Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

49 χρόνια πέρασαν…

 


Ανθίμου Μαρία

49 χρόνια πέρασαν, όλα άλλαξαν στον χρόνο εκτός από εκείνη τη μεριά. Η βόρειά μου πατρίδα, Κύπρος μοιρασμένη, αστείρευτα δάκρυα ψυχής σε όσους έζησαν τα γεγονότα. Ξεθώριασε και αυτό το «Δεν ξεχνώ» που επαναλαμβάναμε χρόνια στα μαθητικά θρανία, ως παιδιά της προσφυγιάς. Δεν θυμάμαι τίποτα από το κατεχόμενο χωριό μου. Όταν έγινα μάνα, αντιλήφθηκα τι σημαίνει να παίρνεις αγκαλιά το παιδί σου για να τρέξεις, να σωθείτε, χωρίς να σκέφτεσαι χρήματα, σπίτια και περιουσίες. Να διαφυλάξεις τη ζωή, την αναπνοή σου στη γη που σε γέννησε. Κανένας πόλεμος δεν έχει λογική, φρίκη και καταστροφή. Μετρήσαμε απώλειες, χάθηκαν ζωές, «πράσινη γραμμή», μοιρασμένη πρωτεύουσα, μοιρασμένη πατρίδα... ακόμη κηδεύουμε οστά! Ανοίγει το πρώτο οδόφραγμα και, πλέον, φεγγίζει από το παράθυρο των αναμνήσεων η δυνατότητα της πραγματικής εικόνας, να περπατήσουμε ξανά στα μέρη που μας γέννησαν. Πήγα στο χωριό μου. Σαν να ήτανε η πρώτη μου φορά. Και έτσι ήτανε, γιατί τώρα η καρδιά φωτογράφιζε στη μνήμη της εικόνες και συναισθήματα για να φυλαχτούν παρακαταθήκες και στις επόμενες βόλτες της ζωής, Άλλαξαν όλα από τότε. Χλωμό να λυθεί κάποτε αυτό το «κυπριακό», ο χρόνος προχωρά, το «δεν ξεχνώ» αναδύεται κάθε 20η του Ιούλη. Κι όμως, αυτό το χρυσοπράσινο φύλλο, γη που περπατώ, δεν θα ξεθωριάσει την ελπίδα.


Κασσελούρη Αναστασία

Σαν χθες

Αντηχούν οι σειρήνες

Ριπές εισβολέων

Αλίμονο στις μάνες

Νύχτες ατέλειωτες

Τούρκοι εισβάλλανε

Αίμα πότισε τη γη

Επιστράτευση

Ναρκοπέδια

Νεκροί, νέοι, γέροι και παιδιά

Ερειπωμένες ψυχές

Αλαργινή πατρίδα

 

Χρόνια περάσανε και στέκει όρθια η κόρη

Μοιρασμένη στα δυο

Φλόγα σιγοκαίει για το άλλο της μισό

 

Μαρκάτου Βιβή

49 χρόνια πέρασαν και η καρδιά μας έμεινε μισή. Σπίτια γκρεμίστηκαν και άλλα πάλι ερήμωσαν, δεν ξανακατοικήθηκαν και μάλλον ήταν γραφτό, έτσι, για να θυμίζουν την έρημο στο κομμάτι εκείνο της καρδιάς που δεν ξεχνάει. Το νερό που πίνουμε δεν είναι το ίδιο, πάντα θα υπάρχει ένα αγκάθι την ώρα που καταπίνεις. Γιατί τα έφερε έτσι η κατάσταση και η γη που ήταν κάποτε δική μας, δεν είναι πια...

Το ίδιο χώμα είναι σε όλη την πατρίδα, το ίδιο άρωμα έχει η θάλασσα και για τους δυο μας λάμπει ο ίδιος ουρανός, όμως για σένα, Κύπρο, που υπάρχουν πολλά σύννεφα, να ξέρεις ότι θα είμαστε πάντοτε μαζί, όσο υπάρχει θάλασσα και όσο υπάρχει το μπλε εκείνο του ουρανού και το λευκό εκείνο του φωτός το άσβεστο.

 

Μπαλάσκα Σοφία

Πέρασαν τα χρόνια… 49. Και μου φαίνονται σαν να ήταν μόλις χθες. Σαν χθες έτρεχα στον κήπο μας κι έπαιζα ανέμελη, δίχως να μπορώ να φανταστώ τι θα γινόταν μόλις λίγες μέρες μετά. Και, μάλιστα, ανήμερα των γενεθλίων μου. Από τότε, τα γενέθλιά μου είναι μια πληγή που πονά.

Φέτος κατάφερα, μετά από χρόνια, να πάω στον τόπο μου, μαζί με τους γονείς μου. Να δω το σπίτι μου κλειστό και ερειπωμένο. Δεν άντεξα, τα μάτια μου βούρκωσαν, κι ένας ορμητικός χείμαρρος από δάκρυα έτρεξε στο πρόσωπό μου. Ευτυχώς η αγκαλιά των γονιών μου ήταν εκεί για να μου απαλύνει τις πληγές. Αν και πιστεύω ότι οι πληγές του ξεριζωμού δεν θα κλείσουν ποτέ.

Το σπίτι μου. Ένα ισόγειο με μια μικρή αυλή μπροστά, γεμάτη από τις τριανταφυλλιές της μάνας μου. Κι όμως, είναι ακόμα εκεί και μας περιμένουν, κόντρα στο πέρασμα των χρόνων. Είναι η ελπίδα της επιστροφής, που κρατιέται ζωντανή.

 

Μυλωνά Κωνσταντίνα

49 χρόνια και ακόμη

βλέπω τον ΧΡΙΣΤΟ να περιπατεί

στα ερειπωμένα σπίτια,

στα κατάξερα χωράφια,

στα σκασμένα πηγάδια.


Βλέπω ακόμη να ανεμίζεται

του ΙΟΥΔΑ το κουφάρι

στου Λίβα τη ριπή.


Τόσο όξος και χολή γιατί; Γιατί;

 

Ράικου Καλλιόπη

Pencereden çekil!

Φύγε απ’ το παράθυρο!

 

Τόσα χρόνια πέρασαν.

Οι τσιμπιές της μάνας μου, όμως, ακόμα φρέσκιες.

Και η φωνή της.

Σε απόγνωση.

 

Pencereden çekil!

Τα χέρια μου μαύρα.

Τα πόδια μου μαύρα.

Τα μάτια μου μαύρα.

 

Pencereden çekil!

Δεν είναι οι φίλοι μου αυτοί.

Δεν είναι παιχνίδι αυτό.

Πού είναι η αυλή μου;

Πού είναι όλα τα παιδιά που παίζαμε;

 

Τόσα χρόνια...

Οι μελανιές απ’ τις τσιμπιές εκεί.

Δεν έφυγαν ποτέ.

Ούτε η μαυρίλα της αυλής μου έφυγε.

Pencereden çekil!

 

Σωτηροπούλου Ρούλα

49 χρόνια πέρασαν

Και τι νομίζεις ότι άλλαξε;

Πόνος που λογιάζεται με νούμερα και πράξεις.

Χρόνος που μετρά δάκρυα και πίκρα.

Σαράντα εννιά, εννιά, εννιά για να ξυπνά η μνήμη.

Μνημόσυνο αγνοούμενων υπερηλίκων.

Αναζήτηση χαμένων συναισθημάτων κι απορίες θυμωμένων βλεμμάτων.

Μοίρασμα γης κι αγάπης.

Ερείπια καρδιάς και ψυχής.

Ξεριζωμός αδίκου με ανύπαρκτη ενοχή...

Ανάσες μισής ελευθερίας, μισής ζωής, μισείς, μισείς...

Γρίφος η Κύπρος για «δυνατούς» παίκτες.

Ελπίδα και παράπονο που έχουν ανάγκη να πνιγούν σε αγκαλιές παιδιών και βουρκώματα χαράς.

Σαν τι νομίζεις ότι θ’ αλλάξει σε μισό αιώνα;

 

Με αγάπη στους φίλους μου στην Κύπρο και με σεβασμό στο συναίσθημά τους

 

Χριστοφόρου Χριστόφορος

Είναι φορές που στα βουνά με πνίγει η σημαία,

άλλες πολλές αναζητώ αντίκρυ πολιτείες,

σε ναρκοπέδια και Μνήμες δεν ψάχνω για λαθραία,

είναι που βλέπω οράματα, σκιές καθόλου αστείες.

 

Σαράντα χρόνια και εννιά κάποιοι θα περιμένουν,

όχι να πάρουνε μαντάτα για τους νεκρούς που υφαίνουν,

έναν ιστό τεράστιο για τους προδότες του νησιού,

μα να επιστρέψουν θέλουν, να δουν ξανά ζωή παιδιού.

 

Πίσω από κείνα τα βουνά δεν κρύβεται η Κερύνεια,

μα οι χαρές μικρών παιδιών, αγάπη κι όχι γκρίνια,

που δεν μπορεί εύκολα η ειρήνη να φυτρώσει,

στα Βαρώσια θάλασσα στους πρόσφυγες να δώσει.

 

Ελευθερία δεν μπορεί με τους στρατούς να φτάσει,

στη Μόρφου ή στον Καραβά, το ψέμα έχει ριζώσει,

ο χρόνος πάει και περνά πριν το παιδί γεράσει,

θα φτάσει να βρει νόημα να πάρει ή να δώσει;

 

Χρυσοπούλου Βέτα

49 χρόνια μετρά ο ξεριζωμός. Πόνος και θλίψη η θύμησή του. Χαμένες πατρίδες οι αναμνήσεις μου. Καινούργια γη αγάπησα, επάνω της άνθισε η ζωή μου. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Πατρίδα τη λένε. Λυπούνται για τη δική μου που έχασα, χαίρονται που ζουν ειρηνικά.

Μεγάλη πληγή ο αποχωρισμός. Πάντα θυμάσαι τη δική σου. Ευλογημένοι αυτοί που γεννιούνται και πεθαίνουν στη δική τους γη.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για τις μαμάδες της καρδιάς

  Γιαμουρίδου Κική Η λέξη «μητέρα» δεν αφορά μόνο τις γυναίκες που γεννούν ένα παιδί. Με το σπαθί τους χαρακτηρίζονται μανούλες κι εκείνες...