. Ζούσε ήσυχα στη σχισμή ενός βράχου, όταν κάποια μέρα ήρθε και τάραξε τη γαλήνη του ένα παιδί, που ήθελε ν’ ανέβει να το κόψει.

Η αγωνία του κορυφώθηκε, όπως όταν κάνεις ελεύθερη πτώση και δεν ξέρεις αν θ’ ανοίξει το αλεξίπτωτο. Πώς θα σταματούσε αυτή την εξέλιξη;

Το αποφάσισε. Θα του «μιλούσε» στη γλώσσα του.

Όταν το παιδί πλησίασε και πριν προλάβει ν’ απλώσει το χέρι του, του είπε:

«Μικρέ, θέλεις να γίνουμε φίλοι;»

Το παιδί είπε έκπληκτο:

«Φίλοι εμείς;»

«Ναι, μπορούμε, μέχρι την άνοιξη που θα κοιμηθώ…»

Η ιδέα του κυκλάμινου άρεσε στο παιδί και, κάθε φορά που πήγαινε να το βρει, του μιλούσε για τα όμορφα ή τα άσχημα πράγματα που βίωνε στην καθημερινότητά του. Απ’ την άλλη, εκείνο μάθαινε για τα λουλούδια ενώ άκουγε και τα παράπονα του κυκλάμινου για τη ρύπανση της παραλίας από τους ανθρώπους.

Το παιδί υποσχέθηκε το φθινόπωρο, που θα βρεθεί πάλι μαζί του, η παραλία να είναι πεντακάθαρη. Θα έχει φροντίσει το ίδιο γι’ αυτό με τους συμμαθητές του. Θέλει να δει το αγαπημένο του κυκλάμινο χαρούμενο, όπως νιώθει κι εκείνο μέσα απ’ αυτή την ασυνήθιστη φιλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μεγάλη Πέμπτη (τρίστιχα)

  Γιαμουρίδου Κική Μυστικός Δείπνος Αγκάθινο στεφάνι Κόκκινα αυγά   Γκιντίδου Δήμητρα Σκύβεις στα πόδια ευλαβικά τα πλένεις ...