Θεοδωρίδου
Αναστασία
Έριξε το βλέμμα της στη
γλάστρα που βρισκόταν μήνες τώρα πάνω στο περβάζι. Ήταν άνοιξη ακόμη όταν την
αγόρασε για να φυτέψει εκείνο το βιγονάκι που της είχε πάρει δώρο. Μπορεί,
βέβαια, η ίδια να μη συμπαθούσε και πολύ τις βιγόνιες, άρεσαν όμως σ’ εκείνον
κι αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία. Κι όμως, εποχές ολόκληρες μετά, η
γλάστρα στεκόταν ακόμη στο σημείο που την είχε ακουμπήσει τότε. Αμετακίνητη κι
αδειανή. Κοίταξε γύρω της. Το ίδιο το σπίτι μαρτυρούσε πού είχαν ξοδέψει τον
χρόνο τους τόσους μήνες κι έμεινε η βιγόνια να μαραίνεται. Τόσες ετοιμασίες,
τόσα σχέδια, τόσος κόπος, έμοιαζαν τώρα ώρες χαμένες. Χαμένες κι οι μέρες που
ακολούθησαν. Βδομάδες ολόκληρες, μερικές φορές, που ‘μοιαζαν λες κι η ζωή η
ίδια είχε μπει σε παύση. «Όχι πια» είπε σχεδόν μουρμουρίζοντας και σηκώθηκε
απότομα από τον καναπέ, άρπαξε τη γλάστρα από το περβάζι κι έφυγε. Λίγες
εβδομάδες μετά, η ολοζώντανη μοβ πρίμουλα, που έστεκε καμαρωτή στη γλάστρα,
ήταν πια το απόλυτο σημείο αναφοράς της. «Τον Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να
στεφανωθείς» έλεγε κάθε χρόνο η γιαγιά η Δέσπω. Τι κι αν δεν κατάφερε να τη
νικήσει την παροιμία ολόκληρη. Το πρώτο φυτό που είχε φυτέψει ποτέ μόνη της
ήταν εκεί, ζωντανό και καταπράσινο. Κι αυτό προς το παρόν της έφτανε.
Κοντόγιαννου
Ζωή
«Τον Φλεβάρη μη φυτέψεις,
ούτε να στεφανωθείς» έλεγε η γιαγιά και σταυροκοπιόταν.
«Μα είναι δυνατόν εσύ να
παντρευτείς Φλεβάρη; Καλά κουκούτσι μυαλό δεν έχετε αυτουνού του καιρού! Ακούς εκεί
πράματα; Χάθηκαν τόσοι μήνες;»
«Δεν γίνεται άλλον μήνα,
βρε γιαγιά. Εξάλλου ο Φλεβάρης είναι ο μήνας των ερωτευμένων…»
«Ερωτευμένων και κουραφέξελα!
Εδώ το λέει ξεκάθαρα: Φλεβάρη να μη στεφανωθείς. Κάτι ήξεραν οι παλιοί. Εσείς κυνηγάτε αμερικάνικα έθιμα.
«Βρε γιαγιά, σύνελθε. Εμείς
δεν λογαριάζουμε τέτοιου είδους προκαταλήψεις. Άσε που κλείσαμε και τα εισιτήρια
για το γαμήλιο ταξίδι.»
«Τίποτα! Τίποτα! Άχυρο τα
μυαλά σας» έλεγε η γιαγιά και συνέχεια μούτρωνε.
Πιο πολύ θύμωνε βέβαια γιατί
δεν της γινόταν το χατίρι. Όταν καμιά φορά την έβλεπα μελαγχολική, τη ρωτούσα τι
συμβαίνει κι εκείνη απαντούσε:
«Τίποτα. Έχω τα ψυχολογικά
μου.»
Τη λυπόμουν αλλά δεν μπορούσα
να κάνω κάτι. Ώσπου μια μέρα τη ρώτησα:
«Γιαγιά, βάζεις στοίχημα;»
«Τι στοίχημα;»
«Θα παντρευτώ τον Γιώργο
τον Φλεβάρη και θ' ανατρέψουμε την παροιμία. Τι λες; Πάει;»
Η γιαγιά με κοίταξε σκεφτική.
«Εντάξει, πάει. Αλλά αν
το κερδίσω, θα φας ένα χέρι ξύλο.»
«Αν το κερδίσω όμως εγώ;»
ρώτησα γεμάτη περιέργεια.
«Τότε θα έχεις κερδίσει
μια ευτυχισμένη ζωή.»
Πριν λίγες μέρες κλείσαμε
με τον Γιώργο δεκαέξι χρόνια γάμου. Στην αγκαλιά μας βρίσκονται τέσσερα υπέροχα
παιδιά.
Η γιαγιά ήταν στο σπίτι
μας. Με πλησίασε.
«Κέρδισες το στοίχημα»
μου είπε. «Τον Φλεβάρη να μη φυτέψεις, μα να στεφανωθείς, γιατί μέσα από την αγάπη,
ζωή ευτυχισμένη θα χαρείς. Οι άνθρωποι όλα μπορούμε να τ' ανατρέψουμε.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου