Αγόρατζη
Βάσω
Ούτε τα χρόνια
τελειώνουν, ούτε τα δάκρυα.
Η φθορά μου θνήσκει στο
παρανάλωμα.
Η ελιά, που μ’ είδε και
την άγγιξα, παραδόθηκε στο πεπρωμένο της.
Δεν περίμενε κάτι από
μένα.
Εγώ περίμενα απ’ αυτήν,
να με πάρει στην αιωνιότητα της.
Μ’ άφησε στη ρίζα της
να κλαίω γιατί δεν τα κατάφερα.
Με δίδαξε να κλαίω.
Άλλη ελιά θα φυτρώσει
δίπλα.
Τα χρόνια δεν
τελειώνουν, ούτε τα δάκρυα.
Γεωργίου
Σόφη
«Κάηκε, μανούλα, το
σπίτι μας;
Κάηκε κι η Λόλα η
κούκλα μου;
Τι θα κάνουμε τώρα χωρίς
σπίτι και κούκλα;»
«Μην κλαις, κορίτσι
μου.
Θα κτίσουμε άλλο σπίτι
και
θα σου αγοράσω άλλη
κούκλα.»
«Όχι, μαμά, θέλω το
σπίτι μας και την κούκλα μου.»
«Δεν μπορούμε, κορίτσι
μου,
δεν μπορούμε, αυτά
χάθηκαν...»
Γκιντίδου
Δήμητρα
Συγκλονισμένη
αγνή αθωότητα.
Άλυτο γιατί.
Κατσανικάκη
Αμάντα
Στη διασταύρωση ονείρου
κι εφιάλτη
Άνοιξες τα μάτια χωρίς
ακόμα να ‘σαι σίγουρη
Άρπαξες από ένστικτο
δύο πάνινα παπούτσια κι ένα λούτρινο παιχνίδι
Έχει βλέμμα η οδύνη
Έχει χρώμα η απελπισία
Έχει μυρωδιά η απόγνωση
Καμένο
Η γέρικη ελιά
Σε νιώθει ακόμα επάνω
της απ’ τον καιρό που παίζατε κρυφτό
Αντίο
Να σου σκούπιζα τις
στάχτες από τα όνειρα
Να σου κράταγα τα
χεράκια σου που τρέμουν
Να σου έχτιζα και πάλι
την ανεμελιά..δέντρο δέντρο
Θα τη ζωγραφίσουμε ξανά
μαζί
Την ελιά θα τη φτιάξουμε
με τα σπασμένα μας κραγιόνια
Σε κείνη την ελιά από
κάτω
Θα έρθω να σε βρω
Κολιγιώτη
Αλεξάνδρα
Κραυγή
Πίσω από τα μυρμηγκιασμένα
χείλη
Την καυτή ανάσα που
βράζει
πίσω από το σύννεφο
καπνού που πνίγει τα μέσα μας.
Άραγε τι να πεις.
Τι έχεις να πεις σε μια
παιδική ψυχή;
Παραδομένη στην τραγική
στιγμή ενώ
προσπαθεί να εξηγήσει
τα συμβάντα
με τα μάτια ορθάνοιχτα,
απορημένα.
Και η κραυγή βυθίστηκε
στη λαίλαπα της αγανάκτησης.
Κι όμως ξανά θα
γεννηθείς, μικρή
Μέσα από τις στάχτες
σου.
Υπομονή και θα ‘ρθει
αυτή η μέρα.
Κοντόγιαννου
Ζωή
Τι σκέφτεται άραγε ένα
παιδί όταν κοιτάει ένα μεγάλο πύρινο τέρας να κατακαίει όλη του τη ζωή; Πόσος
φόβος τρυπώνει στην ψυχούλα του; Τι γεύση έχουν τα χείλη του; Τι ερωτήσεις
γεννιούνται στο αθώο του κεφαλάκι;
Το χθεσινό ανέμελο
παιχνίδι στην αυλή του σπιτιού του ίσως πια μοιάζει με παραμύθι. Ένα παραμύθι
που στο τέλος νίκα το άσπλαχνο τέρας με την αχόρταγη κοιλιά.
Η κούνια από σχοινί
κάτω από την ελιά ίσως να είναι μια μικρή ανάμνηση.
Τα γευστικά φρούτα από
τα δέντρα στο περιβόλι είναι πια στάχτες. Όπως κι όλα του τα παιχνίδια… Κι
εκείνο το μικρό αρκουδάκι που το κρατούσε αγκαλιά και δεν πρόλαβε να το πάρει
μαζί του...
Ο ουρανός χτες ήταν
γαλάζιος. Τι όμορφος που ήταν!
Σήμερα είναι κόκκινος.
Καίει... Πονάει αυτό το κόκκινο. Κι αυτός ο καπνός τρυπώνει στα ρουθούνια του.
Του φέρνει δάκρυα. Καυτά δάκρυα.
Σήμερα οι γονείς του
δεν μιλάνε. Πονάνε βουβά. Σιωπηλά.
Χτες χαμογελούσαν. Σήμερα
αυτό το χαμόγελο μοιάζει τόσο μακρινό...
Χτες χαιρόταν τα πιο
όμορφα παιδικά του χρόνια. Έλεγε το βράδυ το Πάτερ Ημών φωναχτά, σαν δοξολογία
έβγαινε από τα χείλη του.
Σήμερα μέσα σ’ αυτή τη
λαίλαπα η αθώα του ψυχή φωνάζει μια άλλη, πιο μεγάλη και δυνατή προσευχή,
ποτισμένη με δάκρυα. «Θεούλη μου, σώσε μας» Κι Εκείνος ο Παντοδύναμος σκύβει μπροστά
στο παιδί, ζητάει πρώτα συγγνώμη που οι άνθρωποι δεν είναι τόσο αθώοι όσο αυτό
κι ύστερα του δίνει δύναμη ν’ αντέξει. Οι μέρες που θα έρθουν δεν θα είναι
καθόλου εύκολες…
Μακαριάν
Μαριάννα
Αρνούμαι
Αρνούμαι.
Αρνούμαι ν’ αναπνέω ανάσες
που φλέγονται κι αέρηδες χωρίς οξυγόνο.
Να μιλάω ξανά με τις λέξεις
σας, ν’ αναπαράγω ανήθικους ήχους.
Σιωπηλούς, άηχους, αισχρούς.
Αρνούμαι.
Αρνούμαι να παίζω με τα
σχοινιά σας στις πλάτες μου, να κινούμαι πιστά σε όσα δεν πιστεύω.
Τα όνειρά μου να κάνω προσάναμμα
στων σάπιων σχεδίων σας τον χάρτη.
Αρνούμαι.
Αρνούμαι να γίνομαι αργά
κι ασυναίσθητα ένας στυγνός και δειλός δολοφόνος.
Να σκοτώνω χαρές και χαμόγελα
Να οπλίζω με χολή τη μιλιά
μου και την ψυχή μου με μαύρο σκοτάδι.
Αρνούμαι... Αρνούμαι...
Αρνούμαι
Να ρωτώ με λιγάκι παράπονο
για έναν κόσμο που ποτέ δεν αλλάζει.
Μα αλλάζει όσο εμείς αλλάζουμε
Κι έτσι κάθε σκοτάδι ξεχνιέται.
Αρνούμαι.
Αρνούμαι να είμαι ο καθρέφτης
σας, να χλευάζω και να κολακεύω.
Να βλέπω τον κόσμο να καίγεται
και να ρίχνω σε σας τις ευθύνες!
Φταίμε κι εμείς, που ποτέ
δεν δεχόμαστε πως ό,τι έχει μέσα του καθένας δίνει.
Αρνούμαι... αρνούμαι να
δεχτώ πως το μέλλον μου είναι στα κουστούμια σας απλά μια τσαλάκα.
Και το φωνάζω και το τραγουδαώ
και το γράφω! Πως οι ψυχές μας, μα κι αυτές που θυσιάσατε στον βωμό μιας νέας αρχής
κάποιου τέλους, ξυπνούν από κείνον τον λήθαργο που τόσο όμορφα σας είχε βολέψει!
Αρνούμαι.
Αρνούμαι να σας αφήσω
στην ψευδαίσθηση, είναι κρίμα να κοιμάστε ακόμα.
Όσο σαπίζετε εμείς θα γεννιόμαστε,
οι ψυχές μας ξυπνούν και θυμούνται.
Αρνούμαι ν’ αρνείστε
πως, κι ας είστε πολλοί, εμείς μετράμε ο καθένας για δέκα, γιατί η αγάπη όλο διογκώνεται,
πάψε πια να λες πως πουλιέται!
Πολλαπλασίασε, διαίρεσε,
μέτρα την, να μετράς είναι το μόνο που ξέρεις,
Τα δέντρα σε δολάρια,
τα ζώα σε ευρώ, τα παιδιά σε λίρες.
Μέτρα. Κι αν κάπου χάσεις
το μέτρημα δεν πειράζει, εμείς συγχωρούμε!
Αρνούμαι, αρνούμαι, αρνούμαι
να κοιμάμαι σε βράδια αξημέρωτα και σε μέρες που έχουν σκοτάδι
Και στους τάφους που λέτε
πως πέθανα εγώ ζωντανή να σας κλαίω.
Μην αρνείστε πως ξέρατε
πάντοτε πως εκείνη η μέρα θα ‘ρθει.
Τι κι αν βιάζεστε; Είναι
παράλογο να κοιμίζετε αυτό που γεννιέται.
Κι όσα λέτε πως λήγουν
με θάνατο είναι ήδη θαρρώ πεθαμένα και μέσα λοιπόν απ’ τις στάχτες τους βγαίνουν
όσα τόσα χρόνια φοβάστε.
Αρνούμαι.
Αρνούμαι αρνούμαι αρνούμαι
να νομίζω πως εσείς με τρομάζετε, ενώ απ’ τον φόβο σας με πολεμάτε.
Να σιωπώ και να μην αντιστέκομαι
επειδή κάποιοι θα με ονοματίσουν.
Μεγάλοι εσείς
Εμείς μικροί.
Μη νομίζετε πως δεν το βλέπουμε
ή πως δεν γνωρίζουμε πως φταίμε και φταίτε μα να θυμάστε πως θ’ αντιστεκόμαστε
και θα γεννάμε απ’ την αρχή ό,τι καίτε.
Μιχαλακάκου
Μαρία
«Παιδί μου, σε λίγο θα
βγεις στον κόσμο. Περιμένω με λαχτάρα να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου. Εννέα
μήνες νιώθω την κίνησή σου, τον παλμό σου που παίρνει ζωή απ’ τη ζωή μου. Θα σε
μάθω να γελάς, να τρέχεις και να κυλιέσαι στο καταπράσινο χορτάρι. Κάτω από τα
δέντρα θα ξαποστάσουμε και θα δροσιστούμε από το γάργαρο νερό της πηγής. Το
σπίτι μας στην εξοχή θα είναι το βασίλειό σου και το δάσος ολόγυρά του τα τείχη
του. Θ’ αναπνέεις καθαρό αέρα και θα είσαι ένα παιδί υγιές...»
«Μάνα, μεγάλωσα λίγο αλλά
τώρα που μπορώ να καταλάβω δεν βλέπω τίποτα από ό,τι μου υποσχέθηκες στην
εμβρυική ζωή μου. Πού είναι, μάνα, τα γάργαρα και καθαρά νερά; Το βασίλειό μου
έχει μισογκρεμισμένους μαύρους τοίχους και το δάσος που το περιβάλλει δεν έχει
πράσινο χρώμα. Δεν υπάρχει δέντρο να ξαποστάσουμε και δεν βλέπω χλόη που να
μπορώ να τρέξω. Μυρίζει καμένα όνειρα και συντρίμμια ζωής.»
«Μην κλαις, παιδί μου.
Συγνώμη για τον κόσμο που σου έταξα και δεν βρήκες.»
«Εγώ, μάνα, θα τον
φτιάξω ξανά τον κόσμο αυτό κι ας μην τον γνώρισα. Αρκεί να τον γνωρίσουν τα
δικά μου παιδιά.»
Μπόικου
Θεοδώρα
Η μυστική συμφωνία
μεταξύ των ανέμων και της φωτιάς συνωμοτικά γλίστρησε. Οι μπαλαρίνες της φωτιάς
άπλωναν τα πορτοκαλοκόκκινα φουστάνια τους κι ο άνεμος σαν χαλί τα τίναζε.
Άνθρωποι-φύση απόλυτα στο μηδέν, ανήμποροι, παραδομένοι στη δίνη της άγραφης
συμφωνίας! Μόνο τα κλάματα των παιδιών ακούγονταν δειλά, τα παιχνίδια τους ανάλωμα
του πυρός και τα σπίτια γλειμμένα από τις γλώσσες. Η μικρή Φωτεινή-Βαλεντίνα
σήκωσε την μπάρμπι της κι από κάτω εμφανίστηκε το γλαστράκι με το κόκκινο
τριαντάφυλλο! Πόσο χάρηκε! Μες τα αποκαΐδια γεννιέται η Ζωή, η Ελπίδα, το
Χαμόγελο
Μπούρα
Νένα
Κλάμα
Κλάψε, κοριτσάκι,
όλα όσα αγάπησες έχουν
χαθεί.
Τα παραμύθια της
γιαγιάς σου έγιναν πύρινες φλόγες.
Θυμάσαι τον Κακό Λύκο;
«Λύκε, λύκε; είσαι εδώ;»
«Βάζω τα παπούτσια μου
και σε κυνηγώ.»
Όμως ο λύκος είναι πια
διψασμένος, πληγιασμένος, θυμωμένος,
τα πόδια του πονάνε, τα
παπούτσια του έλιωσαν,
ουρλιάζει τον πόνο του
τις ξάστερες νύχτες, να τον ακούσουν τα χλωμά άστρα.
Πονάει πιότερο τη νύχτα
η αδικία.
Θυμάσαι τους εφτά
νάνους;
Τα εφτά μικρά τους
κρεβατάκια απόμειναν στάχτες και καμένα κούτσουρα στην μικρή τους καρδιά.
Ακόμα κι ο Χάνσελ με τη
Γκρέτελ έχασαν τον δρόμο για το ζαχαρωτόσπιτο.
Πού να βρεθούν πια
πουλιά για ψίχουλα και καραμέλες...
Πέταξαν γι’ άλλους
ουρανούς.
Μόνο ο Μολυβένιος
στρατιώτης αποζητάει τη φωτιά,
ψάχνει απεγνωσμένα την
μπαλαρίνα το ,
να γίνει ένα μέσα στη
θέρμη του πυρός, να λιώσει, να μεταμορφωθεί, να ενωθεί με όλα όσα αγάπησες,
αγάπησε, αγαπήσαμε, να γίνει καρδιά στην καρδιά, αγάπη στην αγάπη,
όμως δύσκολες εποχές
για παραμύθια...
Κλάψε, κοριτσάκι,
τα δάκρυά σου
ίσως σβήσουν αυτόν τον
τόπο
που αχνίζει ακόμα.
Νίκου
Μαρία
Θυμάμαι
Θυμάμαι
τη φωτιά να έρχεται,
τη μαμά να μ’ αρπάζει,
τον μπαμπά να μένει
πίσω,
το σπίτι να ουρλιάζει.
Βοήθεια, βοήθεια.
Κι όμως δεν φώναζαν οι
τοίχοι,
μα ωρύονταν οι κόποι
των ανθρώπων.
Κείνη τη μέρα έκλαιγε
το δάσος,
αλυχτούσε το σκυλί.
Εγώ στιγμή δεν έκλαψα,
μονάχα ανοίξανε τα
μάτια και δακρύσανε,
θαρρείς έτσι θα σβήνανε
το χάος
κι ίσως γλιτώναμε.
Ίσως αν γλίτωνα εγώ,
που ‘μαι παιδί,
φυτευόταν στη στάχτη η
ελπίδα.
Γλίτωσα.
Θυμάμαι.
Πάντα θα θυμάμαι.
Πολυκανδριώτη
Αστερόπη
Ο Μίμης μου
Στο τζάμι κοντοστάθηκα
Μια σταλιά μικράκι
Να πω ένα γεια στον
φίλο μου
Τον Μίμη, το δεντράκι.
Πέρσι τον εβάφτισα
Του ‘χα και κορδελάκι
Ένα μαβί και θαλασσί
Μαζί με σταυρουλάκι.
Το πότιζα με τις ευχές
Και δροσερό νεράκι
Να φτάσει ως τον ουρανό
Μα έγινε αστεράκι.
Κάποιοι το αφηνήσανε
Αύγουστος, βραδάκι
Βάλαν στο μάτι τα
κλαδιά
Το τρυφερό κορμάκι.
Φίλοι πάντα θα είμαστε
Θα τον θυμάμαι πάντα.
Αυτά του επιφύλασσε
Των κακών η μπάντα.
Το πότιζα με τις ευχές
Και δροσερό νεράκι
Να φτάσει ως τον ουρανό
Μα έγινε αστεράκι.
Ποθουλάκη
Εσθήρ
«Μαμά, που πάμε;»
«Δεν ξέρω, παιδί μου.»
Το κοριτσάκι σιωπηλά,
όπως μόνο τα παιδιά ξέρουν, άκουγε μέσα του το κλάμα των δέντρων και της φύσης,
των ζώων που έσβηναν.
Ένα παράπονο το πήρε, για
όσα δεν ακούνε οι μεγάλοι κι αυτοί που φτιάχνουν κόσμους. Αντίο, δεντράκια μου,
να, εκεί σκαρφάλωνα μέχρι χτες, εκεί έπαιζα, εκεί έκανα φωλιές με τους φίλους,
παραδίπλα άκουγα μικρά τριξίματα. Ζωάκια που μας είχαν συνηθίσει, έπαιζαν κρυφά
μαζί μας. Μπορεί και ξωτικά η νεράιδες, δεν ξέρω.
«Που πάμε, μαμά; Πεθαίνουν
οι φίλοι μου.»
«Δεν ξέρω, παιδί μου.»
Μέσα μου φώναζε ένα «αντίο»
κραυγή. Δεν ήταν μόνο των δέντρων μου, ήταν της φύσης που έσβηνε.
Εγώ μικρό παιδί τι ξέρω
από τον κόσμο που μου φτιάχνετε. Όλα μου τα στερήσατε.
Το πένθος αυτό θα με
στοιχειώσει... Αντίο, δεντράκια μου, αντίο, φίλοι μου.
Ένας ψίθυρος που κάποτε
ήταν αγκαλιά κι οξυγόνο με έδιωχνε: «Φύγε, μικρή μου, φύγε να σωθείς.»
Η νεράιδα του δάσους μ’
αποχαιρέτησε καθώς την άρπαξαν οι φλόγες: «Φύγε, μη βλέπεις που χανόμαστε.»
«Θα σας ξαναδώ;»
«Η φύση πάντα θα γεννά,
παιδί μου...»
Ένα χάδι μού σκούπισε
τα μάτια, δεν ξέρω αν ήταν της μάνας μου ή της φύσης -μέχρι χτες τις θεωρούσα
το ίδιο.
«Η φύση πάντα θα γεννά,
παιδί μου.»
Ρουσουνέλου
Δήμητρα
Μου είπαν να ζωγραφίσω
τον ουρανό και τον ζωγράφισα μπλε.
Μου είπαν να ζωγραφίσω
τα δέντρα και τα ζωγράφισα πράσινα.
Δεν ήξερα ότι μπορούν
να πάρουν κι αλλά χρώματα.
Δεν ήξεραν ότι μπορούν
να βαφτούν με κόκκινο.
Γιατί;
Γιατί κόκκινο;
Και μετά μαύρο.
Μαύρο και στάχτη
παντού.
Δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω
καλά. Με καίει ο λαιμός μου.
Ήρθα για διακοπές αλλά
φεύγω πάλι.
Το μόνο που κρατάω: ένα
μπουκαλάκι νερό. Η ζωγραφιά μου κάηκε. Κι η κούκλα μου που δεν πρόλαβα να πάρω
μαζί.
Ρώμα
Μένια
Σήμερα η γη κλαίει,
τα δέντρα ουρλιάζουν
κι η φωτιά σαν δαίμονας
καίει τις ψυχές μας.
Όνειρα καμένα.
Η ελπίδα και τα γέλια
σβήνουν σε κάθε αναζωπύρωση της φωτιάς.
Σήμερα ένα παιδί έκλαψε
κι ο κόσμος σώπασε
γιατί δεν είχε τι άλλο να πει
Σιγή.
Σκαλτσουνάκη
Έλενα
Γι’ αυτά τα μάτια
Τον κόσμο απ’ την αρχή
Να ξανασπείρω
Σωτηροπούλου
Ρούλα
Βλέμμα αχανές
Φοβισμένο κορίτσι
Χάνει τον ήλιο
Πού πάμε, μαμά, μπαμπά;
Σώπα, θα ‘ρθούμε πίσω...
Τζιώτζιου
Μαρία
Ποτέ μου δεν μίσησα πιο
πολύ έναν αέρα
Συνήθως τον άφηνα αλήτη
μέσα στα μαλλιά μου
Να δροσίζει και τον
τελευταίο μου πόρο
Να μου γεμίζει όνειρα
το μυαλό
Πεταλούδες ξέπλεκες
γύρω μου φτερουγίζαν χαϊδεύοντας τα μάγουλά μου
Αλλά δεν με πείραζε
Ήξερα ότι ήταν ένας
αέρας λυτρωτής
Αυτό που έμαθα σήμερα είναι
ότι ένας αέρας μπορεί και να μου καίει τα μάτια, να μη μ’ αφήνει ν’ αντικρίσω
το σπίτι μου, να φεύγω όπως όπως από ένα μέρος που κάποτε είχε ήλιο λαμπρό,
αλλά τον έβλεπα από μακριά
Αναρωτιέμαι αν ο ήλιος
μετακόμισε στη γη
Και τα μαλλιά μου ξανά,
μαζεμένα θα τα έχω,
κοτσίδα σφιχτή,
μην τύχει και κλωσήσει τ’
αυγά της
πυγολαμπίδα του βουνού…
Χατζηχάννα
Έλενα
Μην κλαις, κορίτσι όμορφο
Κι ας είναι όλα μαύρα
Κι ας ειν’ ο άνεμος θεριό
Θα φτιάξουν όλα, κράτα.
Μην κλαις, μωρό μου ιερό
Η μέρα θα τελειώσει
Θ’ ανθίσει πάλι το βουνό
Η Παναγιά θα δώσει.
Αχ, κοριτσάκι εσύ γλυκό
Κοίτα για να μαθαίνεις
Κοντά σε άνθρωπο μικρό
Ποτέ μην γυροφέρνεις.
Να ξέρεις κιόλας πως μπορεί
Όποιος έχει αγάπη
Τα πάντα να τα υπερβεί
Και να τα αναπλάσει.
Γέλα, καρδούλα τρυφερή
Γέλα κι όλα θ’ αλλάξουν
Μην πεις ποτέ «καταστροφη»
Τα δέντρα θα «πετάξουν».
Η φύση ξέρει τη δουλειά
Την έχει ξανακάνει
Χρόνια και χρόνια μακριά
Έχει ξανανασάνει.
Χριστοφόρου
Χριστόφορος
Παιδιού η θωριά
Κοιτάει φοβισμένα
πύρινο τέρας.
Χρυσοπούλου
Βέτα
Η θλίψη στο βλέμμα σου
Φεύγεις κι αφήνεις πίσω
τη χαρά σου
Το σπίτι, την αυλή με
τα λουλούδια
Τα γατιά που έπαιζαν
στον κήπο
Τις τριανταφυλλιές που
δεν πρόλαβαν ν’ ανθίσουν
Είχαν επτά μπουμπούκια
Ένα ξεπρόβαλλε
Κόκκινο σαν τη φωτιά
Γέμισε σύννεφα ο
ουρανός
Βρέχει καπνούς
Δάκρυα γεμάτα τα μάτια
Ποιος άραγε να φταίει
για τη συμφορά;
Για τα μπουμπούκια που
δεν θ’ ανθίσουν
Για την αυλή που θα μείνει
έρημη
Για τα δένδρα που θα
χαθούν;
Μόνο η εικόνα της
φρίκης θα μείνει
Χαραγμένη για πάντα
Στη μικρούλα καρδιά.
…
«Η Βαλεντίνα σταμάτησε να
κλαίει.
H μικρή Βαλεντίνα κλαίει καθώς περιμένει να γυρίσει ο πατέρας της που έμεινε πίσω
για να σώσει το σπίτι τους από τη φωτιά.
Η μητέρα της σε κατάσταση σοκ επιχείρησε να επιστρέψει και να μπει μέσα στη φωτιά
για να δει αν είναι καλά ο άντρας της αλλά την σταματήσαμε.
Σαν από μηχανής θεός ο συνάδελφος Νίκος έβγαλε από το αυτοκίνητό του ένα μικρό παιχνίδι
με σούπερ ήρωες και το χάρισε στο παιδί.
Η ιστορία του φωτογράφου Giorgos Moutafis για το χαμόγελο που επέστρεψε στο πρόσωπο
της μικρής Βαλεντίνας που συγκλόνισε με τα δακρυσμένα μάτια της ολόκληρη την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον ίδιο η οικογένεια είναι καλά και το σπίτι τους σώθηκε από τις φλόγες.»
Πληροφορίες απ’ τη
σελίδα ROSA
https://www.facebook.com/RosaProgressive/posts/3014297168890863
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου