Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

«Μια φορά κι έναν καιρό ο Ήλιος…»

 


Κασσελούρη Αναστασία

Ο Ήλιος και η λίμνη Έιβερη

Μια φορά πριν πολλά χρόνια, κάπου μακριά, ανάμεσα σε ψηλά βουνά και ένα πυκνό δάσος, ο Ήλιος συνάντησε μια λίμνη που την έλεγαν Έιβερη. Είχε πάρει το όνομά της από μια κοπέλα που χάθηκε στο δάσος και τα βράδια κυκλοφορούσε σαν ξωτικό γύρω από τη λίμνη.

Ήταν απομακρυσμένη από τον κόσμο και η παρέα της ήταν τα πουλιά, τα ψάρια και τα ζωάκια. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Κάθε πρωί την επισκεπτόταν και καθρεφτιζόταν στα κρυστάλλινα νερά της. Μια μέρα, ενώ χτένιζε τα κατάξανθα μαλλιά του, την άκουσε να αναστενάζει.

«Τι έχεις, Έιβερη, κι αναστενάζεις;» ρώτησε παραξενεμένος.

Του εξήγησε ότι στεναχωριέται που είναι τόσα χρόνια στο ίδιο μέρος. Και το μεγάλο της όνειρο ήταν να ταξιδεύει όπως εκείνος, συνέχεια, μέχρι να γνωρίσει όλο τον κόσμο.

«Σου υπόσχομαι ότι από αύριο θα σε παίρνω μαζί μου» της είπε καθώς συνέχισε το ταξίδι του στη γη.

Ο Ήλιος κράτησε τον λόγο του και από το επόμενο πρωί η Έιβερη κάθισε στις ακτίνες του και ταξίδευαν σε πανέμορφα μέρη που ούτε φανταζόταν ότι υπάρχουν.

Περνούσε τόσο όμορφα που δεν κατάλαβε ότι από τις καυτές ακτίνες του κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο μικρή. Ακόμα κι όταν την επισκέφθηκε η φίλη της η Βροχή, την έδιωξε για να συνεχίσει τη βόλτα της μαζί του. Έτσι τα ψάρια δεν είχαν πια χώρο να κολυμπήσουν. Τα βατραχάκια έτρεχαν δεξιά κι αριστερά φωνάζοντας «κουάξ κουάξ». Οι καλαμιές ξεράθηκαν και τα πουλιά δεν είχαν που να χτίσουν τις φωλιές τους. Ο κορμοράνος απαρηγόρητος έκλαιγε πάνω σε ένα ξερό κλαδί.

Τον άκουσε η λίμνη τόσο στεναχωρημένο και τον ρώτησε:

«Τι έχεις και κλαις; Σε ακούω πολύ λυπημένο».

Ο κορμοράνος την κοίταξε λίγο περίεργα και απάντησε:

«Σοβαρά μιλάς; Τόσο καιρό τριγυρνάς παντού με τον Ήλιο και το μόνο που σκέφτεσαι είναι να περνάς εσύ καλά. Εμάς δεν μας σκέφτηκες. Ήσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαμε. Δες τι έγινε γύρω σου».

Η Έιβερη σαν να ξύπνησε από ένα όνειρο. Κοίταξε γύρω της τρομαγμένη. Μα πώς έγινε τοσοδούλα κι άσχημη; Τα δέντρα είχαν ξεμακρύνει. Ο δρόμος ήταν πολύ μακριά. Τα ψάρια βρίσκονταν στο χώμα ακίνητα, τα αυγά των πουλιών στις λάσπες και τα ζώα δεν ήταν πια κοντά της για να ξεδιψάσουν και να δροσιστούν.

«Ωωωωωω, τι έγινε;»

Πικράθηκε πάρα πολύ με αυτό που αντίκρισε και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν σαν ποτάμι από τα μάτια της. Έκλαψε τόσο που σε λίγο όλη η περιοχή πλημμύρισε κι έγινε πάλι τεράστια. Τα ψάρια άρχισαν να κολυμπούν χαρούμενα, τα δέντρα πρασίνισαν, τα πουλιά ξανάχτισαν τις φωλιές τους και τα μωρά τους γέμισαν την περιοχή με «τσιριτρί-τσιριτρό».

Ο Ήλιος παρατηρούσε από ψηλά και ερχόταν τακτικά. Έπαιζε μαζί της κρυφτό πίσω από τα σύννεφα, τα δέντρα και τις βουνοκορφές για να τη βλέπει να χαμογελά. Και ζούσαν όλοι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι σε ένα καταπράσινο τοπίο γεμάτο ζωή που λες και ήταν βγαλμένο από παραμύθι.

 

Μπαλάσκα Σοφία

Του Ήλιου τα καμώματα

Μια φορά κι έναν καιρό ο Ήλιος αγάπησε παράφορα τη Γη. Την αγάπησε τόσο πολύ, που της χάριζε μέρες γεμάτες φως, δεν άφηνε το σκοτάδι να ρίξει το πέπλο του, επάνω της. Οι ηλιαχτίδες του την κάλυπταν απ’ άκρη σ’ άκρη. Πέρασαν έτσι μέρες, ακόμα και μήνες, και ο Ήλιος δεν άφηνε ούτε μια στάλα βροχής να πέσει πάνω στη Γη.

Οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι να κάνουν, έχαναν τις καλλιέργειες τους, οι καύσωνες ήταν πια καθημερινό φαινόμενο και χρειάζονταν άμεσα μια βροχερή μέρα. Θα ήταν γι’ αυτούς Θείο δώρο. Όμως η βροχή δεν ερχόταν ποτέ.

Τους καύσωνες και τις ανομβρίες διαδέχθηκε η ξηρασία. Η Γη «αιμορραγούσε», μα ο Ήλιος δεν το καταλάβαινε. Πίστευε ότι έτσι της έδειχνε την αγάπη του.

«Δεν θέλω να δεις ποτέ ξανά σκοτάδι και βροχή».

«Μα χρειάζομαι τη βροχή, δεν το καταλαβαίνεις ότι με καταστρέφεις;»

Τότε ο Ήλιος χάθηκε, μεμιάς σκοτείνιασε ο ουρανός και η πρώτη σταγόνα βροχής έπεσε στη Γη.

Οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας.

Ο Ήλιος παρέμεινε κρυμμένος για αρκετές μέρες μέχρι που η Γη τον αναζήτησε.

«Μα δεν σου ζήτησα να χαθείς» του είπε.

Και τότε, εκείνος, ανέτειλε πιο λαμπερός.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για τις μαμάδες της καρδιάς

  Γιαμουρίδου Κική Η λέξη «μητέρα» δεν αφορά μόνο τις γυναίκες που γεννούν ένα παιδί. Με το σπαθί τους χαρακτηρίζονται μανούλες κι εκείνες...