Κοτσαύτη
Γιώτα
Το μαγικό στυλό
Καθόμουν στο μπαλκόνι
με μια στοίβα χαρτιά και τετράδια μπροστά μου. Ο υπολογιστής παραδίπλα. Για μία
ακόμα βδομάδα δεν κατάφερα να γράψω τίποτα… Δεν με παρηγορούσε καθόλου το
γεγονός ότι το πρώτο μου βιβλίο φιγουράριζε στις λίστες των ευπώλητων. Το
επόμενο βήμα ήταν που με άγχωνε.
Εκείνο το απόγευμα δεν
έμοιαζε με τα υπόλοιπα. Ο ουρανός ήταν βαρύς. Η άπνοια δυσβάσταχτη. Δεν την
πρόσεξα αμέσως. Την εντόπισα όταν σηκώθηκα να ποτίσω τον βασιλικό κι ένα κύμα
σκόνης τύλιξε τις γλάστρες. Ήταν κατάμαυρη. «Αυτό μας έλειπε!» μονολόγησα και
δάγκωσα τη γλώσσα μου. Οι μαύρες γάτες φέρνουν γουρσουζιά, λένε. «Τι βλάκας!
Λες κι όλα πάνε ρολόι…» είπα κι έσπρωξα εκνευρισμένος τα στυλό. Κάποια έπεσαν
κάτω.
Την επόμενη μέρα ήταν
και πάλι εκεί. Το ίδιο και τη μεθεπόμενη. Και κάθε μέρα. Την άφιξή της συνόδευε
ένας ξαφνικός, ελαφρύς άνεμος. Για λίγα δευτερόλεπτα σηκωνόταν σκόνη και μετά
ησυχία.
Μια μέρα πριν αναχωρήσω
για το σπίτι μου στην πόλη, η γάτα ανέβηκε στο τραπέζι που καθόμουν. Στο στόμα
της κρατούσε ένα στυλό. Το άφησε πάνω στα χαρτιά μου, με κοίταξε στα μάτια κι
εξαφανίστηκε.
Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Έχω όμως ακόμα το στυλό. Μ’ αυτό υπέγραψα όλα τα βιβλία που ακολούθησαν…
Μακαριάν
Μαριάννα
Στο διαμέρισμα της οδού
Γι με αριθμό 44 -μπορείς να το διαβάσεις και ανάποδα- κοιμόταν ήσυχα το
μικρότεροντετραπέρατο μέλος της όχι και τόσο τετραπέρατης οικογένειας Πι.
Και λέω ότι δεν ήταν
τόσο τετραπέρατοι γιατί δεν ήξεραν ότι τις νύχτες έμπαινε η Μπέμπα κρυφά, από
τη μισάνοιχτη πόρτα που άφηνε ο μικρός άνθρωπος, και κοιμόταν στα πόδια της. Η
Μπέμπα ήταν η αδέσποτη τσαχπίνα γάτα -τετραπέρατη κι αυτή- που όλοι οι
αδέσποτοι γάτοι ήθελαν. Κι εκείνη τους έπαιζε στα νύχια της, όλο γυρνούσε κι
έκανε τη ζωή της. Περνούσαν οι μέρες, τα πρωινά έπαιζαν μαζί (ο τετραπέρατος
άνθρωπος κι η τετραπέρατη τσαχπίνα γάτα) και τα βράδια, αφού κυνηγούσε ποντίκια
κι έντομα, τριγυρνούσε με περίεργες γατοπαρέες και τραγουδούσε παράφωνα με τα
υπόλοιπα αδέσποτα, κοιμόταν με τον άνθρωπο. Ξαφνικά η Μπέμπα χάθηκε τις νύχτες,
ο μικρός άνθρωπος έβλεπε την κοιλιά της να πρήζεται και δεν ήξερε πως αυτό δεν
ήταν από τα ποντίκια. Μια βροχερή παγωμένη νύχτα του Νοέμβρη, λοιπόν, εκεί που
το τετραπέρατο και η όχι και τόσο τετραπέρατη οικογένειά του έτρωγαν, η Μπέμπα
άρχισε να νιαουρίζει προδίδοντας το μεγάλο τους μυστικό.
Οι εξηγήσεις δεν έπεσαν
τότε, μα όταν άρχισε η γάτα να φέρνει ένα ένα τα μωρά της μέσα στη βροχή.
Βρήκε τον μπελά του ο
τετραπέρατος μικρός άνθρωπος, μα όχι για πολύ.
Τα αγάπησαν -βλέπετε
ήμασταν αξιαγάπητα εγώ και τα αδέλφια μου. Δεκατρία χρόνια μένω μαζί τους, το
μικρό τετραπέρατο δεν είναι πια μικρό και η μητέρα μου δεν αλωνίζει πια σε
αλάνες, μα μου έκανε ένα τεράστιο δώρο. Είμαι η Ρεγγίνα, κόρη της τετραπέρατης
τσαχπίνας αδέσποτης γάτας και είμαι πανέξυπνη. Πώς άλλωστε εξηγείται πως ο
τετραπέρατος όχι πια μικρός άνθρωπος γράφει αυτά που του λέω για να τα διαβάσετε
εσείς;
Νιάααου....
Οι τετραπέρατοι.
Σωτηροπούλου
Ρούλα
Η αγκαλιά
Μια γάτα, μα ποια
μικρή, τσαχπίνα, ασπρόμαυρη γάτα ήταν αυτή που τρύπωσε κρυφά μέσα στην αγκαλιά
μου γυρεύοντας χάδια και χουζούρι σαν παιδί; Δεν φημίζομαι για την αγάπη μου σ’
αυτές όμως εκείνη, σαν να το μυρίστηκε, ήρθε για να μου αλλάξει την άποψη που
είχα για το είδος της. Ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά και δεν έλεγε να το κουνήσει, όσο
κι αν το επιθυμούσα εγώ. Έκλεισε δήθεν τα μάτια και τέντωσε τα άκρα της λες κι
ήθελε να ξεκουράσει τα μέλη της από την ξε-κούραση της ημέρας. Γέλασα πολύ με
την εικόνα αυτή και ως άνθρωπος με ενσυναίσθηση, θέλω να πιστεύω, αφέθηκα να
της δώσω αυτό που ήθελε. Λίγη αγάπη, λίγη τρυφερότητα κι ένα μαλακό «στρώμα»
απίθωσης του κορμιού της. Μου το ανταπέδωσε μ’ ένα μακρόσυρτο γουργούρισμα,
δείγμα ικανοποίησης κι ευγνωμοσύνης. Πόσο συχνά γεύεται κανείς στις μέρες μας
μια τέτοια ανιδιοτελή σχέση, σκέφτηκα, κι αμέσως ντράπηκα για τα αρχικά
αρνητικά μου συναισθήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου