Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

Καλοκαίρι

 


Ήταν δεκαπέντε, δεκάξι χρονών; Ούτε παιδί ούτε γυναίκα, έφηβη. Σ’ εκείνη την ηλικία που τα κορίτσια ερωτεύονται τρελά, χωρίς λόγο, κι είναι διατιθέμενα να πεθάνουν γι’ αυτον τον έρωτα… ή και να τον ξεχάσουν την επόμενη… Βρίσκουν το ουίσκι υπέροχο, έστω κι αν το καταπίνουν δύσκολα, αρκεί που είναι το ποτό των μεγάλων. Είναι ο κύριος λόγος για να το λατρεύουν. Μ’ ένα τσιγάρο βήχουν για ώρα, αλλά το κρατούν με καμάρι, κάτι σαν βασιλική ράβδο. Ένα καυτό σορτσάκι, (ανεξάρτητα απ’ τα κιλά, γιατί και τα κιλά σ’ αυτήν την ηλικία, είναι όμορφα, σαν ώριμοι γιαρμάδες, ζουμεροί κι υπέροχοι) ένα καυτό σορτσάκι, λοιπόν, προσελκύει τόσα βλέμματα που αν ήταν πενηντάλεπτα, θα πλούτιζαν. Υπέροχη ηλικία ειδικά μετά… όταν τη θυμάσαι, Αυτά συμβαίνουν σ’ όλα τα κορίτσια έκτος απ’ αυτό εδώ. Το έβλεπα τα πρωινά που έβγαινα στο μπαλκονάκι να πιω τον καφέ μου κοιτάζοντας τη θάλασσα. Το ξανάβλεπα το απόγευμα που πάλι έβγαινα στο μπαλκονάκι μου να πιω τον καφέ μου.

Το μπαλκόνι μου ήταν στον πρώτο όροφο του πατρικού της μητέρας μου στο νησί. Από κάτω κήπος, με καταπράσινα αναρριχώμενα στα κάγκελα. Από τη μια μεριά της πόρτας ήταν μια λεμονιά κι απ’ την άλλη πλευρά μια πορτοκαλιά. Δεν ήταν πολύ δυνατά δέντρα, μάλλον τα ενοχλούσε τ’ αλάτι της θάλασσας, έδιναν όμως κι αυτά τον αγώνα τους για επιβίωση. Μπροστά στην πόρτα ένας μικρός επαρχιακός δρόμος με αγριόχορτα στις άκρες του, μετά ένα πεζούλι περίπου ογδόντα πόντους, από πέτρες και τσιμέντο Μέσα απ’ το πεζούλι ξεκινούσε η άμμος. Το τέλος της η είσοδος της θάλασσας.

Το κορίτσι καθόταν εκεί στο πεζούλι, έχοντας συνέχεια στ’ αυτί ένα κοχύλι. Φορούσε ένα ριχτό εμπριμέ φορεματάκι κι ένα μεγάλο καπέλο. Ήταν μόνο πάντα. Μετά από μια, μιάμιση ώρα, ερχόταν μια κυρία, η μητέρα; Το πιο πιθανό. Έκαναν μπάνιο μαζί. Έβαζε σκουφάκι και δεν έκανε ποτέ βουτιές. Ήταν ένα μπάνιο ήρεμο και προσεκτικό, σαν το μπάνιο μιας μεγάλης γυναίκας. Μετά δεν ξέρω, έμπαινα κι εγώ μέσα να μαγειρέψω. Τα απόγευμα πάλι το ίδιο. Περνούσε ο καιρός κι εγώ δεν είδα κανένα άλλον να πλησιάζει το κορίτσι με το κοχύλι. Ούτε αγόρι ούτε κορίτσι. Σαν να μην ήξερε κανέναν άλλον εκτός από την κυρία εκείνη.

Μια μέρα το πήρα απόφαση, θα έλυνα το μυστήριο. Πήρα κι εγώ την τσάντα θαλάσσης και κατέβηκα να κάνω μπάνιο δήθεν… Άπλωσα την ψάθα μου κοντά στο κορίτσι, κάθισα κι άρχισα να αλείφομαι με αντηλιακό. Σε λίγο ήρθε η κυρία κι εγώ έστησα αυτί.

«Άντε, Ελενίτσα, να πέσουμε, θα σε πειράξει ο Ήλιος.»

«Λίγο ακόμα, μαμά» είπε η μικρή ναζιάρικα. «Θέλω ν’ ακούω μαμά, θέλω ν’ ακούω! Θέλω ν’ ακούω τη θάλασσα και να τη βλέπω συγχρόνως. Αν ήξερες πόσο μου έλειψε αυτό μαμά, αν ήξερες…»

Η μαμά πλησίασε και την αγκάλιασε, έτσι όπως αγκαλιάζουν οι μαμάδες.

«Τώρα θα την ακούς για πάντα, αγάπη μου. Ο γιατρός το είπε, λίγη προσοχή θέλει μόνο αυτό το καλοκαίρι και μετά όλα θα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ πρόβλημα με την ακοή σου.»

Εγώ κρυφοκοίταζα αυτή την καλοκαιρινή εικόνα και σκεπτόμουν πόσο μικρά κι εγωιστικά είναι τα θέλω κάποιων ανθρώπων και πόσο δυνατά και σημαντικά κάποιων άλλων. Από τότε, όταν σκέπτομαι καλοκαίρι, αυτό το κορίτσι με το κοχύλι στ’ αυτί, είναι η εικόνα του καλοκαιριού εκείνου, αλλά κι όσων ακολούθησαν.

Άννα Μάνου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» με αφορμή το βιβλίο «Ανθολόγιο. Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές» που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αλάτι

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για τις μαμάδες της καρδιάς

  Γιαμουρίδου Κική Η λέξη «μητέρα» δεν αφορά μόνο τις γυναίκες που γεννούν ένα παιδί. Με το σπαθί τους χαρακτηρίζονται μανούλες κι εκείνες...