Τον είχε βαφτίσει
Καλοκαίρι, γιατί Ιούλιος ήταν τότε που γνωρίστηκαν. Μέσα καλοκαιριού ήταν τότε
που έγινε ο ήλιος της.
«Μα γιατί με λες ήλιο;»
της είπε χαμογελώντας, μα αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια. Αυτό το σμαραγδένιο
χρώμα των ματιών της τον ζάλιζε κάθε φορά που την κοιτούσε.
«Γιατί φωτίζεις την
ψυχή μου, γι’ αυτό!» απάντησε και του έσκασε ένα φιλί.
Αυτός ο άνδρας ήταν το
καλοκαίρι της.
«Όλο το νησί ένα βότσαλο στα πόδια σου…» της τραγουδούσε και χόρευαν
αγκαλιασμένοι. Ζαλισμένοι παραδίνονταν σ’ έναν ασταμάτητο χορό μόνο για δυο…
Γι’ αυτούς τους δυο.
Όλα τα καλοκαίρια τα
περνούσαν στο νησί που ερωτεύθηκαν, τη Σύμη. Κάθε καλοκαίρι αφιέρωναν ένα μέρος
των διακοπών τους και εκεί, σ’ αυτό το μαγευτικό μέρος.
«Ο ήλιος μου σ’ ένα νησί
λουσμένο απ’ το φως» έλεγε κι έπαιρνε αγκαλιά τον ήλιο της, το καλοκαίρι της.
Το δικό της καλοκαίρι ήταν ο άνδρας που αγαπούσε. Είχε κάτι από το άρωμά του,
κάτι από τη ματιά του, κάτι από το χαμόγελό του. Το καλοκαίρι ήταν ολόκληρο
ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Καλοκαίρι έγινε κι ο
γάμος τους και στήθηκε ένα γλέντι που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί το νησί.
«Καλοκαίρι σε γνώρισα,
καλοκαίρι σε ερωτεύθηκα, το καλοκαίρι μου έγινες και επίσημα πια!» είπε και τον
αγκάλιασε σφιχτά, αφήνοντας δυο δάκρυα χαράς να τρέξουν απ’ τα μάτια της.
Σοφία
Μπαλάσκα
Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω,
γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και
ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις
Αλάτι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου