Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Η Αφροδίτη κι ο Απρίλης

 


Γεωργίου Σόφη

Ήταν Μάρτιος κι η Θεά Αφροδίτη περπατούσε στο δάσος, ανάμεσα σε ψηλά δένδρα και πανέμορφα λουλούδια. O ήλιος ήταν ευχάριστα ζεστός κι οι Νεράιδες πετούσαν γύρω της και γέμιζαν τον αέρα με ωραία χρώματα και τραγούδια. Η εικόνα ήταν θεσπέσια.

Κάτι όμως της προκαλούσε θλίψη κι αυτό ήταν ο θάνατος του Άδωνη που τόσο αγαπούσε. Της υποσχέθηκε ο Δίας ότι θα τον έστελνε τον Απρίλιο να περάσει λίγους μήνες μαζί της, μα η αναμονή ήταν δύσκολη.

Ξαφνικά μπροστά της εμφανίστηκε ένας σοφός. Η Θεά Αφροδίτη τον χαιρέτησε χωρίς ν’ αποκαλύψει την ταυτότητά της. Εκθείασε την ομορφιά της λέγοντας: «Είσαι τόσο όμορφη που κι εγώ ο γέροντας εντυπωσιάστηκα, αλλά φαίνεσαι θλιμμένη». Τότε εκείνη άνοιξε την καρδιά της. «Καλέ γέροντα, περιμένω τον αγαπητικό μου. Θα έλθει τον επόμενο μήνα, τον Απρίλη».

Ο σοφός άντρας χαμογέλασε και είπε «Παιδί μου, μάθε ότι η αναμονή είναι ο πιο γλυκός χρόνος, απόλαυσέ τον κι η αγάπη σου θα γίνει ακόμα πιο δυνατή». Στη συνέχεια απομακρύνθηκε. Η Αφροδίτη αναρωτήθηκε ποιος ήταν και πέρασε απ’ το μυαλό της μήπως ήταν ο Δίας ή κάποιος άλλος Θεός.

Όποιος και να ήταν, ζέστανε της καρδιά της. Ξεκίνησε να τραγουδά χαρούμενη και να σκορπά χρώματα στον αέρα όπως οι Νεράιδες της.

 

Καραμάνος Άγγελος

Γύριζα φορτωμένη απ’ το μανάβικο της γειτονιάς και σταμάτησα στην παραλία δίπλα από το σπίτι, πετώντας τα ψώνια στην άμμο. Διάλεξα αποφασιστικά ένα επίπεδο βότσαλο, ιδανικό να χωράει στη χούφτα για να έχω τον πλήρη έλεγχο και λύγισα τα γόνατα.

«Μάζα, επιτάχυνση, πίεση νερού» σκεφτόμουν συνέχεια την τέλεια εξίσωση. «Αν πετύχει, αυτήν τη φορά δεν θα φύγει» στοιχημάτισα. Κοίταξα πρώτα την πέτρα κι ύστερα την ήσυχη θάλασσα. Εκτοξεύτηκε κι άρχισε ν’ αναπηδά στην επιφάνεια του νερού. Μόνο δύο γκελ.

«Πρέπει να το πάρω απόφαση» η φωνή της συνείδησης.

Δεν είναι εύκολο ν’ αποδείξεις το όνομα που σου έχει δοθεί. Μεγάλωσα σ’ ένα μικρό νησί, όπως η Αφροδίτη αναδύθηκε από το κύμα, αλλά δεν μπορώ να τιθασεύσω μια πέτρα στον αφρό. Αντιθέτως, με τη στεριά, καμαρώνω πάντα τέτοια εποχή τον ολάνθιστο κήπο μου. Ο Απρίλιος είναι ο μήνας των λουλουδιών.

Η πρώτη μέρα του Απρίλη, βέβαια, εύχομαι να ήταν ένα ψέμα, όπως συνήθως τη γιορτάζουν. Όταν ο παιδικός μου έρωτας ανακοίνωσε πως θα πάει να πολεμήσει. Πέρασε νωρίτερα απ’ το σπίτι να με χαιρετήσει. Οπότε δεν μπορώ να συγκριθώ ούτε στον έρωτα με τη θεά.

Η ώρα που θ’ αναχωρούσε είχε σχεδόν φτάσει. Έτρεξα περνώντας τα μονοπάτια και στραβοπάτησα πολλές φορές. Διέσχισα μια πράσινη πλαγιά για να προλάβω να βρεθώ στο κεντρικό λιμάνι. Το καΐκι αναχωρούσε αλλά τον είχα ήδη εντοπίσει να παρατηρεί τη θάλασσα.

«Αν κοιτάξει τώρα προς στο μέρος μου, θα επιστρέψει σώος» ευχήθηκα κι όντως γύρισε.

Ο Απρίλιος είναι ο μήνας των λουλουδιών, αλλά ο Μάιος των ρόδων.

 

Λύχνου Πέπη

Αργά εκείνο το απριλιάτικο απόγευμα, αφού τέλειωσε με την κουζίνα κι άφησε τα δίδυμα στο φροντιστήριο, η Αφροδίτη κατέβηκε στην παραλία και ξεκούραζε το βλέμμα της στο ατέλειωτο του υγρού στοιχείου. Ήπιε μια γουλιά καφέ και το μυαλό της ταξίδεψε στα εφηβικά της καλοκαίρια και στον πρώτο της μεγάλο έρωτα, τον Απρίλη. Όνομα κι αυτό! Οι γονείς του ήταν Γάλλοι, λάτρεις της ελληνικής μυθολογίας. Στην αρχαιότητα ο Απρίλης ήταν αφιερωμένος στη Θεά Αφροδίτη, της είχαν πει ενθουσιασμένοι, όταν άκουσαν τ’ όνομά της.

Κι όντως της αφοσιώθηκε ο Απρίλης από το πρώτο εκείνο καλοκαίρι στα δεκατρία τους αλλά κι όλα τα καλοκαίρια που ακολούθησαν μέχρι που στα δεκαεπτά τους ήταν αχώριστοι. Σ’ αυτήν την παραλία θυμόταν το πρώτο τους χάδι, το πρώτο τους φιλί. Την κοίταζε στα μάτια κι έκαναν όνειρα. Τι αστεία παιδιαρίσματα, σκέφτηκε. Σάστισε κι η ίδια με τις αναμνήσεις της, ύστερα από τόσα χρόνια. Σχεδίαζαν, την επόμενη χρονιά που θα τέλειωνε το σχολείο, να τον ακολουθήσει στη Γαλλία για σπουδές. Μετά ήρθε η οικονομική κρίση, χάθηκε κι ο πατέρας κι η οικογένεια του Απρίλη δεν ξαναφάνηκε.

Βάδιζε δίπλα στο κύμα βρέχοντας τα πόδια στο κρύο νερό. Οι σκέψεις κι οι αναμνήσεις την οδήγησαν μέχρι τον φράχτη του ενοικιαζόμενου σπιτιού στην άλλη άκρη της παραλίας. Τα παραθυρόφυλλα ήταν ανοιχτά και δυο παιδάκια τσίριζαν τρέχοντας προς την αυλόπορτα.

«Attention» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

Σήκωσε το κεφάλι πάνω από τον φράχτη και τον είδε να βγαίνει από το σπίτι φορώντας ψάθινο καπέλο, χαμογελαστός, όπως τότε. Ο δικός της Απρίλης!

 

Μπιτσάκου Τζωρτζίνα

Η Αφροδίτη ήταν ανέκαθεν πανέμορφη. Γοήτευε άντρες και γυναίκες. Είχε όμως κι η ομορφιά τις δυσκολίες της, την είχε κάνει απρόσιτη. Όχι από δική της επιλογή, αλλά επειδή όλοι οι θνητοί ένιωθαν αμήχανα να πλησιάσουν μια τόσο όμορφη κοπέλα. Έτσι, κάθε φορά που κατέβαινε από τον Όλυμπο, έκανε μόνη της περίπατο στη φύση. Το αγαπημένο της μέρος ήταν ένα δάσος με μια μικρή λίμνη στη μέση. Συνήθως καθόταν στην όχθη της λίμνης και ρέμβαζε. Καμιά φορά τολμούσε να βγάλει τα ρούχα της και να βουτήξει γυμνή στα ήρεμα βαθιά πράσινα νερά.

Μια απ’ αυτές τις φορές, πρώτη μέρα του Απρίλη, τον είδε να την κοιτάζει, κρυμμένος πίσω από τον κορμό μιας βελανιδιάς. Ήταν ένα ψηλό, καλοφτιαγμένο αγόρι, με ευγενική και γελαστή όψη. Τα μαλλιά του είχαν το ίδιο καστανοκόκκινο χρώμα με τα δικά της. Βγήκε από το νερό και φόρεσε τα ρούχα της. Το αγόρι την πλησίασε δειλά. Δεν το φοβήθηκε καθόλου, είχε κι αυτή περιέργεια να το γνωρίσει. Κάθισε δίπλα της κι άρχισαν να μιλάνε για το δάσος, τα δέντρα, τα πουλιά, τη βροχή, τα χρώματα τ’ ουρανού, το ουράνιο τόξο, τα ποτάμια και τις λίμνες. Ήταν τόσο ωραία, που κανόνισαν να συναντηθούν και την επόμενη, και ξανά και ξανά. Της είπε πως υπάρχει κι ένα μέρος με όμορφα γαλάζια νερά που λέγεται θάλασσα. Η Αφροδίτη δεν μπορούσε να πάει να το δει, της το είχε απαγορεύσει ο Δίας και στεναχωριόταν. Το αγόρι υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε αυτός το επόμενο πρωί και θα της έφερνε λίγο από το αλμυρό νερό και λίγη από τη χρυσή άμμο που εκείνη δεν είχε ξαναδεί. Κι έτσι θα μπορούσε να δει το μέρος με τα μάτια της ψυχής της. Πολύ χάρηκε η Αφροδίτη και φίλησε το αγόρι, ήταν ο μονάκριβος φίλος της. Εκείνο κατακοκκίνισε κι ανταπέδωσε το φιλί∙ ήταν η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει ποτέ, η καρδιά του χτυπούσε γοργά κάθε φορά που την κοιτούσε.

Την επόμενη μέρα τον περίμενε πολλή ώρα αλλά δεν εμφανίστηκε. Το ίδιο και κάθε μέρα για μια βδομάδα. Είχε εξαφανιστεί. Δεν μπορούσε να τον αναζητήσει, δεν ήξερε που έμενε, δεν γνώριζε καν τ’ όνομά του. Ώσπου κρυφάκουσε στον Όλυμπο ότι ο φίλος της πνίγηκε στη θάλασσα, όταν πήγε να της φέρει νερό. Ο Δίας είχε προκαλέσει κύματα τεράστια, οργισμένος που το αγόρι είχε τολμήσει να φιλήσει την κόρη του. Στεναχωρήθηκε αφάνταστα η Αφροδίτη, έκλαιγε ασταμάτητα για τον χαμό του. Όταν σταμάτησε να κλαίει, αποφάσισε να κάνει τον Απρίλιο τον αγαπημένο της μήνα. Ο Δίας, που της είχε αδυναμία κι ένιωθε λίγες τύψεις χωρίς να το παραδέχεται, της τον αφιέρωσε.

 

Νίκου Μαρία

Μια αγκαλιά φέρνει την Άνοιξη

Εκείνη τη χρονιά ο Ήλιος δεν είχε ξεπροβάλλει καθόλου. Οι άνθρωποι στη Γη, μπαϊλντισμένοι απ’ την κακοκαιρία, δεν χαμογελούσαν πια, μονάχα τρώγονταν μεταξύ τους με το παραμικρό. Στον Όλυμπο οι θεοί έψαχναν λύση.

«Δεν ξέρω πια. Του 'στειλα την Αθηνά, να χαρίσει την ελιά της. Μετά πήγε ο Ερμής, να Του μηνύσει τα τάματα των ανθρώπων, μήπως τους λυπηθεί. Του 'στειλα ως και τον Άρη, για πόλεμο» έλεγε ο Δίας.

Η Ήρα, τότε, πρότεινε κάτι.

«Να στείλουμε την Αφροδίτη να Τον σαγηνέψει».

Νύχτωνε η τελευταία μέρα του Μάρτη, όταν η πεντάμορφη θεά έφτασε στον Ήλιο.

«Ήλιε μου, γύρνα να σε δω» φώναξε η γλυκομίλητη κοπέλα.

Γυρίζει ο Ήλιος και σαστίζει στην όψη της! Τέτοια ομορφιά δεν είχε ξαναδεί. Άρχισε να κλαίει.

«Γιατί κλαις;» τον ρώτησε.

«Δεν είμαι θυμωμένος, όπως νομίζετε. Μονάχα λυπημένος. Θέλω να φέξω για τους ανθρώπους, μα δίχως να χαμογελώ δεν λάμπω».

«Γιατί είσαι λυπημένος;»

«Επειδή είμαι μόνος. Ποτέ δεν έχω νιώσει μια αγκαλιά!»

Η Αφροδίτη άπλωσε τα χέρια να τον αγκαλιάσει.

«Μη!» της φώναξε. «Θα κάψεις τ’ απαλό σου δέρμα».

Εκείνη δεν Τον άκουσε και Τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Ο Ήλιος την ερωτεύτηκε και, για να μην την κάψει, την έβαλε αμέσως στη δροσερή ψυχή του.

Εκείνο το Πρωταπριλιάτικο ξημέρωμα, καθώς η ψυχή του έσφυζε από Έρωτα, ο Ήλιος χαμογέλασε τόσο πλατιά που άνθισε όλη η πλάση.

Έκτοτε, κάθε Απρίλη, λάμπει όσο ποτέ άλλοτε για να τιμήσει τον έρωτα του στη θεά που κρύβει μέσα του.

 

Χρυσοπούλου Βέτα

Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς

Οι θεοί του Ολύμπου ήθελαν να κάνουν ένα όμορφο δώρο στην πανέμορφη Αφροδίτη. Μα τι δώρο θα μπορούσε να είναι αντάξιο της τόσης ομορφιάς της;

«Να της αφιερώσουμε μια τριανταφυλλιά» έλεγε η θεά Αθηνά.

«Ένα δελφίνι» πρότεινε ο Ποσειδώνας.

«Ένα δάσος γεμάτο με άνθη λεμονιάς» είπε ο Ερμής.

«Με τουλίπες» πετάχτηκε κάποιος άλλος.

«Με παπαρούνες» ακούστηκε μια φωνή απ’ το βάθος των συγκεντρωμένων.

Ο Δίας πρότεινε να ρωτήσουν και τη γνώμη των ανθρώπων.

Οι άνθρωποι άρχισαν να κάνουν θυσίες μικρά αρνάκια και να στέλνουν έτσι τα μηνύματά τους.

Κάθε μικρό προβατάκι κι ένα μήνυμα στους θεούς.

Τουλίπες, τριανταφυλλιές, άνθη λεμονιάς, ροδακινιάς ,αμυγδαλιάς, πράσινα λιβάδια, γάργαρα νερά στις πηγές, ήταν τα προτεινόμενα δώρα της πλειοψηφίας των ανθρώπων.

Ο Δίας συγκινήθηκε απ’ τις τόσες θυσίες των μικρών άσπρων αρνιών, έλαβε σοβαρά υπόψιν του τις γνώμες των ανθρώπων που, κατά σύμπτωση θαρρείς, συμφωνούσαν με τις προτάσεις των θεών.

Ανακοίνωσε στους θεούς τι ψήφισαν οι άνθρωποι και ρώτησε τι να της χαρίσουν τελικά.

Να είναι τριανταφυλλιά ή καλύτερα άνθη λεμονιάς ή παπαρούνες ή καταπράσινα λιβάδια;

Πάλι άρχισαν να το σκέπτονται, δεν ήξεραν σε τι να καταλήξουν. Όλα έμοιαζαν το ίδιο υπέροχα.

Όχι, ήταν αδύνατο ν’ αποφασίσουν.

Η συνεδρίαση επαναλήφθηκε μετά από μια βδομάδα κι ο προβληματισμός πλανιόταν στην όλη ατμόσφαιρα.

Τότε η θεά της σοφίας Αθηνά πήρε στην αρχή δειλά τον λόγο και κατόπιν φώναξε με σιγουριά:

«Την Ανοιξη θα της δωρίσουμε. Όλ’ αυτά τα υπέροχα δώρα βρίσκονται μέσα της!»

Όλοι άρχισαν να χειροκροτούν με ανακούφιση, χαρούμενοι που βρήκαν επιτέλους το κατάλληλο δώρο.

Γύρισαν και κοίταξαν με μεγάλο θαυμασμό τη θεά για τη σκέψη της.

Κι έτσι ο όμορφος Απρίλης έγινε το δώρο των θεών και των ανθρώπων στην πανέμορφη Αφροδίτη!

 

Ψυχομάνη Βάσω

Η μικρή Αφροδίτη παρατηρούσε τα κύματα που έσκαγαν στην ακροθαλασσιά. Καθόταν στην άμμο με τα χέρια βυθισμένα μέχρι τους καρπούς. Ένιωθε σαν θεά ενός βιβλίου που αποκτούσε δυνάμεις αντλώντας από τη γη.

Όταν έφτασε νωρίτερα στην παραλία, ο ήλιος έκαιγε το δέρμα της από το κέντρο του ουρανού. Όμως τώρα τη χαιρετούσε με ωραία χρώματα. Πορτοκαλοκόκκινα στην αρχή και μετά μοβ-ροζ.

Μάζεψε αργά την ψάθα της μαμάς της και τα κοκκάλινα γυαλιά που την προστάτευσαν από τον ήλιο. Αυτά χρειάστηκε όλα κι όλα στην εξόρμησή της.

Στον γυρισμό μετρούσε τραγουδώντας, όπως πάντα, τις πατούσες που σχηματίστηκαν στην άμμο πριν τις πάρει το κύμα.

Μία, δύο, τρεις... επτά.

«Αυτή δεν μου φαίνεται ανθρώπινη» σκέφτηκε.

Δύο μικρές πατούσες παράλληλα σε δύο άλλες, που κατέληγαν μέσα στη θάλασσα. Παράξενο. Όταν εστίασε καλύτερα στο μισοσκόταδο, είδε το σκυλάκι που λαχάνιαζε παλεύοντας με τους αφρούς. Χωρίς να το σκεφτεί, πέταξε τα πράγματά της και ρίχτηκε στο νερό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μ’ ένα μακροβούτι τον έπιασε στην αγκαλιά της.

«Πώς βρέθηκες εδώ, μικρούλη;»

Λίγα λεπτά αργότερα η μητέρα της, που άνοιξε την πόρτα, σάστισε. Στην ψάθα της ήταν τυλιγμένο ένα τετράποδο κι η κόρη της ήταν βρεγμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

«Μαμά, είναι πολύ τυχερός που τον βρήκα. Θα τον φωνάζω Απρίλιο. Δες τα μάτια του που γυαλίζουν σαν διαμάντια!»

Παρά τις αντιδράσεις των γονιών της, ο Απρίλιος έμεινε με τη γυναίκα που τον έσωσε, ώσπου μεγάλωσαν κι οι δύο. Φίλος πραγματικός σε όμορφες και δύσκολες στιγμές, ακολουθούσε την Αφροδίτη με αγάπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για τις μαμάδες της καρδιάς

  Γιαμουρίδου Κική Η λέξη «μητέρα» δεν αφορά μόνο τις γυναίκες που γεννούν ένα παιδί. Με το σπαθί τους χαρακτηρίζονται μανούλες κι εκείνες...