Πολύποδες
Αναλώνεις τον
χρόνο σου περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της πόλης, χαζεύεις τις βιτρίνες,
μπαίνεις σε παράδρομους, παρατηρείς τους ανθρώπους, προσπαθείς να τυραννήσεις
έτσι το μυαλό σου μήπως και κατεβάσει κάποια ιδέα. Ύστερα βλέπεις εκείνον
εκεί που ξύνεται όπως μια μαϊμού. Αναρωτιέσαι· είναι βέβαιο ότι ο
άνθρωπος προέρχεται από τις μαϊμούδες; Μετά, ακούς εκείνον τον άλλο που
φταρνίζεται, κι από ένστικτο καλύπτεις με την παλάμη σου τις αναπνευστικές σου
οδούς. Δεν θέλεις τώρα στα καλά του καθουμένου ν’ αρρωστήσεις! Οι σκέψεις σου
διακόπτονται από το μουρμουρητό κάποιου που σε προσπερνά, συνομιλώντας μ’ έναν
αόρατο ακροατή. Πώς θα ήταν αν ήσουν αόρατη κι εσύ όπως ο αόρατος
άνθρωπος, αλλά χωρίς να έχεις την τύχη του, μέχρι που μία ρυτίδα στο μεσόφρυδό
του αποκαλύπτει μία έκπληξη, δυσάρεστη ή ευχάριστη ποιος ξέρει, ενώ
μπροστά σου ξεδιπλώνεται απαστράπτουσα η βιτρίνα εκείνου του
ζαχαροπλαστείου. Έχεις ακατάσχετη σιελόρροια, όπως ο πόρνος κύριος Χ.Χ.
μπροστά στα λευκά μπουτάκια της Λολίτας, όταν ένας οξύς πόνος στην κοιλιά, σ’
αναγκάζει να διπλωθείς στα δύο. Ο πολύποδας στο έντερό σου κάνει αισθητή την
παρουσία του. Ναι, αυτός που δεν ξέρεις πόσα πόδια έχει και πρέπει να
χειρουργηθεί σύντομα, τον οποίο εσύ αγνόησες επιδεικτικά που όμως αυτός σε
υποχρεώνει τώρα αμέσως ν’ αναζητήσεις μία καρέκλα, ένα παγκάκι κάτι τέλος
πάντων, μήπως κι αποφύγεις το ρεζιλίκι μιας ακούσιας επαφής, μπρούμυτα ή
ανάσκελα, με τις πλάκες του πεζοδρομίου. Κι επειδή όταν αναζητάς κάτι, όλο το
σύμπαν συνωμοτεί για να στο δώσει, βρίσκεσαι μπροστά στην βιτρίνα εκείνου του
βιβλιοπωλείου όπου φιγουράρει φάτσα φόρα το τελευταίο σου βιβλίο. Αμέσως
σηκώνεις το διπλωμένο σου σώμα, ευθυτενές κι αλαζονικό. Παραγνωρίζεις την
ανάγκη σου να στηριχτείς στο σωτήριο περβάζι του βιβλιοπωλείου ή μπορεί και του
δέντρου που φιγουράρει στο εξώφυλλο και προτιμάς κάτι πιο χορευτικό για να
πιαστείς από εκείνο το κλαδί που έχει ξεφύγει και σε πλησιάζει τελετουργικά, μπερδεύοντάς
σε μάλλον με τη Σοφία. Αυτή σου όμως η κίνηση προκαλεί το ενδιαφέρον των
περαστικών που με περισσή περιέργεια έρχονται κοντά σου και προσπαθούν να
καταλάβουν τι σου συμβαίνει ή και να σε στηρίξουν πριν σωριαστείς, γιατί
διακρίνουν τα δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια σου, αλλά δεν ξέρουν αν είναι από
πόνο ή από χαρά όταν ένας από τους περαστικούς, με έκδηλο ενθουσιασμό και
παιχνιδιάρικη φωνή, θέτει το ερώτημα: «Μα εσείς δεν είστε ο συγγραφέας
αυτού του βιβλίου;»
Μαρία Βέρρου
…
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, όπου συνεχίζω να ζω. Σπούδασα Γαλλική
γλώσσα και φιλολογία στο Α.Π.Θ., ιταλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Perugia. Για
αρκετά χρόνια υπηρέτησα τον δημόσιο τομέα. Έχω παρακολουθήσει μαθήματα
δημιουργικής γραφής με διάφορους συγγραφείς και έχω συμμετάσχει στα εργαστήρια
λογοτεχνικής μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου με την Έφη Κορομηλά απ’ όπου
και τα συλλογικά έργα:
α.Bernard
Common: «Φευγαλέα και εφήμερα», Εκδόσεις Απόπειρα (2012),
β.M.
Proust : «Όνειρα, μια ανθολογία από το έργο του», Εκδόσεις Γαβριηλίδης (2013)
και
γ.Κρίση
εποχής ή εποχή της κρίσης – τρία κείμενα των Alain Badiou, J.Generaux Amin
Maalouf, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια (2016).
Κείμενά
μου έχουν φιλοξενηθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά φρέαρ, Fractal, Διάστιχο,
Περί Ου, στον ηλεκτρονικό Χάρτη και σε συλλογικούς τόμους.
Από
τις Εκδόσεις Θράκα κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο «Σκάμματα του χρόνου».
Από τις Εκδόσεις Εύμαρος κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο μου με τίτλο «Η μεγαλοψυχία
των δένδρων».
Σήμερα μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής των Π.Δ.Μ. και Α.Π.Θ.
…
Η Μαρία παρακολούθησε
τον τρίτο κύκλο του εργαστηρίου συγγραφής των Εκδόσεων Αλάτι και
συμμετέχει με κείμενά της στο βιβλίο μας:
Μ’ ένα στυλό διαρκείας
https://www.ekdoseisalati.com/p/me-ena-stylo-diarkeias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου