«Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω
να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω» λέει ο Ιερός Αυγουστίνος (Αγ.
Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις,
XI, 14).
Ή ακόμα
“Άδειες ώρες
Στεγνές σαν
τιμωρία
Με κυκλώνουν
Σςςς…
Μόνο οι
κουκουβάγιες
Ουρλιάζουν
στο αυτί μου
Αναιδώς
Χάνομαι
Σςςς...”
Ο χρόνος είναι μία εξαπάτηση, κινείται κυκλικά, κινείται και γραμμικά κι εμείς μέσα του σε μία συνεχή περιδίνηση. Τυχαίες υπάρξεις στροβιλιζόμαστε ανάμεσα στις βιωμένες μνήμες μας, αλλά σ’ έναν άλλον χρόνο, μη υπαρκτό. Έναν χρόνο που μας εξαπατά, σαν να παρευρισκόμαστε σε μια επίδειξη ταχυδακτυλουργίας, “όπου ξέρω εκ των πραγμάτων ότι με εξαπατούν, αλλά χωρίς να μπορώ ν’ αντιληφθώ ποια είναι η τεχνική ή ο μηχανισμός της απάτης”, μας λέει ο Πεσσόα,
αλλά και η ποιήτρια
“Για λίγα λεπτά
Βουβά
Ικετεύω
Χωρίς ρολόγια
Εκεί που είναι η ελευθερία μου
Ν’ ανασάνω
Πριν ο Χρόνος με παγώσει
Αυτό ζητώˑ
Λίγα λεπτά
Μονάχα
Με τη ζωή μου”.
Ο χρόνος είναι υβριστής γιατί περιφέρει την ύπαρξή μας, από τη γέννηση προς τον θάνατο, σηματοδοτώντας με το ψυχολογικό του βέλος, την πορεία μας προς τη φθαρτότητα. Αυτό το γνωρίζει η ποιήτριαˑ γι’ αυτό και προσπαθεί να τον ξεγελάσει, συνειδητοποιώντας όμως ταυτόχρονα, τη ματαιότητα του εγχειρήματος.
“Τα δάχτυλά μου
Χαϊδεύουν τη μέρα
Κι αυτή
Ναζιάρικα ξεγλιστρά”
Ο ποιητής χαμένος, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας μεταπλάθει την πλάνη του σε ποίηση, καθώς
“Θαρρώ
Δεν ξέρεις
Τώρα εκδύομαι έλλογο παρόν
Ύστερα θα ενδυθώ άλογο μέλλον
Πάντως απεκδύομαι και τα δύο”.
Κι έτσι μετερχόμενος το παρόν, αυτήν την απειροελάχιστη στιγμή που χωρίζει το παρελθόν από το μέλλον, κάνει την πλάνη ποίημα, ξορκίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ανυπαρξία.
“Την ίδια ώρα υπόσχεται λόγια αποδημητικά
για να ’σαι λεύτερη μου λέει
Στέλνει και δυο κυματισμούς
Για να ταξιδεύεις μου λέει
Και μια προοπτική ορίζοντα
“Δίχως προοπτική δεν πας” μου λέει”.
Ο χρόνος γίνεται όνειρο, απλώνεται, επιμηκύνεται, αναδιπλώνεται, συντρίβεται, παγώνει. Γίνεται χλωμό φεγγάρι, ταυτίζεται με τ’ αγκάθια “στον κήπο με τ’ άγρια τριαντάφυλλα”, πλέκει στίχους για να μη σπαταλιέται, φορώντας έτσι τη μάσκα του χώρου, για να φιλιώσει με το απροσδιόριστο παρόν. Αναμιμνήσκεται τον χρόνο που προηγήθηκε, αλλά που ποτέ δεν είναι ο ίδιος και τραβάει τις επιθυμίες της,
“να πλέξω θέλω
μικρές στιγμές
αβάπτιστες
τον Χρόνο της ζωής μου
ύστερα να ενώσω τα κομμάτια
να μεταλάβω
βρέφος εγώ
την αγκαλιά τους”.
Συστρεφόμενη και εκτεινόμενη, με την ευκολία που η ποίηση μας επιτρέπει να περιηγούμαστε σαν σε όνειρο μέσα στον χώρο και τον χρόνο, η ποιήτρια δίνει τη δική της διάσταση του χρόνου, επικαλούμενη τ’ απογεύματα της Κυριακής τα οποία αφενός οριοθετούν μία κίνηση, του ήλιου, του ρολογιού, της άμμου σε μία κλεψύδρα, για να τα περάσει σχεδόν αμέσως σε μία ονειρική εικόνα χώρου, όπου μας τα δείχνει να μιμούνται “τον ατίθασο νοτιά” και να “συνθλίβονται στα παραθυρόφυλλα του Χρόνου”. Ύστερα τ’ αφήνει “να τριγυρνούν σαν σκιές σε ερείπια/ζητώντας συγχώρεση/από μια μέρα/που την έφθειραν τα όνειρα”.
Μεταμοντέρνα ποίηση όπου παρατηρείται μία μετατόπιση από τον χρόνο στον χώρο, από το παρελθόν στον παρόν και τη σύγχρονη εικόνα.
Λόγος μεστός κι ειλικρινής, “αντίδωρο...στα σπλάχνα του Χρόνου”.
Μαρία Βέρρου-Συγγραφέας
https://www.ekdoseisalati.com/p/o-chronos-paraxena-sopainei/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου